in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

η επίθεση του επιθέτου: επίθετο και Κυριαρχία

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα, γεια σας και χαρά σας

Μάθαμε στο σχολείο ότι τα μέρη του λόγου είναι δέκα. Τι είναι ένα μέρος του λόγου; Θα απαντήσουμε αργότερα σε αυτό το ερώτημα (Τα μέρη του λόγου και ο καταμερισμός της εργασίας).  Με ποια σειρά εμφανίστηκαν; Όλα μαζί, ταυτόχρονα ή ο σχηματισμός τους ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία; Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το άρθρο εμφανίστηκε τελευταίο (κατά τον 8ο και 7ο π.Χ. αιώνα) και το επίθετο προτελευταίο, μιας και προϋποθέτει το ουσιαστικό, το ρήμα, το αριθμητικό, το επίρρημα, την πρόθεση, ισχυριζόμαστε ότι η διαμόρφωσή τους ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία που χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Σήμερα, και τις επόμενες δυο τρεις μέρες, θα ασχοληθούμε με το επίθετο. Τι είναι ένα επίθετο; Πότε εμφανίστηκε; Γιατί; Τι είναι ο συγκριτικός και υπερθετικός βαθμός του επιθέτου; Γιατί υπάρχουν επίθετα χωρίς βαθμούς σύγκρισης; Γιατί στον συγκριτικό άλλα λήγουν σε  -ίων (βελτίων, κ. α.) και άλλα σε -τερος; Μπορούμε να εντοπίσουμε τα αρχαιότερα επίθετα; Μπορούμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα; Έχουν τεθεί ποτέ στο παρελθόν αυτά τα ερωτήματα;

Όχι, φίλες και φίλοι, δεν έχουν διατυπωθεί. Και μπορούμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Η Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών δεν είναι Πολυτεχνείο, Καποδιστριακό ή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο – εδώ ασχολούμαστε με ό,τι δεν ασχολούνται οι άλλοι. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει έδρα Γαμησιολογίας ή Θεολογίας του Ποδοσφαίρου ή Θεολογίας του Αυτοκινήτου στα κρατικά ιδρύματα. Γιατί εμείς (ο πληθυντικός αφορά τον συντάκτη αυτών των γραμμών και τους αναγνώστες, αναγνώστριες) μπορούμε και διατυπώνουμε ερωτήματα και απαντήσεις που δεν διατυπώνουν οι άλλοι; Είμαστε μάγκες; Δεν είμαστε μάγκες, είμαστε σπουδαιογελοίοι, δεν ανησυχούμε για τις συνέπειες των ερωτημάτων που θέτουμε και των απαντήσεων που διατυπώνουμε. Δεν ανησυχούμε μήπως δεν γίνουμε αρεστοί ή μήπως ενοχλήσουμε κάποιους. Ανησυχούμε όταν γινόμαστε αρεστοί, όταν δεν ενοχλούμε.

Δεν γνωρίζω εάν υπήρξε κάποιος άλλος ή άλλη λογοτέχνης που εξέφρασε την απέχθειά του για τα επίθετα εκτός του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος στο ποίημα Ρήματα (Οκτάνα) αποκάλεσε τα επίθετα

θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους

Εάν ξεφυλλίσουμε ένα από τα πολλά αρρωστουργηματικά μυθιστορήματα που γράφουν φιλόδοξες υπαλληλονοικοκυρές συγγραφείς για νοικοκυροϋπάλληλες θα διαπιστώσουμε ότι ξεχειλίζουν από επίθετα. Επίθετα με τη σέσουλα, με το κιλό! Γνήσια όμως βιωματικά κείμενα (λ.χ., δημοτικά τραγούδια) ή επαναστατικά κείμενα γυρίζουν την πλάτη στα επίθετα. Γιατί άραγε; Θέτω το ερώτημα: ποιο κείμενο χρησιμοποιεί κατά κόρον, λατρεύει, εκθειάζει το επίθετο; Το σημαντικότερο κείμενο του δυτικού Κυρίου, του δυτικού πολιτισμού: η Ιλιάδα.

