φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ένας στίχος (50) από τον ‘Προμηθέα Δεσμώτη’ του Αισχύλου μας βοηθάει να κατανοήσουμε τι σήμαινε ‘ελευθερία’ και ‘ελεύθερος’ για τους αρχαίους Έλληνες, κατ΄επέκταση και για τον Κύριο καπιταλιστή του παρόντος. Κατά συνέπεια, και τι δεν σημαίνει ‘ελευθερία’ και ‘ελεύθερος’ για μας.
ελεύθερος γάρ ούτις εστί πλήν Διός
Κανένας δεν (μπορεί να) είναι ελεύθερος εκτός από τον Δία.
Εάν δεν μπορεί να είναι κανένας ελεύθερος εκτός από τον Δία, και εφόσον γνωρίζουμε τι εστί ο αθάνατος και πανίσχυρος Δίας (αυτό που θα ήθελε να ήταν ο επίγειος Κύριος, ο ήρωας), τότε η ελευθερία είναι μια επιθυμία, μια επιδίωξη, ένας σκοπός, ένα τέλος. Αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος δεν είναι ελεύθερος μόνο και μόνο επειδή δεν είναι πανίσχυρος, δεν είναι πιο ισχυρός από τη Φύση και τους Υποτελείς Παραγωγούς. Όταν θα γίνει πανίσχυρος, δηλαδή αθάνατος, θα είναι ελεύθερος.
Θα είναι απόλυτος. Απόλυτος είναι αυτός που έχει λυθεί από όλα τα δεσμά. Το απόλυτο ως φιλοσοφικός όρος σημαίνει κάτι που δεν εξαρτάται από κάτι άλλο, αλλά αυτό το κάτι μην μας ξεγελάει: θέλει να πει κάποιος αλλά ντρέπεται να το πει. Το απόλυτο, η απόλυτη ελευθερία δηλαδή γιατί υπάρχει και η σχετική, όπως θα δούμε, είναι η πυρηνική επιθυμία του Κυρίου. Ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει μία ελευθερία αλλά δύο: η ελευθερία του ελεύθερου Κυρίου και η ‘ελευθερία’ του ‘ελεύθερου’ Παραγωγού. Εάν μπορούσα να βάλω κάποιες άλλες λέξεις στη θέση αυτών με τα εισαγωγικά, θα το έκανα – αλλά δεν μπορώ. Είμαι υποχείριο της γλώσσας.
Ποια ήταν όμως η αρχική σημασία των λέξεων ελεύθερος και ελευθερία; Ως ένας από τους προσφιλέστερους όρους του Κυρίου ημών, πως σχετίζεται με τη βία, την αρπαγή, την εξόντωση και την υποταγή; Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε σήμερα, φίλες και φίλοι. αφού πρώτα πιω ένα καφεδάκι χωρίς τσιγάρο γιατί μου τελείωσε ο καπνός.
Διαβάζουμε τη λέξη ελευθερία πρώτη φορά στον Πίνδαρο, αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, πιθανόν να είναι δημιουργία του 6ου αι., και προέρχεται από το επίθετο ελεύθερος, το οποίο απαντάται πολλές φορές στα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου (τρεις φορές μάλιστα και το ρήμα ελευθέρωσε [ e-re-u-te-ro-se]), με αυτό όμως το ζήτημα θα ασχοληθούμε διεξοδικά στο μέλλον. Η σημασία που έχει στα αρχεία είναι αυτή που έχει και στην Ιλιάδα, και διατηρεί μέχρι σήμερα, οπότε προσώρας στρέφουμε το βλέμμα μας σε αυτήν. Το διαβάζουμε τέσσερις φορές. Στον Ζ 455 ο Έκτωρ λέει στη Ανδρομάχη ότι, αν πέσει η Τροία, κάποιος Αχαιός ελεύθερον ήμαρ απούρας, κάποιος Αχαιός θα πάρει την ελεύθερη μέρα σου, δηλαδή την ελευθερία σου. Τη φράση αυτή τη διαβάζουμε και στους Π 831 και Υ 193, πάντα στο τέλος του στίχου και είναι προφανώς ένας λογότυπος. Λίγο πιο κάτω (στ. 463) , λέει στην Ανδρομάχη ότι ‘εάν πεθάνω θα λυπηθείς γιατί δεν θα υπάρχει αυτός που δεν σε άφηνε να σκλαβωθείς, αυτός που απομάκρυνε τη μέρα της υποδούλωσης’ και για τη μέρα της σκλαβιάς ο Έκτωρ μεταχειρίζεται τη φράση δούλιον ήμαρ, η οποία δεν είναι λογοτυπική, μιας και τη διαβάζουμε μια φορά και έχει πλαστεί κατά το ελεύθερον ήμαρ. Προς το τέλος της ραψωδίας, ο Έκτωρ λέει (στ. 528) στον αδερφό του Πάρι πως όταν θα διώξουν τους Αχαιούς θα στήσουν κρητήρα ελεύθερον για να τιμήσουν τους αθάνατους θεούς. Θα στήσουν κρητήρα ελεύθερον σημαίνει ότι θα κάνουν μια γιορτή κατά τήν οποία ο καθένας θα μπορεί να παίρνει ελεύθερα κρασί από τους κρατήρες, από τα αγγεία που ανακάτευαν το κρασί με το νερό. Αυτήν την τελευταία χρήση και σημασία ας την κρατήσουμε κατά νου. Υποθέτω ότι κατανοείτε τον λόγο.
