φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ιανουάριος, 1984. Μαζεύω πορτοκάλια στη Μαγούλα της Σπάρτης με άλλους τέσσερις, ένα ζευγάρι από την Ισπανία κι ένα από την Ιταλία. ‘Ηλιος με δόντια. Τα φύλλα της πορτοκαλιάς γεμάτα δροσιά. Κάθε που έκοβες ένα πορτοκάλι, το νερό έμπαινε μέσα στο μανίκι και έπαιρνε την κατηφόρα. Παπούτσια τρύπια, κάλτσες τρύπες, μούσκεμα. Κατά το μεσημεράκι, πάνω και πίσω από ένα ψηλό τοίχο γειτονικού κτήματος ξεπροβάλλει ένας τριαντάρης, φρικιό της περιοχής, και μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Μου δίνει πέντε μεγάλες φέτες ψωμί, ψημένες στα κάρβουνα, με λάδι, αλάτι και ρίγανη. Με ρωτάει ένα θέλουμε να πάμε να τον βρούμε μόλις τελειώσουμε τη δουλειά. Πήγαμε. Ήταν ένα λιοτρίβι από τα παλιά. Με το γάιδαρο να κάνει κύκλους και να πολτοποιεί τις ελιές, τον Σάκη κι άλλον έναν να παίρνουν τον πολτό και να τον τοποθετούν ανάμεσα σε ψάθες. Οι ψάθες αυτές πιέζονταν από ένα μηχανισμό και το λάδι έρρεε μέσα σε ένα μεγάλο δοχείο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου ούτε τον Σάκη, ούτε τη ψημένη φέτα με το φρέσκο λάδι και την αλατορίγανη. Πλακωθήκαμε στο ψημένο ψωμί και την αλατορίγανη. ΄Ηρθαν άλλοι δύο, έφεραν κρασί, ήπιαμε τα γάρα μας, δυο δούλευαν, κάνοντας μεγάλα διαλείμματα μέχρι να πιεστεί ο πολτός της ελιάς, οι άλλοι τους έκαναν παρέα, βοηθήσαμε όλοι να βγάλουμε τις ψάθες και να τις καθαρίσουμε, κι όλοι και όλες μαζί γλεντούσταμε, συζητούσαμε, γελούσαμε.
Κάθε χρόνο πάω σε ένα καζάνι κοντά στο χωριό μου για να βγάλω το τσίπουρο. Πέρυσι, έφτασα σε ώρα γλεντιού. Ψήνανε και τρώγανε. Κόσμος πάει κι έρχεται. Τρώει, πίνει, φεύγει. Κάποια στιγμή, σκάνε μύτη τρείς γύφτοι με νταούλια και ζουρνάδες. Τα τσίπουρα βράζουν. Κάπου-κάπου σηκώνεσαι να δεις εάν η φωτιά θέλει ξύλα. Βάζεις ένα, θα σηκωθείς μετά από μισή ώρα. Παίζουν τα δικά τους, τους ζητάμε να παίξουν ένα ζωναράδικο:
Σ’ αυτό τ΄αλώνι, Ελένη μου
σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ
σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ
τρανός χουρός που γένητι
τρανός χουρός που γένητι
σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ. . .