Η Ιλιάδα όμως μας μιλάει για την Κυριαρχία. Οπότε, η συσχέτιση του επιθέτου με την Κυριαρχία είναι σαφής. Το επίθετο είναι τέκνο της Κυριαρχίας, είναι μια μορφή αποίκισης του λόγου από τις αξίες και τις αντιλήψεις της Κυριαρχίας. Εκτός το ότι δεν είμαστα ‘αφεντικά στο σπίτι μας’ (ασυνείδητο), δεν είμαστε αφεντικά και στο πεδίο της γλώσσας και της έκφρασης. Η γλώσσα μας καταδυναστεύει, μιας και η (αρχαιο- νεοελληνική) γλώσσα που μιλάμε είναι η γλώσσα του Κυρίου, είμαστε υποχείρια αυτής της γλώσσας που μας αλυσσοδένει, μας περιορίζει, διαμορφώνει τρόπους σκέψης και αντιλήψεις και αξίες που είναι του Κυρίου. Η γλώσσα του Κυρίου αποικίζει τον εγκέφαλό μας, την συναισθηματική μας νόηση, το μέλλον μας. Οι λέξεις είναι  φορείς ιδεολογίας και από τη στιγμή που τις χρησιμοποιούμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από τα σημασιολογικά τους όρια ούτε από τις ιδεολογικές λειτουργίες που επιτελούν. Όταν το παιδί μαθαίνει στο σχολείο τα τρία γένη του επιθέτου καλός (καλή, καλό) δεν μαθαίνει

μόνο

γραμματική, μαθαίνει και κάτι άλλο. Μαθαίνει να διακρίνει το αρσενικό από το θηλυκό, το έμψυχο από το άψυχο, με ό,τι συνεπάγονται όλα αυτά. Τις διακρίσεις αυτές τις κάνουν μόνο οι κλιτικές (ποιμενικές ) γλώσσες, δεν τις κάνουν οι απομονωτικές και συγκολλητικές γλώσσες (μεταξύ των οποίων και ποιμενικές, π.χ. τουρκική, φιλανδική, ουγγρική, κ.α.), χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι ο πολιτισμός τους τις αγνοεί. Το θέμα είναι ότι δεν έχουν γραμματικοποιηθεί και αυτό δηλώνει ότι κάποτε δεν υπήρχαν αυτές οι διακρίσεις, ότι σε ένα αρχαιότερο στάδιο οι άνθρωποι τις αγνοούσαν. Τα λέω όλα αυτά ως απάντηση στο ερώτημα: μπορούμε να επικοινωνήσουμε χωρίς να καταφύγουμε στη χρήση επιθέτων; Όχι, φίλες και φιλοι, κατά κανένα τρόπο. Μπορούμε είτε να τα χρησιμοποιούμε όσο γίνεται λιγότερο ή να κατανοήσουμε τι είναι και πως εμφανίστηκε το επίθετο.

Με το σημερινό και με τα προσεχή σημειώματα θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις ρίζες του προβληματισμού του Α. Εμπειρίκου. Γιατί τα επίθετα είναι ‘θετά παιδιά της συμμορφώσεως και τους διακοσμημένου ψεύδους’;

Είναι θετά παιδιά διότι για να υπάρξουν προϋποθέτουν άλλα μέρη του λόγου. Το ουσιαστικό (ασήμι>ασημένιος), το ρήμα (μετοχή [λυμένος] ή γαμάω>γαμάτος), το αριθμητικό (έξι>έκτος), την πρόθεση (προ>πρότερος), το επίρρημα (μπροστά>μπροστινός).  Αυτή είναι μια βεβαιότητα, την οποία δεν πρέπει να λησμονούμε μιας και για να απαντήσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε θα αναγκαστούμε να περπατήσουμε σε κινούμενη άμμο –  και θα περπατήσουμε από βεβαιότητα σε βεβαιότητα.

Ας επιχειρήσουμε τώρα μια γενεαλογία (αρχαιολογία) των επιθέτων. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα επίθετα από μορφολογικής άποψης σε δυο κατηγορίες: σε αυτά που δεν γίνεται διάκριση μεταξύ του αρσενικού και θηλυκού γένους και σε αυτά που γίνεται. Λέμε, λ.χ., ο διεθνής, η διεθνής, το διεθνές. Ακόμα και σήμερα, επιβιώνει αυτή η μη διάκριση του γένους (ένα θέμα που θα εξετάσουμε στο μέλλον). Λέμε όμως, ο καλός, η καλή, το καλό. Ποια επίθετα είναι αρχαιότερα; Αυτά που δεν διακρίνουν το γένος, αυτά που μορφολογικά διακρίνουν το έμψυχο από το άψυχο. Είμαστε βέβαιοι γι αυτό; Είμαστε απόλύτως βέβαιοι. Επικαλούμαι τρία επιχειρήματα.

