φίλες και φίλοι, ο Θεός, ο Μεγαλοδύναμος, να σας δίνει υγεία και χαρά.
Διότι έχει – εμείς δεν έχουμε και πρέπει να του τα ζητήσουμε (προσευχή) να μας δώσει, και όχι μόνο υγεία και χαρά. Μιας και ο Θεός είναι αυτό που θα ήθελε και θέλει και θα θέλει να είναι ο Κύριος, και σήμερα εν πολλοίς είναι, και ο Κύριος έχει και εμείς δεν έχουμε, πρέπει να του ζητήσουμε (αιτήματα, διεκδικήσεις) να μας δώσει. Στον αντίποδα της φράσης ‘εάν δεν δουλέψουμε εμείς, εσείς θα φάτε τ΄αρχίδια σας’ υπάρχει η φράση που λένε εδώ στα μέρια μου, δεν ξέρω αν τη λένε στα δικά σας, οι εργάτες για τα αφεντικά τους: ‘μου έδωσε κι έφαγα ένα κομμάτι ψωμί’. Αυτή η τελευταία
φράση είναι μία από τις πολλές εκδηλώσεις της δουλοπρέπειας, της εθελοδουλείας, της υποτέλειας των Υποτελών Παραγωγών που απαντάται κυρίως στις μικρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις (κατασκευαστικές, τουριστικές, εστίασης, βιοτεχνικές, κλπ), όπου υπάρχει προσωπική σχέση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και όπου η ρουφιανιά, το γλύψιμο και η κολακεία περισσεύουν. Η δουλοπρέπεια, η εθελοδουλεία, η υποτέλεια επιβάλλονται με πολλούς τρόπους, από την οικογένεια κιόλας κι από το σχολείο. Να ποια είναι η κομβική αντίληψη της δουλοπρέπειας: ο Κύριος έχει, εμείς δεν έχουμε – ο Κύριος είναι πλούσιος και αυτάρκης, εμείς ενδεείς – ο Κύριος είναι αυτοτελής, εμείς εξαρτημένοι – ο Κύριος είναι πρωτεύων, εμείς δευτερεύοντες. Με την επιβολή της δουλοπρέπειας, ο Κύριος καταφέρνει να αντιστρέψει την πραγματικότητα και τα καταφέρνει: ο Κύριος είναι εξαρτημένος από μας και επιδιώκει σθεναρά και διαρκώς να κάνει κι εμάς εξαρτημένους. Ο Κύριος είναι εξαρτημένος, εμείς γινόμαστε.
Σήμερα θα εξετάσουμε έναν από τους τρόπους που μετέρχεται ο Κύριος για να επιβάλλει τη δουλοπρέπεια: πρόκειται για την εκμάθηση της γλώσσας στο σχολείο, για το μάθημα της Γραμματικής. Να ένα ερώτημα, δίκην πνευματικού ορεκτικού: γιατί μαθαίνουμε πρώτα τον ενικό και μετά τον πληθυντικό; Με ποια λογική ο ενικός έχει προτεραιότητα έναντι του πληθυντικού; Όταν μαθαίνουμε να κλίνουμε τα ονόματα και τα ρήματα, μαθαίνουμε μόνο αυτό; Ή μαθαίνουμε και κάτι άλλο; Δεν εμπεδώνουμε την πρόκριση του ενός έναντι των πολλών; Στη θέση του ενός μπορούμε να βάλουμε πολλά πράγματα: ατομικισμός, εγωισμός, Θεός, ανταγωνισμός.
Θα ασχοληθούμε με τις κύριες και εξαρτημένες (δευτερεύουσες) προτάσεις, το πως εμφανίστηκε η καθ’ υπόταξη σύναξη και με την ορολογία του Συντακτικού. Αρχίζω με την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι οι όροι παράταξη, υπόταξη, σύνταξη και τάξη είναι όλοι δάνεια από το στρατιωτικό λεξιλόγιο.
