φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμα λατρεία της Δύσης, τη λατρεία του μεγάλου βεληνεκούς. Όταν λέμε λατρεία εννοούμε επιθυμία, και η επιθυμία υποδηλώνει αδυναμία. Ποια αδυναμία βρίσκεται πίσω από τη λατρεία του μεγάλου βεληνεκούς;
Η αδυναμία του μικρού βεληνεκούς. Γιατί το μικρό βεληνεκές είναι αδυναμία; Για ποιο βεληνεκές πρόκειται; Μας το λέει η ίδια η λέξη, πρόκειται για το βεληνεκές του βλήματος. Η λέξη βεληνεκές δεν είναι αρχαία ελληνική – πλάστηκε, μορφολογικά, κατά το ιλιαδικό δουρηνεκές, και, σημασιολογικά, κατά το γαλλικό portee. To δουρηνεκές είναι ένα επίρρημα που δηλώνει την απόσταση που διανύει το δόρυ από το σημείο που εκσφενδονίζεται μέχρι το σημείο του πλήγματος (της πλήξης, η πλήξη ως πλήγμα. . .) του στόχου του. Το βεληνεκές δηλώνει μια μεγαλύτερη απόσταση, τη δυνητική απόσταση που μπορεί να φτάσει το βλήμα.
Όπως όλες οι λατρείες της Δύσης, και όχι μόνο (θεσμοί, πρακτικές, όροι, αντιλήψεις, συμπεριφορές, αξίες, κλπ), έτσι και η λατρεία του μεγάλου βεληνεκούς προέρχεται από το πεδίο της μάχης, από τον πόλεμο. Αν και πολεμικής προέλευσης, θα την εντοπίσουμε, όπως και όλες τις άλλες, στη καθημερινή γλώσσα, στο τρόπο σκέψης, σε άλλους θεσμούς. Ακούμε και διαβάζουμε πολύ συχνά τις φράσεις διανοητής (στοχαστής, φιλόσοφος, επιστήμονας, οικονομολόγος, πολιτικός) μεγάλου βεληνεκούς αλλά και απόψεις που είναι περιορισμένου βεληνεκούς. Η λατρεία όμως του μεγάλου βεληνεκούς πέρασε στον αθλητισμό, στις ρίψεις και ειδικά στο άθλημα του ακοντισμού και επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Νικητής στον ακοντισμό αναδεικνύεται ο αθλητής που θα πετάξει το ακόντιο πιο μακριά από τους άλλους. Θα το πετάξει πιο μακριά αυτός που είναι πιο δυνατός, οπότε το ακόντιο θα έχει μεγαλύτερη ταχύτητα και θα πάει πιο μακριά επειδή θα πάει πιο ψηλά. Μπορεί το αγώνισμα ταχύτητας ανδρών εκατό μέτρων να είναι το πιο δημοφιλές αγώνισμα των Ολυμπιακών αγώνων, και θα εξηγήσουμε για ποιο λόγο μια άλλη μέρα, ο ακοντισμός όμως είναι αυτός που συμπυκνώνει το αθλητικό ιδεώδες, δηλαδή τις επιθυμίες citius, altius, fortius (ταχύτερα, ψηλότερα, δυνατότερα). Το ιδεώδες αυτό θέτει το ζήτημα της σύγκρισης και του συγκριτικού βαθμού του επιθέτου αλλά με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε αύριο το πρωί.
Ο ακοντισμός, φίλες και φίλοι, είναι ένα αγώνισμα το οποίο προέρχεται από μια πολεμική πρακτική, δηλαδή από ένα τρόπο θανάτωσης του αντιπάλου κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο τρόπος αυτός είναι η τηλεμαχία, η τηλεφονία, επιτρέψτε μου τον νεολογισμό. Τον γιο του Οδυσσέα (‘τσαντίλας’, ‘οργίλος’) τον έλεγαν Τηλέμαχο – τηλέμαχος είναι αυτός που μάχεται, άρα και φονεύει, από μακριά. Στα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου διαβάζουμε και το όνομα Τηλεφόντας – είναι αυτός που φονεύει από μακριά. Εκτός από το ακόντιο, ένα άλλο τηλεβόλο όπλο είναι το τόξο – εξ ου και το αγώνισμα της τοξοβολίας, με την οποία θα ασχοληθούμε άλλη μέρα
Υπάρχει και η αγχιμαχία, η εκ του σύνεγγυς, εκ του συστάδην διεξαγωγή της μάχης. Στον τρόπο αυτόν χρησιμοποιούνται τα αγχέμαχα όπλα – κυρίως το ξίφος – εξ ου και το αγώνισμα της ξιφομαχίας. Στην Ιλιάδα, οι ήρωες κρατάνε στα χέρια τους δυο ακόντια και είναι εξοπλισμένοι και με ξίφος. Όταν αστοχήσουν, καταφεύγουν στο ξίφος. Και τα δυο αυτά όπλα έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Θα τα εξετάσουμε για να κατανοήσουμε τόσο την προέλευση της λατρείας του μεγάλου βεληνεκούς όσο και της επιβίωσής μέχρι και στις μέρες μας.