Πρώτο. Η μη διάκριση του γένους είναι μια πολύ μεταγενέστερη εξέλιξη, ήταν μια εξαίρεση και είναι προϊόν της Πατριαρχίας. Δεν υπάρχει στις αντωνυμίες και στα ρήματα. Δεν υπήρχε ούτε στα ουσιαστικά. Οι λέξεις βους, θεός, ίππος δήλωνε και το αρσενικό και το θηλυκό. Για το αρσενικό βόδι υπήρχε η λέξη ταύρος. Πολύ αργότερα πλάστηκαν οι λέξεις θεά και θέαινα. Δεύτερο. Πολλά επίθετα σε -ος δεν κάνουν επίσης διάκριση του γένους και μόνο αργότερα γίνεται αυτή η διάκριση: λέμε, λ.χ., ο εύστοχος, η εύστοχος αλλά πολύ μεταγενέστερα η εύστοχη. Τρίτο. Η μη διάκριση του γένους παρατηρείται και στα αρχαιότερα επίθετα συγκριτικού βαθμού: ο βελτίων, η βελτίων, το βέλτιον. Μια κατηγορία λοιπόν αρχαίων επιθέτων είναι αυτά που δεν κάνουν διάκριση του γένους. Δεν γνωρίζουμε προς το παρόν εάν είναι και τα αρχαιότερα – θα το εξετάσουμε παρακάτω.

Υπάρχουν κάποια επίθετα που δεν έχουν συγκριτικό,  άρα και υπερθετικό, βαθμό και άλλα που έχουν. Ποια είναι τα αρχαιότερα; Ποια επίθετα δεν έχουν συγκριτικό; Μεταξύ αυτών που έχουν συγκριτικό, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια που είναι αρχαιότερα από τα άλλα;

Γνωρίζουμε ότι πολλά, πάρα πολλά επίθετα δεν έχουν συγκριτικό, δεν μπορούν και δεν μπορεί να έχουν! Ένα μετάλλιο είναι χάλκινο, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιο άλλ0 χαλκινότερο, έτσι δεν είναι; Όλα αυτά τα επίθετα χωρίς συγκριτικό βαθμό απαρτίζουν μια μεγάλη κατηγορία με κριτήριο την ιδιαίτερη  σημασία τους, μια σημασία που δεν επιτρέπει την ύπαρξη συγκριτικούθ βαθμού. Τα επίθετα αυτά δηλώνουν υλικό, χρόνο, τόπο, φυσική ιδιότητα, κλπ.

Ποια επίθετα έχουν συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Αυτά που επιδέχονται σύγκριση: σκληρός, σκληρότερος, σκληρότατος. Και αυτή την κατηγορία μπορούμε να την διακρίνουμε σε δυο μεγάλες ομάδες. Σε αυτήν που περιλαμβάνει επίθετα που δηλώνουν κάποια φυσική ιδιότητα και σε αυτά που δηλώνουν κάποια ηθικού, κοινωνικού περιεχομένου σημασία: ισχυρός, ισχυρότερος, ισχυρότατος – ευσεβής, ευσεβέστερος, ευσεβέστατος.

Από μορφολογικής άποψης, κρίνοντας δηλαδή από την κατάληξη, μπορούμε να διακρίνουμε τα επίθετα σε τρεις μεγάλες ομάδες: σε αυτά που λήγουν σε

1) -ιος, -εος, ειος (χρύσιος, χρύσεος, χρύσειος)

2) -ιων, ων (βελτίων, ευδαίμων)

3) -ης (ουδ. ές) (διεθνής, μονήρης)

4) – ος (καλός, καλή, καλόν – εύστοχος, εύστοχος, εύστοχον – άριστος, αρίστη, άριστον)

Τα επίθετα σε -ος έχουν παραχθεί σύμφωνα με την κατάληξη -ος και -α (η) των ουσιαστικών (λύκ-ος, άγρ-α). Τα επίθετα σε -ης  έχουν σχηματιστεί με την κατάληξη -ες (-ης) των σιγμόληκτων ουσιαστικών της αθέματης (τρίτης) κλίσης. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι μεταγενέστερα, πέραν του ότι όλα σχεδόν είναι σύνθετα.

