φίλες και φίλοι, γεια σας και χαρά σας
Η ευρωζώνη θα διαλυθεί ή θα την διαλύσουν; Μπορούμε να διατυπώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα; Εάν δούμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του Κυρίου, ο οποίος θέλει η πραγματικότητα να είναι η υλοποίηση του σχεδίου του, η εκπλήρωση των επιθυμιών του, τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ισχύς Του θα αυξηθεί εάν πάρει την πρωτοβουλία να την διαλύσει, μερικά (το πιθανότερο) ή ολοκληρωτικά. Η απάντηση αυτά εγείρει πολλά ερωτήματα. Μήπως η ευρωζώνη και το εβρό συμπήχθηκε για να διαλυθεί, αφού κάνει τη δουλειά της; Η διάλυση θα είναι μια στιγμιαία, μια αιφνίδια κίνηση ή θα είναι μια σταδιακή, βαθμιαία και ελεγχόμενη διαδικασία; Γιατί ο Κύριος οφείλει να αποτρέψει, να προλάβει το ενδεχόμενο της ανεξέλεγκτης αποσύνθεσης και διάλυσης; Μήπως η απόφαση για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εντάσσεται οργανικά στο πλαίσιο της διαδικασίας ελεγχόμενης διάλυσης της ευρωζώνης;
Θα αφήσουμε όλα αυτά τα ερωτήματα αναπάντητα και θα στρέψουμε τη προσοχή μας στο ζήτημα πως ο Κύριος αντιλαμβάνεται το στιγμιαίο και το διαρκές, το αιφνίδιο και το σταδιακό, το επαναλαμβανόμενο και το μη επαναλαμβανόμενο. Θεωρώ ότι η εξέταση και η κατανόηση αυτού του ζητήματος είναι παρά πολύ σημαντική όχι μόνο διότι μας επιτρέπει να αποκωδικοποιήσουμε τους τακτικούς και στρατηγικούς σχεδιασμούς του Κυρίου. Η διάρκεια, το αιφνίδιο, η σταδιακότητα και η επανάληψη, η σκοπιμότητα και η προοπτική απαντώνται στη φύση και στη κοινωνία, κατά συνέπεια είναι πολύ σημαντικές πτυχές και της κοινωνικής επανάστασης, της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου. Σήμερα, θα εξετάσουμε τις μαρτυρίες που μας παρέχει η (αρχαιο)ελληνική γλώσσα (κατά συνέπεια και όλες οι ινδοευρωπαϊκές, αρχαίες και σύγχρονες).
Ας δούμε πρώτα τη σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις προστακτικές δίνε και δώσε. Τι παρατηρείτε; Το ‘δίνε’ είναι ενεστώτας (δίνω), το ‘δώσε’ είναι αόριστος (έδωσα). Όταν λέμε ‘δίνε’, εννοούμε ‘μη σταματάς να δίνεις, να δίνεις διαρκώς, κατ΄επανάληψη’. Όταν λέμε ‘δώσε’ εννούμε ‘δώσε μια φορά, δώσε ένα πράγμα και μην το επαναλάβεις’. Μεταχειριζόμαστε και τις δυο προστακτικές στο παρόν. Γιατί;
Οι χρόνοι των ρημάτων που μαθαίνουμε στο σχολείο δευτερευόντως έχουν σχέση με τον χρόνο, με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το κύριο χαρακτηριστικό του μέλλοντος θα τρέχω και του μέλλοντος θα τρέξω δεν είναι ο χρόνος αλλά η διάρκεια. Ο πρώτος μέλλων είναι μέλλων διαρκείας, ο δεύτερος στιγμιαίος. Αυτό το χαρακτηριστικό εντοπίζεται στον αόριστο που χρησιμοποιείται αντί του ενεστώτα: όταν λέμε ‘έφυγα’ εννοούμε ‘φεύγω’, έτσι δεν είναι; Ο ενεστώτας δηλώνει περισσότερο την διάρκεια παρά τον χρόνο, ενώ ο αόριοστος το στιγμιαίο – ο μέλλοντας είναι ένας χρόνος που παράγεται ή από τον ενεστώτα (θα δίνω) ή από τον αόριστο (θα δώσω)! Κι αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει μέλλων διαρκείας και μέλλων στιγμιαίος. Όπως υπάρχει και ενεστώτας στιγμιαίος και ενεστώτας διαρκείας κι εννοώ την αγγλική γλώσσα: I write, I am writing.