Πεντέξι άνδρες και γυναίκες σηκώνονται και χορεύουν. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ένα έχετε χορέψει ή έχετε δει να χορεύουν ζωναράδικο. Άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, τα παιδιά στο τέλος, πιασμένοι από τα ζωνάρια (τώρα αγκαλιάζονται), χορεύουν προχωρώντας και υποχωρώντας με δύναμη, ορμή, συντονισμό, χάρη. Εντυπωσιακός χορός, σου κόβεται η ανάσα. Τη τέχνη του εβρίτικου ζωναράδικου θα την απολαύσετε σε γάμους, αυτός είναι ο λόγος που δεν χάνω γάμο όταν μας καλέσουν. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο χορός είναι συνδεδεμένος (και) με την διεξαγωγή του πολέμου, ο ζωναράδικος καταγράφει πτυχές του τρόπου διεξαγωγής του λαϊκού αγροτικού πολέμου, από τον οποίο προέρχεται ο αγροτικός ανταρτοπόλεμος, ο οποίος θεωρητικά έχει επεξεργαστεί και εμφανίζεται ως θεωρία του αντάρτη. Η εγγενής αδυναμία των αγροτών έναντι του ισχυρού στρατιωτικά Κυρίου αποτρέπει μια μετωπική αντιπαράθεση, αποτρέπει μια συνεχή επίθεση και ο πόλεμος διεξάγεται με σύντομες αιφνίδιες επιθέσεις και υποχωρήσεις, εξαφανίσεις. Τα στρατεύματα του Ναπολέοντα έπαθαν μεγάλη νίλα από τους ισπανούς αντάρτες αγρότες το 1804-6, αν δεν κάνω λάθος. Η υποχώρηση, η φυγή δεν είναι ήττα, είναι προστασία και, κυρίως, προετοιμασία για την επόμενη επίθεση. Κατανοείτε λοιπόν ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ του ζωναράδικου και του κοινωνικού αντάρτικου, της Πανταχού Απουσίας που υποστηρίζω. Η Πανταχού Απουσία είναι και Γλέντι, ας μην το ξεχνάμε.
Δεν γνωρίζω επίσης εάν έχετε πάει σε λιοτρίβια και καζάνια για να επιβεβαιώσετε αυτά που γράφω. Εάν δεν έχετε πάει, συνεχίζω με την βεβαιότητα ότι είστε βέβαιοι ότι δεν γράφω μπούρδες. Εάν είναι έτσι, τότε θα αναρωτηθώ. Αυτό που γίνεται στα λιοτρίβια και στα καζάνια, τι είναι;
Θα μου πείτε ότι είναι προκαπιταλιστικά κατάλοιπα. Πολύ ωραία. Κι εγώ θα διατυπώσω ένα άλλο ερώτημα. Κάπως έτσι θα εργαζόμαστε σε μια κομμουνιστική κοινωνία, κάπως έτσι θα είναι οι χώροι της παραγωγής και της εργασίας;
Μπορούμε να εργαζόμαστε και να τρώμε, να συζητάμε, να χορεύουμε, να τραγουδάμε, να κοιμόμαστε, να γαμάμε, να διαβάζουμε, να μαθαίνουμε, να πειραματιζόμαστε, να διδάσκουμε; Θα μπορούμε να πηγαίνουμε όποτε θέλουμε σε ένα χώρο παραγωγής και εργασίας, να μένουμε όσο θέλουμε, να επιδιδόμαστε σε μια ποικιλία δραστηριοτήτων και να φέυγουμε όποτε θέλουμε;
Υπάρχουν σήμερα χώροι όπου μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά; Γιατί υπάρχουν; Γιατί δεν είναι όλοι οι χώροι οργανωμένοι με αυτόν τον τρόπο; Απαιτείται ένας μη εξαναγκαστικός συντονισμός, μια στοιχειώδης οργάνωση, πάνω στην οποία θα στηριχτεί η ελεύθερη πρόσβαση; Μπορούμε να μιλάμε για κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής;
Όλα αυτά τα ερωτήματα, φίλες και φίλοι, θα μας απασχολήσουν πάρα πολύ στα χρόνια που έρχονται. Θα κάνω ένα διάλειμμα για καφέ και τσιγάρο και θα επανέλθω, θυμίζοντας ότι τρία τσιγάρα την ημέρα είναι άκρως απαραίτητα, για το κορμί και τον εγκέφαλο. Πολύ χρήσιμο βότανο ο καπνός!