Γνωρίζουμε ότι η βασική αντιδιαστολή κατά την κλασική εποχή ήταν μεταξύ ελευθέρων ανδρών (πολιτών) και δούλων. Εάν δεν υπήρχαν οι δούλοι, δεν θα υπήρχαν ελεύθεροι, δεν θα υπήρχε η λέξη και η έννοια της ελευθερίας. Οι ελεύθεροι ήταν ελεύθεροι επειδή υπήρχαν οι δούλοι. Η αντιδιαστολή αυτή αρχίζει την εποχή κατά την οποία κάποιοι υποδουλώνουν κάποιους άλλους. Όταν θα εξετάσουμε τις μαρτυρίες των κρατικών αρχείων της μυκηναϊκής Πύλου, θα δούμε ότι η αντιδιαστολή αυτή υπήρχε και κατά την μυκηναϊκή εποχή. Διαβάζουμε πάρα πολλές φορές τη λέξη δούλος (do-e-ro), αλλά δεν είναι ακριβώς ο δούλος της κλασικής εποχής. Είναι κάτι άλλο, αλλά δεν είναι του παρόντος. Είναι όμως βέβαιο ότι ο δούλος της μυκηναϊκής εποχής είναι κάποιος υποδουλωμένος, υποτελής, κατακτημένος. Οι μαρτυρίες αυτές μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το επίθετο ελεύθερος απόκτησε τη σημασία που γνωρίζουμε κατά τις αρχές της μυκηναϊκής εποχής, ίσως και νωρίτερα, την εποχή των πρώτων εισβολών στην ελλαδική χερσόνησο (2200-1800 π. Χ.).
Δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποια σημασία υπήρχε η λέξη ‘ελεύθερος’ πριν τις εισβολές. Καταφεύγουμε στη συγκριτική (ινδοευρωπαϊκή) γλωσσολογία για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε κάποιες βάσιμες εικασίες. Αναγνωρίζουμε αμέσως το μόρφημα -ρος, το οποίο σημαίνει ότι κάτι, κάποιος είναι γεμάτος, πλήρης, έμπλεως με αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό: νεκ-ρός είναι αυτός που είναι γεμάτος με θάνατο, φοβερός, τρομερός, πονηρός, καρπερός, τρυφερός, κοκ. Κατά συνέπεια, μας επιτρέπεται να υποθέσουμε κάποια λέξη αλλά δεν γνωρίζουμε ποια. Στα κρατικά αρχεία της Κνωσού διαβάζουμε το όνομα μιας θεάς, e-re-u-ti-ja, Ελευθία. Η θεά αυτή δεν μας είναι άγνωστη. Ελευθία την ονόμαζαν και οι Σπαρτιάτες, Ελεύθυια οι Δωριείς της Κρήτης, ενώ στην Ιλιάδα εμφανίζεται τέσσερις φορές με τη μορφή Ειλείθυια, μία από αυτές στον πληθυντικό. Στις τρεις από αυτές χαρακτηρίζεται μογοστόκος, που σημαίνει ‘αυτή που προκαλεί τις ωδίνες του τοκετού’, και η φράση απαντάται πάντα στο τέλος του στίχου (Λ 270, Π 187, Υ 103). Το επίθετο ελεύθερος και το όνομα Ελευθία μας προτρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη κάποιας λέξης *έλευθος, αρσ. ή και ουδ.