Η έμφαση στη διάρκεια και όχι στον χρόνο είναι ένα χαρακτηριστικό της νεοελληνικής που κληρονομήθηκε από την αρχαία ελληνική. Μπορεί τον Ενεστώτα, τον Παρατατικό, κλπ., να τους λέμε χρόνους αλλά αυτοί οι χρόνοι δεν εκφράζουν τον χρόνο αλλά, το ποιόν ενεργείας. Μιας όμως και μιλάμε για ποιόν θα πρέπει το μυαλό μας να πάει στην ποιότητα, στην αξιολόγηση. Κατά συνέπεια, οι χρόνοι δεν περιγράφουν αντικειμενικά τον χρόνο, όπως νομίζουμε, αλλά αντιλαμβάνονται τη ρηματική ενέργεια υποκειμενικά! Μιας όμως και οι χρόνοι δεν αντιλαμβάνονται αλλά οι άνθρωποι, οι χρόνοι καταγράφουν το πως οι ομιλητές αντιλαμβάνονται τη ρηματική ενέργεια κι αυτούς που αποκαλούμε χρόνους.
Θα μου επιτρέψετε να επεισέλθω σε κάποιες πολύ σημαντικές πτυχές του ζητήματος χωρίς να σας κουράσω (προς το παρόν) με λεπτομέρειες. Η έννοια του ποιού ενεργείας είναι πάρα πολύ σημαντική σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες διότι εκφράζει τις μορφές με τις οποίες προσλαμβάνεται από τον ομιλητή η ρηματική ενέργεια.
Είναι μια ενέργεια που αναπτύσσεται, βρίσκεται εν εξελίξει, διακρίνεται δηλαδή για την διάρκειά της;
Είναι μια ενέργεια που συγκεντρώνεται, εστιάζεται σε ένα σημείο, σε μια στιγμή;
Είναι μια ενέργεια που τείνει προς την εκπλήρωση κάποιου σκοπού, είναι δηλαδή αυστηρά και με ακρίβεια προσδιορισμένη;
Ή μήπως είναι άνευ αντικειμένου και σκοπού, απροσδιόριστος;
Εκφράζει ή δεν εκφράζει προοπτική;
Γιατί οι ομιλητές να ενδιαφέρονται γι’ αυτές τις ιδιότητες της πράξης, της ρηματικής ενέργειας;
Θα συνεχίσω αύριο το πρωί, πάω στη δουλείά.
[Πέμπτη, 3 Νοεμβρίου 2011]
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Έχουμε σχηματίσει μια παράσταση του χρόνου τελείως τοπική, η οποία μας καταδυναστεύει και δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τι εκφράζουν πραγματικά οι ρηματικές μορφές που αποκαλούμε ‘χρόνοι’: πίσω (παρελθόν), εδώ (παρόν), μπροστά (μέλλων). Όλοι οι ειδικοί, μηδενός εξαιρουμένου, της σύνταξης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δέχονται ότι οι χρόνοι εκφράζουν πρώτιστα όχι το χρόνο αλλά το ποιόν της ρηματικής ενέργειας. Όχι κυρίως το πότε έγινε, αλλά το πως έγινε. Και είδαμε ότι αυτό που καταγράφουν οι χρόνοι είναι εάν η ρηματική ενέργεια έχει διάρκεια ή όχι, εάν είναι προσδιορισμένη (εκφράζει σκοπό) ή όχι, εάν καταγράφει προοπτική. Ο ενεστώτας δηλώνει πράξη που βρίσκεται σε εξέλιξη στο παρόν, ενώ ο παρατατικός στο παρελθόν. Ο ιστορικός ενεστώτας εμφανίζει μια πράξη που έγινε στο παρελθόν σαν να εξελίσσεται μποστά στα μάτια μας τώρα. Ο αόριστος δεν δηλώνει διάρκεια αλλά τείνει να περιοριστεί σε ένα σημείο του χρόνου (έφαγα). Ο μέλλων εκφράζει όχι αυτό που μπορεί να γίνει αλλά αυτό που οφείλει να γίνει – είναι σαφές ότι το υποκειμενικό στοιχείο είναι καθοριστικό και το επιβεβαιώνει η καταγωγή του από την βουλητική υποτακτική του αορίστου.
