ένα βήμα, δύο μάτια. . . ένα βήμα, δυο μάτια
Ο μπροστινός μου κάνει ένα βήμα μπροστά. Κάνω κι εγώ ένα βήμα μπροστά. Στα αριστερά μου. Όλοι ένα βήμα μπροστά. Στα δεξιά μου, ένα βήμα μπροστά. Στα αριστερά μου προχωράνε πιο αργά. Ακούω κραυγές και βογγητά. Κλάμματα. Ένα βήμα μπροστά. Γέρνω το κεφάλι μου στα δεξιά. Πλησιάζουμε. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν. Σφίξιμο στο στομάχι. Μυρίζει σκατίλα, κάποιοι τα έχουν κάνει πάνω τους. Ένα βήμα μπροστά.
Διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Όσοι ξέρουν ελληνικά, όπως εγώ, το είπαμε στα βουλγάρικα. Όποιος πάει να φύγει, θα του κόβουν και τα χέρια. Κανένας δεν είναι δεμένος. Κανένας δεν φεύγει. Είναι πολύ καλύτερα να έχεις χέρια. Ένα βήμα μπροστά. Γέρνω το κεφάλι μου προς τα αριστερά να δω. Ο μπροστινός μου κλαίει. Στ΄αριστερά μου κλαίνε, στα δεξιά μου κλαίνε. Το τελευταίο κλάμμα. Κοιτάζω πέρα, τα ψηλά βουνά. Τα δέντρα. Πουλιά πετάνε. Σκυλιά γαβγίζουν. Ένα βήμα μπροστά. Θα ακούω, θα έχω χέρια.
Σαμουήλ, γιε μου! Ο πατέρας μου θα με αγκαλιάσει, θα τον αγκαλιάσω, θα τον ακούσω, δεν θα τον δω να κλαίει. Θα με αγκαλιάσει η γυναίκα μου, δε θα ξαναδώ τα μάτια της, θα με αγκαλιάσει η κόρη μου η μεγάλη, δε θα δω το χαμόγελό της, θα με αγκαλιάσει η κόρη μου η μικρή, δε θα τη δω να περπατάει και να τρέχει. Δεν θα οργώσω ποτέ ξανά. Δεν θα επισκευάσω ποτέ ξανά τη στέγη του σπιτιού. Δεν θα πάω να κόψω ξύλα για το χειμώνα μαζί με τους άλλους άντρες. Δεν θα βοηθήσω να ξεγεννήσουμε τη γελάδα. Ένα βήμα μπροστά.
Τώρα βλέπω. Κάθε τόσο ακονίζει το μαχαίρι. Πέντε βυζαντινοί στρατιώτες θα με ξαπλώσουν κάτω. Θες δε θες, θα προσπαθήσεις να το αποφύγεις. Κι όταν τελειώσει, και πετάξει τα μάτια μου στα σκυλιά, θα με σηκώσουν όρθιο, θα βάλω τα χέρια μου στις πληγές, θα κάνω ό,τι κάνουν και οι άλλοι, θα πονάω, θα ουρλιάζω από τον πόνο, κάποιος θα με πιάσει από τη πουκαμίσα και θα με οδηγήσει κοντά στους άλλους. Και θα φύγουμε για τα χωριά μας. Ανά εκατό, θα μας οδηγεί ένας με ένα μάτι. Ένα βήμα μπροστά.
Τους βλέπω να τρέχουν να μας υποδεχτούν, θα κλαίνε, οι μανάδες θα χτυπιούνται και θα καταριούνται, οι γυναίκες θα μας αγκαλιάζουν, οι κόρες θα σκεπάζουν τα μάτια τους με τις παλάμε ς τους, ‘μπαμπά μου, μπαμπά μου, τι σου έκαναν μπαμπά μου;’ και θα οδύρονται και θα κλαίνε. Ένα βήμα μπροστά.
Ένα βήμα, δυο μάτια. Ένα βήμα, δυο μάτια.
Είναι οχτώ μπροστά μου. Προλαβαίνω. Θα πονέσω λιγότερο. Θα βγάλω το μαχαίρι που έχω κρυμμένο στο στιβάνι και θα κόψω το λαιμό μου. Θα ρωτάνε οι κόρες μου, που είναι ο μπαμπάς μας; σκοτώθηκε; Θα θέλουν να με αγκαλιάσουν μα εγώ δε θα είμαι εκεί, να τις ακουμπήσω, να τις αγκαλιάσω, να μυρίσω το κορμί της γυναίκας μου, να κάνουμε κι άλλα παιδιά, να κάνουμε γιους, να μεγαλώσουν να μας βοηθάνε, να μας γηροκομήσουν, εγώ θα ξόβω ξύλα με το πριόνι, να αρμέγω τις αγελάδες, θα κάνω πολλές δουλειές, θα πηγαίνουμε σε γάμους, θα γλεντάμε, θα τραγουδάμε, θα νανουρίζω το μωρό, θα κοιμάται στην αγκαλιά μου, θα του χαϊδεύω το κεφάλι, δε θα το δώ ποτέ μου, ποτέ μου, δε θα το δω να μπουσουλάει, να περπατάει, να πέφτει, να μου βγάζει τη γλώσσα. Ένα βήμα μπροστά.
Δεν προλαβαίνω. Πριν ξεψυχήσω, θα με αρπάξουν και θα μου βγάλουν τα μάτια. Ένα βήμα μπροστά. Είναι ένας μπροστά μου.
Ένα βήμα μπροστά. Είναι η σειρά μου. Τρεις αετοί πετάνε ψηλά στον ουρανό. Φως.
Έρχονται να με πάρουν. Προχωρώ. Βλέπω το μαχαίρι. Ακούω μια φωνή.
-Το ένα μάτι.
Σχολιάστε ελεύθερα!