Από την άλλη, υπάρχει και το ρήμα ελεύσομαι, που είναι μέλλων και σημαίνει ‘θα έρθω’. έλευσις είναι ο ερχομός, η άφιξη και Ελευσίς (Ελευσίνα) είναι το μέρος όπου θα πάει κανείς. Είναι βέβαιο ότι η ρίζα του ρήματος είναι ελευθ- (ελευθσομαι > ελεύσομαι). Μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια, αμυδρή έστω, σημασιολογική σχέση μεταξύ του επιθέτου ελεύθερος, του ονόματος Ελευθία και της ρίζας έλευθ- του ρήματος ελεύσομαι; Τι είναι αυτό το ‘έλευθος’;
Προφανώς έχει κάποια σχέση με τη γέννα, με την έξοδο και την ανάπτυξη. Η συγκριτική γλωσσολογία μας λέει ότι στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχει κάποια λέξη συγγενική με το επίθετο ελεύθερος και το όνομα Ελευθία, που όλες δηλώνουν τον λαό. Ας παραθέσουμε κάποιες από αυτές. Στην αρχαία σλαβική ljudine είναι ο κοινός ελεύθερος άνθρωπος της κατώτερης τάξης ενώ στον πληθυντικό ljudeje είναι γενικά οι άνθρωποι. Στην αρχαία γερμανική, liut είναι ο λαός, οι άνθρωποι, οι ελεύθεροι, εξ ου και το νεογερμανικό Leute. Το ίδιο σημαίνει και το βουργουνδικό leudis, το λεττονικό laudis, το αγγλοσαξονικό leod και leodis. Στη λατινική liber είναι ο ελεύθερος, ενώ στον πληθυντικό liberi είναι τα τέκνα. Από αυτή τη λέξη παράχθηκε η libertas, η ελευθερία (liberty, libertά, libertέ, κλπ).
Το γεγονός ότι στη γοτθική το ρήμα liudam και στην αρχαία γερμανική liodan σημαίνουν ‘αυξάνω’, μας επιτρέπουν να εικάσουμε βάσιμα ότι το πρωτογενές μόρφημα *leudh θα σήμαινε αυξάνω, οπότε οι όλες αυτές οι λέξεις που παραθέσαμε και δηλώνουν τον λαό θα δήλωναν αρχικά την αύξηση του πληθυσμού, δηλαδή, λαός είναι η αυξανόμενη γενιά, η γενιά που πληθύνεται. Ελευθία είναι η θεά της γέννησης, ενώ Liber στη λατινική είναι ο θεός της βλάστησης και της γέννησης (ο Διόνυσος ). Ταυτόχρονα όμως το μόρφημα *leudh σημαίνει και εξέρχομαι (πρβλ. ελεύσομαι). Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα, το οποίο διχάζει τους γλωσσολόγους και τους φιλόλογους. Ποια από τις δύο σημασίες είναι η αρχική, αυτής της γέννησης, της αύξησης ή της εξόδου;
Η δυσκολία έγκειται στη μη κατανόηση του ποιμενικού τρόπου παραγωγής απο τους ειδικούς. Θεωρώ ότι η αρχική σημασία του μορφήματος *leudh είναι αυτή της αύξησης, της γέννησης και παραπέμπει στη φάση του ποιμενικού τρόπου παραγωγής κατά την οποία το ποιμενικό γένος αναπαράγεται και πολλαπλασιάζεται απρόσκοπτα λόγω διαθέσιμων και πλούσιων βοσκοτόπων. *leudh λοιπόν δηλώνει τόσο την απρόσκοπτη αύξηση του πληθυσμού όσο και τον ίδιο τον πληθυσμό. Όταν όμως τα βοσκοτόπια σπανίζουν, τότε ο μόνος τρόπος εξασφάλισης της αύξησης, της αναπαραγωγής του ποιμενικού γένους είναι η έξοδος, η απομάκρυνση λόγω στενοχωρίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως έχουμε ήδη δείξει, ότι από τη λέξη στενός παράγεται ο στεναγμός και ο στόνος. Εάν το ποιμενικό γένος δεν φύγει να βρει άλλα βοσκοτόπια, θα εξαφανιστεί. Αυτή είναι η αρχή του νομαδικού ποιμενισμού.