Όλα αυτά που εκθέτουμε επιβεβαιώνονται από τις εγκλίσεις. Ενώ η οριστική βεβαιώνει μια αντικειμενική κατάσταση, όρίζει κατά κάποιο τρόπο ποια είναι η πραγματικότητα με τόσους τροπους όσοι είναι και οι χρόνοι (π.χ., τη διάρκεια στο παρόν, το ακαριαίο, το μη πραγματικό, το δυνατό και την επανάληψη στο παρελθόν), η υποτακτική και η ευκτική έχουν χαρακτηριστεί από τους αρχαίους γραμματικούς ως διαθέσεις ψυχής. Η υποτακτική εκφράζει την προτροπή, την απαγόρευση, την απορία και το προσδοκώμενο, ενώ η ευκτική, διατυπώνει ευχές και εκφράζει τη δυνατότητα στο παρελθόν και στο μέλλον. Η προστακτική, η οποία έχει πολλά κοινά με τη βουλητική υποτακτική, εκφράζει προσταγή, διαταγή, η οποία χαρακτηρίζεται ως θετική εκδήλωση της θέλησης, της βούλησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ μπορούμε να διατάξουμε τρέξε, δεν μπορούμε να πούμε ‘μή τρέξε’! Κι αυτό διότι εάν θέλουμε να απαγορεύσουμε, να υποτάξουμε κάτα κάποιον τρόπο, θα πούμε μη τρέξεις, θα μεταχειρστούμε βουλητική (αποτρεπτική, απαγορευτική) υποτακτική!
Η διάρκεια, το στιγμιαίο και η επανάληψη δεν εντοπίζεται μόνο στα ρήματα αλλά και στα ονόματα τα οποία δηλώνουν αυτόν που ενεργεί. Η διαφορά ανάμεσα στις λέξεις δώτωρ και δοτήρ, σώτωρ και σωτήρ, ρήτωρ και ρητήρ είναι η εξής: τα ονόματα σε -τωρ δηλώνουν αυτόν που ενήργησε μια φορά, ενώ τα σε -τηρ δηλώνουν αυτόν που επαναλαμβάνει να κάνει αυτό που εκφράζει η ρίζα. Δώτωρ είναι αυτός που έδωσε μια φορά και δεν ξανάδωσε, δοτήρ όμως είναι αυτός που δίνει κατ΄επανάληψη.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε όλα όσα εκθέσαμε με την παράθεση δυο πολύ γνωστών παραδειγμάτων – των δυο εκδοχών της προσευχής της Κυριακής, του πολύ γνωστού ΄πάτερ ημών’. Ενώ ο Λουκάς γράφει ‘τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου ημιν το καθ΄ημέραν’, ο Ματθαίος γράφει ‘τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον’. Το δίδου είναι προστακτική ενεστώτα και εκφράζει την επανάληψη στον χρόνο – η διατύπωση είναι απροσδιόριστη και διαρκής. Αντίθετα, το δος, προστακτική αορίστου, εκφράζει κάτι το προσδιορισμένο και το μοναδικό. Ο ένας προσεύχεται και λέει δίνε μας κάθε μέρα το ψωμάκι μας, ενώ ο άλλος λέει, δώσε μας τώρα, είναι επιτακτική ανάγκη να φάμε τώρα – είναι σαφές ότι ο Ματθαίος πεινάει πιο πολύ από τον Λουκά.
