in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

βία – βία/χρήμα – βία – χρήμα/βία – βία/χρήμα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Το αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους είναι μια συνοπτική παγκόσμια ιστορία, ιδωμένη από τη σκοπιά του κομμουνισμού και της Κυριαρχίας. Αυτές είναι οι δυο ιστορίες που συγκροτούν την ανθρώπινη Ιστορία, η ιστορία του κομμουνισμού και η ιστορία της Κυριαρχίας. Είναι ένα βιβλίο το οποίο γράφεται και ελπίζω μια μέρα να τελειώσει.

Αρχίζω με την άποψη ότι ο κομμουνισμός μας έκανε ανθρώπους, ότι ξεφύγαμε από την κατάσταση του προανθρώπου βάζοντας όρια, σταματώντας, όσο ήταν δυνατόν, τον φόνο, το αλληλοφάγωμα και την αιμομειξία μέσω της πρόκρισης και της ενίσχυσης της συμβίωσης, της συνεργασίας, της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης. Ο φόνος και ο πόλεμος επιβίωσαν και πολύ συχνά αναβιώνουν, ενώ η αιμομειξία μας ταλαιπωρεί ως επιθυμία.   Εάν ο άνθρωπος εμφανίστηκε το 100.000 π. Χ., μέχρι το 5.000 π. Χ. οι  κοινωνίες, με τη μορφή ολιγομελών τροφοσυλλεκτικών/κυνηγητικών εσμών ή μικρών αγροτικών κοινοτήτων,  ήταν κομμουνιστικές και παραμένουν κομμουνιστικές, υπό τον έλεγχο και την διαχείριση  της Κυριαρχίας. Οι μορφές της Κυριαρχίας είναι δύο: η ανατολική (της εγγύς και μέσης Ανατολής), η οποία προέκυψε από τη συνεργασία των αυτόνομων αγροτικών κοινοτήτων, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν η οικονομία του Ναού, από την οποία προήλθαν οι πόλεις, το Κράτος και ο Κύριος (πρόκειται για τον λεγόμενο ασιατικό τρόπο παραγωγής) και η δυτική, η οποία προέκυψε κατά τη μετάβαση από τον ποιμενικό στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής στην αρχαϊκή Ελλάδα.

Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος είναι μια επιγραμματική συνόψιση της δυτικής Κυριαρχίας, του δυτικού πολιτισμού. Πρόκειται για μια συνοπτική περιοδολόγηση της δυτικής Κυριαρχίας. Συνοψίζω κάθε τρόπο παραγωγής με κριτήριο αφενός το κοινό χαρακτηριστικό όλων των τρόπων παραγωγής που συγκροτούν τη δυτική Κυριαρχία, που είναι η αρπαγή του κοινωνικού πλούτου που παράγουν οι υποτελείς και αφετέρου τον τρόπο της αρπαγής. Η λέξη ή οι λέξεις που βρίσκονται ανάμεσα στις παύλες παραπέμπουν σε έναν τρόπο παραγωγής εστιάζοντας στο τρόπο της αρπαγής.

Δυο είναι οι τρόποι της αρπαγής: η βία και το χρήμα. Με αυτούς τους δυο τρόπους αρπάζει ο Κύριος τον συλλογικά παραγόμενο κοινωνικό πλούτο: με τα όπλα (βία) και την απάτη (χρήμα). Εάν η βία των όπλων είναι σαφής, η απάτη του χρήματος ίσως σας παραξενέψει, μιας και το χρήμα θεωρείται μέσον ανταλλαγής. Δεν είναι όμως μόνο μέσο ανταλλαγής – είναι και μέσον αρπαγής που δεν φαίνεται. Πάω στο σούπερ μάρκετ κι αγοράζω ένα λίτρο γάλα. Με κλέψανε, το κέρδος είναι η λεία, δεν αντιλαμβάνομαι ότι έπεσα θύμα αρπαγής – πληρώνω, λέω κι ευχαριστώ στην ταμία!

1.

