φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Στο περίφημο χορικό της Αντιγόνης ο Σοφοκλής γράφει (στ.781), έρως ανίκατε μάχαν. (Έρωτα, ανίκητε στη μάχη). Γιατί δεν έγραψε έρως ανίκητε μάχην; Το γνωρίζουμε: η τραγωδία γράφεται στην αττική διάλεκτο (διάλογοι) και στη δωρική (χορικά). Κι αυτό διότι κάθε ‘λογοτεχνικό είδος’ γραφόταν στη διάλεκτο στην οποία πρωτοεμφανίστηκε. Η χορική ποίηση ήταν ποίηση που γραφόταν για να την τραγουδήσουν ομάδες νέων ανδρών ή γυναικών καθώς χόρευαν και εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Σπάρτη με τον έξοχο Αλκμάνα κατά τον 7ο π. Χ. αιώνα (700-600).
Το ερώτημα τώρα είναι το εξής: γιατί οι Δωριείς έλεγαν ανίκατε μάχαν και οι ομιλητές της Ιωνικής και Αττικής διαλέκτου έλεγαν ανίκητε μάχαν; Ανίκατε μάχαν έλεγαν και οι ομιλητές της αιολικής διαλέκτου – γιατί; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το η δεν προφερόταν ως ι αλλά ως μακρό ε (εε). Εμείς σήμερα διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά κείμενα με την νεοελληνική προφορά όχι με την προφορά των αρχαίων, η οποία εν πολλοίς μας είναι πλέον γνωστή. Αυτό είναι απαράδεκτο και καταστροφικό. Και εκ του πονηρού, ασφαλώς. Με αποτέλεσμα να σχηματίζεται η εντύπωση ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, τουλάχιστον οι Ίωνες και οι Αθηναίοι μιλούσαν όπως εμείς! Η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας! Εάν μπορούσαμε να κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν και να βρεθούμε στην αγορά της αρχαίας Αθήνας την εποχή του Περικλή δεν θα καταλαβαίναμε απολύτως τίποτα – είναι σαν να βρισκόμασταν σε ένα πολυσύχναστο δρόμο της Γερμανίας χωρίς να γνωρίζουμε γερμανικά. Και εάν ο Περικλής καθόταν να δει τηλεόραση, δεν θα καταλάβαινε απολύτως τίποτα!
Γράφουμε η ανίκητος μάχη, προφέρουμε ι ανίκιτος μάχι αλλά οι Αθηναίοι πρόφεραν εε ανίκεετος μάχεε και οι Δωριείς αα ανίκαατος μάχαα. Όπου οι Αθηναίοι πρόφεραν το μακρό ε (εε), οι Δωριείς πρόφεραν μακρό α (αα). Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι το μακρό ε της ιωνικής αναπαριστάνονταν με το γράμμα Η (η) και ότι προέρχονταν από το μακρό α. Η φωνητική αυτή αλλαγή έγινε μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών βασιλείων, κατά το 1200 π.Χ., και πριν τις αρχές της αρχαϊκής εποχής (750 π. Χ.), την εποχή δηλαδή που εμφανίζεται η ιωνική-αττική διάλεκτος, η οποία προήλθε από τη μυκηναϊκή. Η δωρική και η μυκηναϊκή διασώζουν το μακρό α της πρωτοελληνικής, της ελληνικής πριν διασπαστεί σε διαλέκτους. Το μακρό ε είναι άγνωστο στα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου. Η λέξη ‘δήμος’ προέρχεται από το ‘δάμος’, το οποίο διαβάζουμε πολλές φορές στα αρχεία της Πύλου (da-mo).
Ας δούμε τώρα τη λέξη μηχανή, αφού εξετάσουμε πρώτα τη λέξη μάχαιρα.