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να παραθέσω λεπτομέρειες, θα το κάνω μια άλλη μέρα. Περιορίζομαι να πω ότι όλες αυτές οι σύνθετες λέξεις, με κοινή τη λέξη ‘τάξις’, παραπέμπουν στη στρατιωτική διάταξη και η καθεμία έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Τους στρατιωτικούς αυτούς όρους τους υιοθέτησαν οι αλεξανδρινοί γραμματικοί του 3ου και 2ου π. Χ. αιώνα, όταν συνέταξαν τα πρώτα εγχειρίδια Γραμματικής. Είναι προφανές ότι είδαν το λόγο ως στρατό εν παρατάξει και τη δομή του ως σύνταξη – ο όρος (σύνταξις) δηλώνει το παρατεταγμένο τμήμα στρατού. Και δεν περιορίστηκαν μόνο σε δάνειους όρους από το στρατιωτικό λεξιλόγιο – δανείστηκαν και όρους από το λεξιλόγιο της Κυριαρχίας. Τι τους ώθησε να καταφύγουν σε αυτόν τον δανεισμό;
Το γεγονός ότι είδαν τον λόγο ως στρατό εν παρατάξει δεν είναι μια αυθαιρεσία. Περιέγραψαν τη δομή του λόγου με όρους στρατιωτικούς και Κυριαρχίας διότι όντως η δομή, η σύνταξη αποκρυσταλλώνει, καταγράφει όψεις της Κυριαρχίας. Υπάρχουν ‘κύριες’, ‘ανεξάρτητες’, ‘αυτοτελείς’ προτάσεις και προτάσεις ‘δευτερεύουσες’, ‘εξαρτημένες’. Δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε: Σε όλες τις γλώσσες υπάρχει αυτή η διάκριση;
Όχι, φίλες και φίλοι, δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες αυτή η διάκριση. Σε ελάχιστες μόνο. Στη κινέζικη, ας πούμε, δεν υπάρχουν κύριες και δευτερεύουσες μόνο. Και διαθέτουμε πολλές ενδείξεις ότι η διάκριση δεν υπήρχε και σε αυτές που υπάρχει σήμερα. Κατά συνέπεια, η διάκριση αυτή είναι μια ιστορική κατασκευή: εμφανίστηκε στο χώρο και στον χρόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Τι υπήρχε αρχικά σε όλες τις γλώσσες, άρα και στην πρώτη ανθρώπινη γλώσσα; Υπήρχαν μόνο ανεξάρτητες, αυτοτελείς προτάσεις – αποφεύγω συνειδητά τον όρο ‘κύριες’. Μπορεί να μας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Βέβαια, η διάκριση αυτή χαρακτηρίζεται ως εξέλιξη, ως πρόοδος από τους γλωσσολόγους και τους φιλόλογους, αναρωτιέμαι όμως εάν είναι.
Κρυώνω. Θα φύγω.
Θα φύγω διότι κρυώνω.
Ποιον από τους δυο αυτούς τρόπους έκφρασης προτιμάτε; Ο πρώτος τρόπος είναι η κατά παράταξη σύνταξη. Οι προτάσεις έχουν νόημα και αυτοτελώς και εάν συνδυαστούν. Κατά κάποιο τρόπο, έχουμε τρείς προτάσεις, τρία νοήματα. α) Κρυώνω β) Θα φύγω γ) Κρυώνω. Θα φύγω. Το β δεν προϋποθέτει το α, ούτε συνεπάγεται το γ. Το α δεν σχετίζεται με το β αλλά μπορεί και να σχετιστεί. Υπάρχει ένας πλούτος, μια ποικιλία, υπάρχει ένα φάσμα εκφραστικών δυνατοτήτων: το δύο είναι τρία. Πρόκειται για μια πλεονική δυναμική κατάσταση.
Ο τρόπος αυτός σύνταξης, ο κατά παράταξη, έχει ανθρωπολογικές διαστάσεις, τις οποίες πρέπει να προσέξουμε. Διατυπώνουμε το εξής ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι η πρωτογλώσσα, η πρώτη ανθρώπινη γλώσσα, και όλες όσες προήλθαν από αυτήν, δομούνταν με αυτόν τον τρόπο. Μας λέει κάτι αυτός ο τρόπος για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, των ομιλητών των πρώτων ανθρώπινων γλωσσών; Διαπιστώσαμε σε ένα προηγούμενο σημείωμα, ότι τα πρωτογενή μορφήματα (μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασία μιας γλώσσας), που ήταν και λέξεις, ήταν αυτόνομα, είχαν μεγάλη κινητικότητα και συνδυάζονταν βάσει κάποιων κανόνων. Μήπως αυτό γινόταν και με τις προτάσεις; Μήπως η αυτονομία, η κινητικότητα και ο συνδυασμός των μορφημάτων και των προτάσεων εκφράζουν την αυτονομία, την κινητικότητα και τη συνεργασία των μελών μιας ομάδας, μήπως δηλαδή καταγράφουν κοινωνικές σχέσεις; Η εθνολογική έρευνα των τροφοσυλλεκτικών ομάδων του 19ου και 20ου αιώνα έδειξε ότι σε αυτές τις ομάδες υπήρχαν τα στοιχεία της αυτονομίας, της κινητικότητας και του συνδυασμού (συνεργασίας).