Κατά συνέπεια, τα αρχαιότερα επίθετα είναι αυτά που περιλαμβάνονται στις ομάδες 1. και 2. Ας δούμε την πρώτη. Τα επίθετα αυτά έχουν σχηματιστεί με τα επιθήματα (μορφήματα) *yo και  *eyo, τα οποία εντοπίζονται σε όλες μα  όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Στην ελληνική εμφανίζονται ως -ιος, -ειος, -εος. Τα επίθετα αυτά είναι παράγωγα ουσιαστικών, επιρρημάτων, ρήματα, ρηματικά ονόματα ή και από άλλα επίθετα. Η σημασία τους είναι σαφής. Το επίθημα *eyo σημαίνει την ύλη, την ποιότητα, το χρώμα, τη διακόσμηση, το ζώο από το οποίο προέρχεται κάτι, την κτήση. Αργύρειος είναι αυτός που είναι φτιαγμένος από ασήμι, ελεφάντειος αυτός που είναι από ελεφαντόδοντο. Το επίθημα *yo σημαίνει την εξάρτηση, το ανήκειν σε μια ομάδα, σε μια κατηγορία αλλά και τη σχέση της αντίθεσης μεταξύ περισσοτέρων προσώπων ή πραγμάτων. Χθόνιος (από το χθών) είναι αυτός που ανήκει στη γη, ενώ μέσσος (meth-yo-s) είναι αυτός που βρίσκεται στη μέση.

Τα επίθετα αυτά δεν έχουν συγκριτιτικό βαθμό. Και αρχικά δεν διέκριναν μεταξύ αρσενικού και θηλυκού γένους. Και απαντούν σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Θεωρώ λοιπόν ότι τα επίθετα αυτά είναι τα αρχαιότερα.  Η μη διάκριση του γένους, η σημασία τους, η μορφολογία τους και η απουσία συγκριτικού βαθμού μας επιτρέπουν να τα διατυπώσουμε την άποψη ότι αυτά τα επίθετα είναι και δεν είναι επίθετα, ότι κινούνται μεταξύ ουσιαστικών και επιθέτων.

Μεθαύριο θα ασχοληθούμε με τα επίθετα της κατηγορίας 2., τα οποία όλα σχεδόν είναι επίθετα συγκριτικού βαθμού. Θα ασχοληθούμε δηλαδή με το φαινόμενο της σύγκρισης και πως εμπλέκεται σε αυτό η Κυριαρχία.

Αύριο θα εξετάσουμε την ελευθερία σε σχέση με το χρήμα και θα δούμε ότι η ελευθερία σημαίνει την έξοδο από την κοινότητα, το σπάσιμο της εξάρτησης, ότι δηλαδή η ελευθερία όπως την καταλάβαιναν οι αρχαίοι Έλληνες περιόριζε την ελευθερία, την οποία αντιλαμβανόμαστε ως εξάρτηση. Και θα δείξουμε ότι η έξοδος αυτή, η ελευθερία,  σχετίζεται με την επινόηση του χρήματος, το οποίο εκφράζει μια μορφή οργάνωσης, αυτήν που ερείδεται επί της μετρήσιμης ανταλλαγής.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. “Τα επίθετα αυτά έχουν σχηματιστεί με τα επιθήματα (μορφήματα) *yo και *eyo, τα οποία εντοπίζονται σε όλες μα όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Στην ελληνική εμφανίζονται ως -ιος, -ειος, -εος. […] Το επίθημα *eyo σημαίνει την ύλη, την ποιότητα, το χρώμα, τη διακόσμηση, το ζώο από το οποίο προέρχεται κάτι, την κτήση. […] Το επίθημα *yo σημαίνει την εξάρτηση, το ανήκειν σε μια ομάδα, σε μια κατηγορία αλλά και τη σχέση της αντίθεσης μεταξύ περισσοτέρων προσώπων ή πραγμάτων.”

    Eπειδή είναι κάτι βδομάδες τώρα που μου “χρωστάς” ένα κείμενο για τη γενική (πτώση), άντε να κάνω την πονηρή ερώτηση, μπας και σε τσιγκλίσω:
    Μήπως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη γενική σε -οιο, που μαρτυρείται στα ομηρικά έπη και στα ινδοευρωπαϊκά μορφήματα *yo και *eyo, που έδωσαν τις καταλήξεις -ιος, -ειος, -εος σ΄ αυτήν την κατηγορία των επιθέτων;

  2. Εντάξει, Φιλίστωρ, μη βαράς, θα το κάνω αύριο το πρωί. Όσο για το μόρφημα *yo, με το οποίο σχηματίζονται επίθετα ὐλης κλπ, ναι, είναι αυτό με το οποίο σχηματίζεται ένας από τους δύο τύπους της γενικής· άλλωστε μία από τις πολλές λειτουργίες της γενικής είναι και η δήλωση της ύλης, η γενική της ύλης.