Στις καπιταλιστικές κοινωνίες υπάρχουν αρκετοί χώροι, όπου μπορείς να μπεις, να μείνεις και να φύγεις όποτε θέλεις. Να σας θυμίσω τις κοινοτικές βιβλιοθήκες και τη λαϊκή, το παζάρι, όπως τη λέμε εμείς εδώ πέρα. Η λαϊκή (αγορά) μας πάει πίσω στις πρώτες μέρες της αγοράς, του χρήματος και του εμπορεύματος. Είναι ένας θεσμός της απλής εμπορευματικής παραγωγής του 8ου αιώνα π.Χ. στην αρχαϊκή Ελλάδα. Είναι βέβαιο ότι η κατάργηση του εμπορεύματος θα εξαφανίσει τη λαϊκή, αλλά μέχρι τότε μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτήν, διότι πρόκειται για μια κομμουνιστικότητα, ένα θεσμό της διαδικασίας του κομμουνισμού, ως θεμελιώδους διαδικασίας όργάνωσης και ύπαρξης μιας (οποιασδήποτε) κοινωνίας που συνυφαίνεται με την απλή εμπορευματική παραγωγή. Εάν μπορώ να πάω όποτε θέλω στη λαϊκή, να μείνω όσο θέλω και να φύγω όποτε θέλω, οφείλεται στο γεγονός ότι η λαϊκή προϋποθέτει έναν συντονισμό, μια οργάνωση τόσο του χώρου όσο και των εμπορευματοπαραγωγών πωλητών. Ο χώρος είναι κοινόχρηστος, κι αν δεν είναι κοινόχρηστος, οι παραγωγοί δεν θα μπορέσουν να πουλήσουν τίποτα! Η κοινοχρησία του χώρου είναι προϋπόθεση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Αλλά και χωρίς τους παραγωγούς, η κοινοχρησία του χώρου είναι μια αφηρημένη έννοια.
Τον ίδιο θεμελιώδη συντονισμό, την ίδια στοιχειώδη οργάνωση εντοπίζουμε και στις κοινόχρηστες βιβλιοθήκες. Εδώ, συντονιστής και οργανωτής είναι ο Δήμος ή το Κράτος. Χωρίς την κοινοχρησία, δεν θα διαβάζει κανείς τα βιβλία, χωρίς τα κοινόχρηστα βιβλία, η κοινοχρησία δεν υφίσταται. Όμως, η δημοτική βιβλιοθήκη έχει ένα ακόμα χαρακτηριστικό: τα βιβλία δεν είναι απλά κοινόχρηστα, είναι και κοινόκτητα. Εδώ, υπάρχει και κοινοκτησία. Τα εμπορεύματα της λαϊκής δεν είναι κοινόκτητα, είναι ιδιόκτητα, τα οποία όμως είναι άχρηστα, δηλαδή, δεν είναι ιδιόχρηστα. Το ίδιο συμβαίνει και το βιβλιοπωλείο. Εάν βρέχει και θέλεις να προφυλαχτείς, μπορείς να πας σε ένα βιβλιοπωλείο, να χαζέψεις και μετά από μια ώρα να φύγεις. Ο χώρος είναι κοινόχρηστος αλλά τα βιβλία ιδιόκτητα, χωρίς να είναι ιδιόχρηστα. Συντονιστής και οργανωτής αυτού του χώρου κι αυτής της πρακτικής είναι ο ιδιοκτήτης βιβλιοπώλης.
Μέσα στην κοινοτική βιβλιοθήκη, υπάρχει ένας μόνιμος υπάλληλος του Δήμου. Ποια είναι η εργασία του, η δουλείά του; Να καταγράφει ποιος παίρνει, πότε και ποια βιβλία και πότε οφείλει να τα επιστρέψει. Δεν θα ρωτήσω εάν μπορούμε να φανταστούμε μια κοινοτική βιβλιοθήκη μεγάλης πόλης χωρίς αυτόν τον υπάλληλο και νομίζω πως αντιλαμβάνεστε την διστακτικότητά μου. Αλλά μπορούμε να το φανταστούμε για τη βιβλιοθήκη μιας μικρής κοινότητας (οικοκοινότητα, οικισμός, χωριό). Μπορούμε όμως να φανταστούε κάτι άλλο. Μια εναλλαγή προσώπων στην οργάνωση της κοινοτικής βιβλιοθήκης: Ένα μήνα εγώ, ένα μήνα εσύ και μετά από πέντε, δέκα χρόνια πάλι ένα μήνα εγώ, κοκ.