Θα θέσω ένα άλλο ερώτημα, θα απαντήσω όμως αφού εκθέσουμε κάποιες σκέψεις πάνω στον δεύτερο τρόπο έκφρασης, την καθ’ υπόταξη σύνταξη, κι αφού πρώτα πιω ένα καφεδάκι και καπινίσω ένα τσιγαράκι. Όταν λέω Θα φύγω διότι κρυώνω, το δύο παραμένει δύο: α) θα φύγω β) θα φύγω διότι κρυώνω. Το ‘διότι κρυώνω’ έχει μεν νόημα αλλά δεν μπορεί να νοηθεί αυτοτελώς στο λόγο χωρίς το ‘κρυώνω’. Η πρόταση ‘διότι κρυώνω’ έχει εξαρτηθεί από το ‘θα φύγω’, έχει υποταχτεί – αυτή είναι η καθ’ υπόταξη σύνταξη. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εγκαθιδρύεται μια σχέση, μια σχέση εξάρτησης. Η εξάρτηση είναι συνδυασμός, είναι συνεργασία αλλά πτωχευτικός, αρνητικός συνδυασμός, μειονική συνεργασία. Πως περάσαμε από την κατά παράταξη στην καθ’ υπόταξη σύνταξη;
Πριν διατυπώσουμε κάποια απάντηση, ας θέσω το ερώτημα που έχω κατά νου. Υπάρχουν περιπτώσεις που η καθ’ υπόταξη σύνταξη παραμερίζεται και επικρατεί η κατά παράταξη; Πότε συμβαίνει αυτό, κάτω από ποιες συνθήκες;
Το φαινόμενο αυτό το εντοπίζουμε στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Στα οποία δεν υπάρχουν και πολλά επίθετα. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα επίθετα και στην καθ’ υπόταξη σύνταξη, αλλά αυτό το ζήτημα θα το αφήσουμε για ένα άλλο πρωινό. Την καθ’ υπόταξη σύνταξη την παραμερίζουμε όταν είμαστε ταραγμένοι, συγχυσμένοι, αναστατωμένοι, όταν διατελούμε υπό το βάρος έντονων συναισθημάτων. Ένα παράδειγμα: είμαι λυπημένος. απολύθηκα. θα πεινάσουν τα παιδιά μου. Οι προτάσεις αυτές έχουν μια αυτοτέλεια, μια αυτονομία, εκφέρονται χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους – πρόκειται για το ασύνδετο, ένα σχήμα λόγου. Το ότι δεν συνδέονται δεν σημαίνει ότι δεν συσχετίζονται. Και επειδή συσχετίζονται μπορώ να πω: είμαι λυπημένος διότι απολύθηκα με αποτέλεσμα τα παιδια μου να πεινάσουν. Οι δυο τελευταίες προτάσεις έχασαν την αυτονομία τους και έγιναν υποτελείς, εξαρτημένες. Στην πρώτη περίπτωση ο εκφραστικός τρόπος είναι ισχυρός, δηλαδή, υπάρχει μια ζωηρότητα συναισθημάτων, μια ταραχή, μια σύγχυση. Αυτό συμβαίνει στα δημοτικά τραγούδια: ισχυρή έκφραση, ταραχή, αναστάτωση. Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν και στα επαναστατικά κείμενα, ενώ η λογοτεχνία παρέχει αναρίθμητες μαρτυρίες ασύνδετου σχήματος. Ας δούμε πως με το ασύνδετο εκφράζεται η ταραχή της Φαίδρας στον ‘Ιππόλυτο’ του Ευριπίδη (στ. 354): Γυναίκες, ουκ ανασχέτ’ / ουκ ανέξομαι ζωσ’/ εχθρον ήμαρ, εχθρόν εισορώ φάος/ ρίψω, μεθήσω σώμ’ / απαλλαχθήσομαι βίου θανούσα / χαίρετ’ / ουκέτ’ είμ’ εγώ : γυναίκες, η κατάσταση είναι ανυπόφορη / δεν ανέχομαι να ζω / η μέρα, το φως δεν μου δίνουν χαρά / θα αυτοκτονήσω/ θα πεθάνω, δε θέλω να ζω / γεια σας / δεν υπάρχω πια.
Στο σημείο αυτό ας δώσουμε μεγάλη προσοχή σε ένα πολύ λεπτό σημείο. Πρόκειται για τον φασιστικό/ναζιστικό λόγο. Εάν με το ασύνδετο εκφράζουμε την ταραχή μας, με το ασύνδετο μπορούμε και να προκαλέσουμε ταραχή, σύγχυση, έντονα και ζωηρά και αντιφατικά συναισθήματα. Παραθέτω κάτι που έγραψε, το 1931, ο Γκέμπελς στο βιβλίο του Kampf um Berlin (γιατί δεν έχει μεταφραστεί αυτό το βιβλίο στα ελληνικά;): ‘Ο ιδανικός αγωνιστής είναι ο πολιτικός μαχητής του Φαιού Στρατού ως κινήματος, ο οποίος υπακούει σε ένα νόμο που δεν τον γνωρίζει αλλά μπορεί να τον αποστηθίζει στον ύπνο του. Με αυτό τον τρόπο μπορέσαμε και θέσαμε σε κίνηση τέτοιες φανατικές υπάρξεις’ (υπ. δικές μου). Και κάπου αλλού: ‘Η προπαγάνδα πρέπει να γίνεται άμεσα με λέξεις και εικόνες, όχι με γραφτά’. Τα σημερινά ΜΜΕ είναι η ενσάρκωση του Γκέμπελς, το γνωρίζουμε.