Όταν όμως τα βοσκοτόπια μιας μείζονος περιοχής καταληφθούν και εξαντληθούν, αρχίζουν οι έριδες και οι διαμάχες που κλιμακούμενες μετεξελίσσονται σε πόλεμο εξόντωσης και εκδίωξης. Οι ηττημένοι φεύγουν και εισβάλλουν στις περιοχές των αγροτικών κοινοτήτων στις οποίες εγκαθίστανται ως κατακτητές. Τώρα, με αυτή την έξοδο, με την οποία εξασφαλίζεται η αύξηση και η αναπαραγωγή, εκκινεί η αντιδιαστολή κατακτητές – υποδουλωμένοι γηγενείς. Οι κατακτητές είναι το πλήθος των ποιμένων, το οποίο ονομάζεται liut, liber, ελεύθεροι κλπ. Με την κατάκτηση και την υποδούλωση των γηγενών, η λέξη παύει να σημαίνει την γενιά που αυξάνει και αρχίζει να δηλώνει τους κατακτητές, τους ελεύθερος, το λαό των κατακτητών.
Η σημασιολογική αυτή μετεξέλιξη οφείλεται στη βία, στην αρπαγή, την εξόντωση, την κατάκτηση, την υποδούλωση. Η άσκηση βίας και η υποδούλωση κάνουν κάποιον ελεύθερο και δούλο. Η βία είναι συστατικό στοιχείο της ποιμενικής ελευθερίας. Όταν λέμε ποιμενική ελευθερία εννοούμε βία. Δεν μπορεί να νοηθεί ελευθερία χωρίς την άσκηση βίας – αυτή είναι η βία της ελευθερίας. Και για να υπάρξει ελευθερία πρέπει να υπάρχει απόλυτη ελευθερία στην άσκηση βίας, αυτή είναι η ελευθερία της βίας.
Αυτή η ελευθερία δεν είναι η δική μας η ελευθερία. Η δική μας η ελευθερία είναι άλλη. Δεν διαθέτουμε κάποια λέξη για να την εκφράσουμε και μάλλον θα αργήσουμε να επινοήσουμε. Γνωρίζουμε όμως το περιεχόμενό της: είναι η εξάρτηση μεταξύ των ανθρώπων που συνεργάζονται κατά τη διαδικασία της παραγωγής και της αναπαραγωγής – και όχι μόνο. Η ποιμενική ελευθερία, η ελευθερία του Κυρίου, εκφράζει μια μορφή οργάνωσης που βασίζεται στη βία και στην αρπαγή. Η δική μας δεν βασίζεται στη βία και στην αρπαγή.
Από τη στιγμή που η βία και η αρπαγή αντικαταστάθηκε από το χρήμα, ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί η ποιμενική ελευθερία με το χρήμα. Το χρήμα της ελευθερίας είναι η ελευθερία του χρήματος. Κι αν η ποιμενική ελευθερία εκφράζει μια μορφή οργάνωσης, το χρήμα δεν μπορεί παρά και αυτό να εκφράζει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης: την οργάνωση της μετρήσιμης ανταλλαγής και σύγκρισης. Αυτή η οργάνωση βασίζεται στην κινητικότητα και την ταχύτητα, οπότε το χρήμα είναι και ένα μέσο που αυξάνει την ταχύτητα, είναι ένα μέσο
επιτάχυνσης.
Κατά συνέπεια, το χρήμα δεν μπορεί παρά να καταργηθεί με την κατάργηση της οργάνωσης του χρήματος, δηλαδή με μια άλλη μορφή οργάνωσης που δεν θα ερείδεται επί της βίας, της ταχύτητας, της αρπαγής, της μετρήσιμης ανταλλαγής και της σύγκρισης.
Με τα ζητήματα όμως της σύγκρισης και της σύνδεσης του χρήματος με την ποιμενική ελευθερία, ως μέσου επιτάχυνσης, θα ασχοληθούμε στο μέλλον.
Σχολιάστε ελεύθερα!