Η νεοελληνική λέξη ‘μαχαίρι’ προέρχεται από το υποκοριστικό ‘μαχαιρίδιον’, το οποίο ήταν ένα βραχύ ξίφος, ένα βραχύ εγχειρίδιο, δηλαδή όπλο, το οποίο όμως χρησιμοποιούσαν και για τη σφαγή των ζώων, όπως και την μάχαιραν. Η μάχαιρα ήταν κυρίως όπλο του ιππικού και έμοιαζε με το γιαταγάνι, τη χαντζάρα, τη σπάθα, ήταν δηλαδή κυρτή – ενώ το ξίφος ήταν ευθύ. Δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο το ξίφος λόγω της προέλευσής της: αρχικά ήταν ένα εργαλείο σφαγής μεγαλόσωμων ζώων (βόδια, άλογα). Γνωρίζουμε άλλο ένα εργαλείο το οποίο στην αρχή ήταν όργανο σφαγής ζώων και κατόπιν όργανο σφαγής ανθρώπων, το φάσγανον, από το σφάγανον (σφαγή, σφάζω), λέξη που τη διαβάζουμε στις πινακίδες της Κνωσού και στην Ιλιάδα.
Η λέξη μάχαιρα προέρχεται από το μάχαρ-jα. Αυτό το -jα είναι ένα μόρφημα που το εντοπίζουμε, μετασχηματισμένο, σε πολλές λέξεις, όπως πείρα (περ-jα), πείνα (πεν-jα), μοίρα (μορ-jα) κ.α. Το μάχαρ είναι ουδέτερο και εμφανίζεται ως μήχαρ (το) – στον Αισχύλο, στον Προμηθέα Δεσμώτη (στ. 606) αλλά κυρίως ως μήχος (το) – το διαβάζουμε στην Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τον Ηρόδοτο, τον Ευρυπίδη, στον Θεόκριτο (3ος π. Χ. αι.) και έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Σημαίνει ‘μέσο’, ‘τρόπος’, ‘βοήθημα’. Μορφολογικά, το μήχαρ ανήκει στην ομάδα των ουδετέρων της αθέματης κλίσης (γ’ κλίσης) που λήγουν σε -αρ και είναι αρχαιότατα: όναρ (όνειρο), ήμαρ (ημέρα), φρέαρ (πηγάδι), άλειφαρ (λίπος, αλοιφή) και κάνα δυο ακόμα. Η ρίζα λοιπόν της λέξης μάχαρ (μήχαρ) είναι το μαχ- (μηχ, μεεχ-)
Η μάχαιρα λοιπόν δηλώνει ένα μέσο, έναν τρόπο, είναι ένα βοήθημα. Είναι ένα μέσο σφαγής ζώων και κοπής κρέατος.
Εντοπίζουμε λοιπόν το μόρφημα μαχ- στις λέξεις μάχα (μάχη), μάχαρ, μήχαρ (<*μάχαρ), μήχος (<*μάχος) και μάχαιρα. Από τη λέξη μάχα προέρχεται η λέξη μηχανή, η οποία στη δωρική είναι μαχανά (μαχα-νά). Το μαχ- και το μηχ- (μααχ-) δεν μας παραξενεύει. Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο της ποσοτικής ετεροίωσης: το ριζικό φωνήεν ενός μορφήματος (θέματος) εμφανίζεται άλλοτε ως βραχύ κι άλλοτε ως μακρό. Λέμε δώ-ρον αλλά και δό-σις. Λέμε θέ-σις αλλά και θή-κη. Τι είναι όμως αυτό το -να;
Το -να είναι ένα μόρφημα (μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα της γλώσας) το οποίο δηλώνει την υπεροχή, την ανωτερότητα, την κυριότητα, την επικράτηση. Σελήνη είναι η κυρία του φωτός (σελασ-να), τέχνη είναι η κυρία της ξυλουργικής (τεκσ-να, τεκ – : τέκ-των [ξυλουργός], αρχιτέκτων [αρχιξυλουργός, μιας και τα σπίτια χτίζονταν με ξύλο από τους ποιμένες, πρβλ., δομή: ξυλοδεσιά]). Στο αρσενικό γένος εμφανίζεται με τη μορφή -νος: ουρανός, κεραυνός, λύχνος (<λυκ-νος, ο κύριος του φωτός: λύκ-: ο Λύκιος Απόλλων δεν έχει καμιά σχέση με τον λύκο αλλά με το λυκ-αυγές, πρβλ. lux, lucis, το φως στη λατινική). Μηχανή λοιπόν είναι το μέσο το οποίο μας εξασφαλίζει την ανωτερότητα, την νίκη, την υπεροχή.