Κλείνω την παράνθεση και αναρωτιέμαι: είμαστε βέβαιοι ότι κάποτε υπήρχαν μόνο αυτόνομες προτάσεις και κάποτε κάποιες από αυτές έχασαν τη αυτονομία τους με αποτέλεσμα να εμφανιστεί η καθ’ υπόταξη σύνταξη; Είμαστε βέβαιοι. Όσον αφορά την αρχαία ελληνική γλώσσα, οι μαρτυρίες που μας παρέχει η Ιλιάδα είναι εντυπωσιακές. Εάν διαβάσουμε Ιλιάδα και κάποιον αττικό ρήτορα του 4ου π. Χ. αιώνα θα παρατηρήσουμε ότι στη μεν Ιλιάδα το άρθρο και η καθ’ υπόταξη είναι περιθωριακά, εμφανίζονται εν τη γενέσει, τα βλέπουμε να δημιουργούνται, στον δε Λυσία, για παράδειγμα, το άρθρο και οι εξαρτημένες, υποτελείς προτάσεις είναι πανταχού παρόντα. Θα μου πείτε δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ποίηση με πεζό λόγο. Ναι, αλλά στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε κι αν συγκρίνουμε την Ιλιάδα με μια τραγωδία του Ευριπίδη.
Η διαδικασία της απώλειας της αυτονομίας κάποιων προτάσεων θα πρέπει να εκτυλίχθηκε σε κάποια φάση ενίσχυσης της Κυριαρχίας, της εγκαθίδρυσης σχέσεων διαταγής/εκτέλεσης, κυριαρχίας/υποταγής. Θεωρώ ότι το περιθωριακό φαινόμενο της καθ’ υπόταξης σύνδεσης ενισχύθηκε και καθιερώθηκε κατά την εποχή της εμφάνισης του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, κατά την αρχαϊκή εποχή (700-500 π. Χ.). Δεν έχουμε μελετήσει τις αλλαγές που υπέστη η αρχαία ελληνική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα (μορφολογικό, σημασιολογικό, φωνητικό, συντακτικό) σε αυτή την περίοδο. Η πιο σημαντική αλλαγή έγινε στο επίπεδο της σημασιολογίας. Γνωρίζουμε ότι όλες οι ελληνικές λέξεις είναι ποιμενικής/πολεμικής προέλευσης, μετεξελίχθηκαν όμως σημασιολογικά όταν οι ήρωες έπαψαν να είναι ποιμένες και έγιναν δουλοκτήτες γαιοκτήμονες, κατά την αρχαϊκή εποχή. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι όροι της οικονομίας, της πολιτικής, της θρησκείας, της ρητορικής, της φιλοσοφίας είναι όροι ποιμενικής/πολεμικής προέλευσης. Την ίδια εποχή εξαλείφεται ο δυικός αριθμός, εμφανίζεται το άρθρο, γενικεύεται η καθ΄υπόταξη σύνταξη. Είναι η εποχή που εμφανίζονται, λόγω της μετάβασης στην δουλοκτησία, πολλοί άλλοι θεσμοί (αθλητισμός, πόλις, δημοκρατία, λυρική ποίηση, τραγωδία, γλυπτική, χρήμα, εμπόρευμα, και άλλοι).
Αυτά για σήμερα. Πάω στον κήπο να συνεχίσω την κατασκευή του κοτετσιού. Μέχρι τον Απρίλιο θα το έχω τελειώσει. Θα αρχίσω με είκοσι κότες κι ένα γουρούνι. Αργότερα και κουνέλια. Σε έξι μήνες το γουρούνι θα έχει γίνει 40-50 κιλά, τότε θα το σφάξουμε.
Σκέφτομαι, αν είναι αρσενικό να το βαφτίσω Μιχάλη (Χρυσοχοΐδη) ή Ανδρέα (Λοβέρδο). Εάν είναι θηλυκό, οπωσδήποτε Άννα (Διαμαντοπούλου). Χωρίς καμιά επιφύλαξη.
Σχολιάστε ελεύθερα!