Το ακόντιο, σε αντίθεση με το ξίφος, στερείται επαναληπτικότητας. Δεν μπορείς να κρατάς παραπάνω από δυο ακόντια στα χέρια κι αν αποτύχειις, περιέρχεσαι στην κατάσταση του άοπλου – αδιανόητο για έναν πολεμιστή. Ακόμα κι αν και οι δυο βολές είναι αποτελεσματικές, θα σκοτώσεις μόνο δύο – μετά θα πρέπει να διακινδυνεύσεις να πας να τραβήξεις τα δόρατα απο τα σώματα των νεκρών. Εάν δεν είναι αποτελεσματικές, τα πολύτιμα και λιγοστά ακόντια θα τα πάρει ο εχθρός (η αποτυχία του θα τον ισχυροποιήσει) και θα πρέπει να φύγεις από το πεδίο της μάχης για να πας στη σκηνή σου να πάρεις άλλα δυο ακόντια. Με ένα ξίφος όμως στό χέρι, μπορείς να σκοτώσεις δεκάδες, θεωρητικά και εκατοντάδες.
Με το ξίφος στο χέρι, είσαι πάντα αλάνθαστος, βρίσκεις πάντα το στόχο σου. Η μικρή απόσταση εξασφαλίζει την επιτυχία και δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον αντίπαλο για ελιγμό. Οι ήρωες όμως στην Ιλιάδα τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν να πλήξουν τον αντίπαλό τους. Εάν αυτός προλάβει να υποχωρήσει ή να σκύψει, θα αποφύγει το ακόντιο.
Τα δυο αυτά πλεονεκτήματα του ξίφους εξασφαλίζονται από το μειονέκτημά του, την αγχιμαχία του. Τα πλεονεκτήματά είναι μια δυνατότητα, πραγματική μεν αλλά δυνατότητα. Κι αυτό γιατί τα πλεονεκτήματα αυτά τα διαθέτει και ο αντίπαλος ξιφομάχος: δεν είναι βέβαιο ποιος θα νικήσει!
Αλλά το ζήτημα της νίκης δεν είναι άλλο από αυτήν τη βεβαιότητα. Νικητής είναι αυτός που είναι βέβαιος ότι θα νικήσει. Και σε αυτό το σημείο, το ακόντιο υπερέχει: νικητής αναδεικνύεται αυτός που μπορεί να πλήξει από μακριά τον αντίπαλο, να διαθέτει δηλαδή βλήματα μεγαλύτερου βεληνεκούς. Μπορούμε να φανταστούμε την έκβασης της μάχης μεταξύ ενός πολεμιστή με ακόντιο στο χέρι κι ενός πολεμιστή με ξίφος: ο πρώτος μπορεί να πλησιάσει τόσο κοντά ώστε να μην αποτύχει.
Το ακόντιο έχει το πλεονέκτημα να χρησιμοποιείται και ως αγχέμαχο και ως τηλέμαχο όπλο, αν και υπήρχαν ακόντια που χρησιμοποιούνταν μόνο ως αγχέμαχα – ήταν μεγάλα και βαριά. Τι γίνεται όμως εάν οι αντίπαλοι χρησιμοποιούν και οι δυο ακόντια; Εάν πολεμήσουν από κοντά, τότε δεν υπάρχει η βεβαιότητα της νίκης: ενδέχεται να σκοτώσεις τον άλλον, ενδέχεται όμως και να δαγκώσεις το χώμα. Υπάρχει μόνο μια πιθανότητα (αλλά όχι βεβαιότητα, λόγω αστοχίας), να νικήσεις να μη διατρέξεις τον κίνδυνο να ηττηθείς: να μπορείς να πετάξεις το ακόντιο πιο μακριά από τον αντίπαλό σου. Θα πλήξεις τον αντίπαλο χωρίς να μπορεί να σε πλήξει αυτός.
Η λατρεία, δηλαδή η επιθυμία, του μεγάλου βεληνικούς προέρχεται από την επιθυμία εξασφάλισης της βεβαιότητας της νίκης, δηλαδή της επίτευξης του φόνου. Η επιθυμία αυτή πέρασε στο αγώνισμα του ακοντισμού, την αρχαιότερη περιγραφή του οποίου διαβάζουμε στην Ιλιάδα. Σήμερα, η λατρεία του μεγάλου βεληνεκούς διαιωνίζεται, όπως και ο ακοντισμός, παρ’ όλο που η επιθυμία αυτή έχει εκπληρωθεί (διηπειρωτικοί πύραυλοι). Κι αυτό, όπως υποστηρίζω στο citius, altius, fortius, επιτελεί μια ιδεολογική λειτουργία: είναι ένας τρόπος επίδειξης των επιτευγμάτων του δυτικού πολιτισμού: κοιτάξτε που ήμασταν και που φτάσαμε!
Από το ακόντιο στους διηπειρωτικούς πυραύλους! Συγχαρητήρια, δυτικέ πολιτισμέ!
Σχολιάστε ελεύθερα!