Θεωρώ ότι δεν νοείται κοινωνικός χώρος παραγωγής, εργασίας, έρευνας ή ό,τιδήποτε άλλο χωρίς ένας στοιχειώδη συντονισμό, χωρίς μια θεμελιώδη οργάνωση. Από αυτή τη βεβαιότητα παράγεται μια αρχή: η εναλλαγή, η κατάργηση της μονιμότητας, η κατάργηση του επαγγέλματος, η κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας: μονιμότητα και κομμουνισμός είναι παντελώς ασύμβατα.
Εάν στρέψουμε το βλέμμα μας στα λιοτρίβια και στα καζάνια θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο στοιχειώδης συντονισμός υπάρχει. Υπάρχει και στα δημόσια ουρητήρια. Κάποιος, κάποια τα καθαρίζει! Εάν βρεθείτε σε μεγάλη πόλη, που θα πάτε να κατουρήσετε; θα πάτε στις τουαλέτες κάποιου φασφουντάδικου, έτσι δεν είναι; Η χρήση των τουαλετών αυτών τις έχει καταστήσει κοινόχρηστους αλλά ιδιόκτητους χώρους. Κάποια καθαρίστρια όμως τις καθαρίζει. Θα μου πείτε, γιατί να μην τις καθαρίζει αυτός που κατουράει. Δεν είναι όμως μόνο το καθάρισμα. Πρέπει να φροντίσει για το χαρτί, για το σαπούνι, για την απομάκρυνση των κωλόχαρτων, για τα υδραυλικά, τα ηλεκτρικά, κλπ. Στα κοινόχρηστα αλλά ιδιόκτητα λιοτρίβια και καζάνια συντονιστής και οργανωτής ε’ίναι ο ιδιοκτήτης ενώ η εργασία είναι ένας συνδυασμός της συνεργασίας κάποιου ή κάποιων μισθωτών και των χρηστών. Δεν μπορείς να μην συν-εργαστείς με τον μισθωτό ή τον αυτοαπασχολούμενο καζανά!
Εφόσον σε μια κομμουνιστική κοινωνία και λάδι θα τρώμε και τσίπουρο και ρακή πίνουμε, αναρωτιόμαστε εάν θα μπορούσαμε να φανταστούμε λιοτρίβια και καζάνια χωρίς ιδιοκτήτες ή χωρίς συντονιστές. Κοινόκτητα, κοινόχρηστα καζάνια και λιοτρίβια μπορούμε να φανταστούμε αλλά χωρίς οργανωτές και συντονιστές δεν θα μπορούσαμε. Το θέμα είναι εάν θα είναι μόνιμοι ή εναλλασσόμενοι. Εάν δεν είναι μόνιμοι, τότε θα έχουμε μπροστά μας μια περίπτωση συρρίκνωσης του κομμουνισμού.
Στα άλλα ερωτήματα θα απαντήσω μεθαύριο, κάνοντας μια κριτική σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στο www.blaumachen.gr, μεταφρασμένο από το blaumachen και το Πρακτορείο RIOTERS. Πρόκειται για την Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση, του Bruno Astarian.
Το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στη μνήμη του Σάκη. Σκοτώθηκε λίγους μήνες μετά την προσφορά του ψωμιού και την πρόσκληση στο λιοτρίβι οδηγώντας ένα δίτροχο βλήμα.
Καλή σας μέρα.
Σχολιάστε ελεύθερα!