Το γεγονός ότι οι χρόνοι και οι εγκλίσεις εκφράζουν κυρίως το πως και όχι το πότε της ρηματικής ενέργειας είναι κάτι το οποίο οφείλουμε να μελετήσουμε με μεγάλη προσοχή. Γιατί οι ομιλητές να ενδιαφέρονται περισσότερο για το πως και όχι για το πότε; Εάν έχετε σχηματίσει την εντύπωση ότι όλες οι γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, εμφανίζουν αυτό το ενδιαφέρον σας διαβεβαιώνω ότι κάνετε λάθος.Το ενδιαφέρον αυτό είναι, κυρίως, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Οι ομιλητές των γλωσσών αυτών ενδιαφέρονταν για το πως και δευτερευόντως για το πότε. Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι ομιλητές; Ήταν ποιμένες, ζούσαν από την εκτροφή των ζώων στις στέππες, ζούσαν διαρκώς με το φάσμα της ένδειας και της εξαθλίωσης, χωρίς πολιτισμικά επιτεύγματα λόγω της νομαδικής ζωής τους, άξεστοι, πολεμαρείς και αιμοδιψείς.
Δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: υπάρχει κάποια γενετική σχέση ανάμεσα στους χρόνους που εκφράζουν το ποιον της ενέργειας και τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής;
Με το ερώτημα αυτό θα ασχοληθούμε διεξοδικά στο μέλλον. Προκαταβολικά μπορούμε να διαπιστώσουμε την συνάφεια του πως της ρηματικής ενέργειας με την διαδικασία και μάλιστα με τον έλεγχο της διαδικασίας (διάρκεια, επανάληψη, προοπτική, προσδοκώμενο, σκοπιμότητα, δυνατότητα). Αλλά η διαδικασία έχει ένα σημείο κατάληξης, συμπυκνώνεται ή εκφράζεται με ένα γεγονός, με ένα συμβάν, με την έκπληξη, με το μη αναμενόμενο (στιγμή, αιφνίδιο, μη επαναλαμβανόμενο, μη αναμενόμενο, έκπληξη). Το ενδιαφέρον για τον έλεγχο της διαδικασίας και του γεγονότος, της διάρκειας και της στιγμής, καταγράφει έναν τρόπο σκέψης. Το γεγονός ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν απαλλαγεί από το ενδιαφέρον για το πως της ρηματικής ενέργειας, δείχνει ότι επιβιώνει αυτό το ενδιαφέρον για τον έλεγχο της διαδικασίας και του συμβάντος, δείχνει ότι επιβιώνει ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος, όπως έχουμε δείξει, είναι ο θεμέλιος λίθος και η πηγή όλων των τρόπων παραγωγής του δυτικού πολιτισμού (δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός). Μια ακραιφνής ααναβίωση του ποιμενισμού ήταν και ο ναζισμός/φασισμός.
Γνωρίζουμε ότι σταθερή επιδίωξη και επιθυμία του Κυρίου είναι η αποτροπή, ο εξοβελισμός της έκπληξης, του μη αναμενόμενου από την μια, και ο έλεγχος της διαδικασίας (της αναπαραγωγής μιας κοινωνίας ή της Κυριαρχίας). Εάν και ο κομμουνισμός είναι μια διαδικασία, τότε το ενδιαφέρον μας γίνεται πιο ζωηρό. Εάν η εξέγερση είναι μια στιγμή, έκφραση μιας διαδικασίας, εάν η επανάσταση είναι διαδικασία, τότε θα πρέπει αν στρέψουμε το ενδιαφερόν μας στον φίλο μας τον τυφλοπόντικα. Σκάβει (διαδικασία) και κάποια στιγμή έρχεται στην επιφάνεια (εξέγερση, το συμβάν του Μπαντιού, που ενδέχεται να σηματοδοτήσει την εκκίνηση της διαδικασίας της επανάστασης.
Καλή σας μέρα, πάω στη δουλείά.
Σχολιάστε ελεύθερα!