Αναρωτιόμαστε: έναντι τίνος; Απαντάμε: έναντι στη φύση και έναντι των άλλων ανθρώπων.
Η μηχανή ως εργαλείο είναι μια επινόηση η οποία μας βοηθάει να χρησιμοποιούμε αποτελεσματικότερα τη δύναμή μας: ο μοχλός είναι μια μηχανή, όπως και το τόξο. Έτσι λοιπόν η λέξη μηχανή δηλώνει και το εργαλείο και την επινόηση. Η πανουργία όμως, ο δόλος και η απάτη είναι επινοήσεις που μας βοηθάνε να εξασφαλίσουμε την υπεροχή, τη νίκη και δεν μας παραξενεύει που η λέξη μηχανή στον πληθυντικό δηλώνει τις πανουργίες, τους δόλους, τις απάτες, τα τεχνάσματα που μετερχόμαστε για να επιβληθούμε, να επικρατήσουμε. Με τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται και στις μέρες μας (‘φοβάμαι ότι κάποια μηχανή μου στήνεις’) , όπως και οι λέξεις αμήχανος και αμηχανία (πρώτη φορά στην Οδύσσεια), που δηλώνουν το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε ελλείψει επινοήσεων και λύσεων.
Και μετά από όλα αυτά είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε την αρχική σημασία της λέξης ‘μάχη’: μάχη είναι ένας τρόπος, ένα μέσο, ένα βοήθημα αλλά μέσον και τρόπος για να πετύχεις τί; Και ποιος είναι αυτός ο τρόπος;
Η μεταγενέστερη και ισχύουσα σημασία της λέξης μάχη μας δίνει τις απαντήσεις: η μάχη είναι η συμπλοκή, η σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών, συνήθως μικρ’ης χρονικής διάρκειας και περιορισμένη σε μικρό χώρο. Κατά συνέπεια, ο τρόπος είναι η συμπλοκή, τα μέσα είναι τα όπλα και ο σκοπός είναι η νίκη, η εξόντωση, η καθυπόταξη ή η εκδίωξη του αντιπάλου. Ποιος ήταν ο αντίπαλος;
Η μάχη εντοπίζεται σημασιολογικά μεταξύ της έριδος και του πολέμου. Έρις είναι ο τσακωμός, το μάλωμα, ο καβγάς, η φιλονεικία, η διένεξη. Πόλεμος είναι η γενικευμένη, εκτεταμένη και μακράς διάρκειας μάχη. Οι όροι αυτοί είναι πλασμένοι από ποιμένες και μαρτυρούν την κλιμάκωση του πολέμου μεταξύ των ποιμενικών γενών, αιτία του οποίου είναι το ποιμενικό αδιέξοδο, η αδυναμία να βρεθεί μια λύση στην στενοχωρία, στην έλλειψη βοσκοτόπων που καταδίκαζε τα ποιμενικά γένη στην ένδεια και την εξαθλίωση, στον λιμό και τον λοιμό. Το αδιέξοδο αυτό αντιμετωπιζόταν στην αρχή με την ατομική και ομαδική κλοπή (αθέατη και άοπλη) και την αρπαγή (ορατή και ένοπλη) των ζώων του γειτονικού ποιμενικού γένους. Η περίοδος αυτή αποτυπώνεται στον όρο έρις.
Από τη στιγμή όμως που η εξάσφάλιση της νίκης ήταν δυνατή μόνο με την σύμπηξη συμμαχιών μεταξύ των γενών (φρατρίες), ήταν αναπόφευκτο η έριδα να μετεξελιχθεί σε μάχη. Τώρα δεν πολεμούσαν τα γένη μεταξύ τους αλλά οι φρατρίες: αυτή είναι η μάχη. Οι γενικευμένες στο χρόνο και στο χώρο μάχες μεταξύ των συνασπισμένων φρατριών (φυλές) έφεραν τον πόλεμο.
Αύριο θα ασχοληθούμε με το ερώτημα εάν η απεργία είναι μάχη και εάν η γενική απεργία διαρκείας είναι πόλεμος.
Σχολιάστε ελεύθερα!