Η πρώτη περίοδος της δυτικής Κυριαρχίας (βία) είναι ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής, είναι το σημείο αφετηρίας της δυτικής Κυριαρχίας, το περιβάλλον, το υπόβαθρο (background) το οποίο την εξέθρεψε. Η αρπαγή του  κοινωνικού πλούτου εμφανίζεται πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία στις ποιμενικές κοινωνίες λόγω του αδιεξόδου του ποιμενικού τρόπου παραγωγής, το οποίο αποκαλώ ποιμενική εργαλειοφαγία. Όσο οι ποιμενικές κοινωνίες έχουν βοσκοτόπια, εκτρέφουν μεγάλο αριθμό ζώων, σφάζουν και τρώνε, κρατώντας έναν αριθμό ζώων αναραραγωγής που θα γεννήσουν άλλα, θα εξασφαλίσουν δηλαδή στο ποιμενικό γένος την τροφή του, την αναπαραγωγή του και τον πολλαπλασιασμό του.  Μιας και η εκτροφή μεγάλου αριθμού ζώων απαιτεί μεγάλες εκτάσεις, ο πολλαπλασιασμός των ποιμενικών γενών περιορίζει τα διαθέσιμα βοσκοτόπια, με αποτέλεσμα η στενοχωρία να προκαλεί στενοχώρια – δεν είναι καθόλου παράξενη η σημασιολογική συγγένεια των λέξεων στενός και στενάζω, αναστενάζω, στόνος, κλπ. Η ποιμενική κοινότητα δεν μπορεί να εκθρέψει τον αριθμό των ζώων που χρειάζεται και σε οριακά σημεία αναγκ’άζεται να φάει και τα ζώα αναπαραγωγής. Αλλά τα ζώα αυτά είναι τα μέσα παραγωγής, είναι το μέσον της εργασίας (εργαλείο) και το αντικείμενο της εργασίας. Η κατάσταση αυτή είναι καινοφανής: για πρώτη φορά, εργαλείο και αντικείμενο εργασίας ταυτίζονται! Για πρώτη φορά, ανθρώπινες κοινωνίες, για να αναπαραχθούν, τρώνε τα εργαλεία τους και τα αντικείμενα της εργασίας τους, τρώνε τα μέσα παραγωγής τους! Λόγω της ταύτισης, και λόγω της φύσης τους (ζώα), δεν μπορούν να επέμβουν και να αλλάξουν, να τροποποιήσουν τα μέσα παραγωγής, ούτε ασφαλώς να επέμβουν και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των λιβαδιών. Έτσι, οι ποιμενικές κοινωνίες ήταν καταδικασμένες να είναι ενδεείς και να αντιμετωπίζουν διαρκώς το φάσμα των λιμών και των λοιμών. Το γεγονός δε ότι ήταν και νομαδικές, τους καταδίκασε σε διαρκή πολιτισμική καθυστέρηση – οι ποιμενικές κοινωνίες δεν συνεισέφεραν τίποτα απολύτως στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αυτό που συνεισέφεραν ήταν η αρπαγή του αλλότριου κοινωνικού πλούτου, ο πόλεμος, η βαναυσότητα, ο ηρωισμός. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να επιβιώσουν: να εξοντώσουν το γειτονικό γένος και αν αρπάξουν τον πλούτο του. Κάτι τέτοιο, στα 95.000 χρόνια της ανθρώπινης Ιστορίας, δεν είχε ξαναγίνει! Η εξασφάλιση της νίκης απαιτούσε την σύναψη συμμαχιών μεταξύ των ποιμενικών γενών, με αποτέλεσμα η εξόντωση και η αρπαγή να κλιμακώνονται. Οι ποιμενικές κοινωνίες συγκροτούνται ως κοινωνίες στη βάση της βίας, της εξόντωσης και της αρπαγής, παντελώς πρωτοφανές. Το αποτέλεσμα ήταν οι ηττημένοι να εγκαταλείπουν τα πατρικά βοσκοτόπια και να εισβάλλουν στις περιοχές των αγροτικών κοινοτήτων. Η μερική εκκένωση των εκτεταμένων βοσκοτόπων έφερνε την ειρηνιή συμβίωση αλλά η διαδικασία τηυς στενοχωρίας πολύ σύντομα επαναλαμβάνονταν για να αρχίσει μια νέα περίοδος αλληλοκτόνων, αδελφοκτόνω πολέμων.  Από το 4.000 π. Χ. μέχρι το 1500 μ. Χ. (μογγολικά και τουρκικά φύλα),  για μια περίοδο 5.500 ετών, οι επιδρομές των ποιμένων ήταν αναρίθμητες, η εξόντωση και η καταστροφή των αγροτικών κοινοτήτων απερίγραπτης αγριότητας! Κι αφού κατακτούσαν μια περιοχή, αναγκάζονταν να εγκατασταθούν, να εγκαταλείψουν την εκτροφή των ζώων και να στραφούν στην καλλιέργεια της γης, ως κατακτητές, ως γαιοκτήμπονες, ως τοποτηρητές, χωροδεσπότες  Κύριοι.

Ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής προέκυψε όταν κομμουνιστικές αγροτικές κοινότητες βρέθηκαν σε εδάφη που δεν προσφέρονταν για καλλιέργεια της γης. Οι ποιμενικές κοινότητες κατά τη περίοδο της ειρηνικής συνύπαρξης και επέκτασης ήταν κομμουνιστικές – αυτό επιχειρώ να δείξω, να επιβεβαιώσω  με τη μελέτη μου Γραμματικοποίηση της Ιστορίας. Η μορφολογία, η σύνταξη και η σημασιολογία μιας γλώσσας κωδικοποιούν, καταγράφουν κοινωνικές σχέσεις και η μελέτη τους φέρνουν στο προσκήνιο αυτές τις σχέσεις. Αν και κομμουνιστικές αρχικά, για να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να περιορίσουν αυτό που μας έκανε ανθρώπους: τη συμβίωση, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Εάν έπρεπε κάποιοι να επιβιώσουν, όλα αυτά έπρεπε να τα ξεχάσουν – και τα ξέχασαν, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Αυτή είναι η Ανάγκη, η φρίκη της Ανάγκης: η εξόντωση και η αρπαγή είναι μια επιστροφή στην προανθρώπινη κατάσταση, είναι μια μορφή κοινωνικού αταβισμού.

Η αδιαφορία, η σιωπή  για τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής και σκέψης είναι εκκωφαντική. Χωρίς όμως τη μελέτη και την κατανόηση του ποιμενικού τρόπου παραγωγής δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ούτε το παρελθόν, ούτε το παρόν, ούτε το μέλλον της δυτικής Κυριαρχίας, του δυτικού πολιτισμού. Αυτός είναι ο λόγος που τα τελευταία χρόνια έχω στρέψει την προσοχή μου και το ενδισαφέρον μου στον ποιμενισμό, και μάλιστα στον ινδοευρωπαϊκό-αρχαιοελληνικό.

2.

Ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής εξασφάλισε τις συνθήκες, τις προϋποθέσεις συγκρότησης της δυτικής Κυριαρχίας. Φορείς της ήταν τα ελληνόφωνα ποιμενικά φύλα που εισέβαλαν και κατέκτησαν την ελλαδική χερσόνησο. Ενώ αρχικά εγκατέλειψαν εν μέρει τον ποιμενισμό (μυκηναϊκός πολιτισμός), αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε αυτόν διότι ο ποιμενισμός έχει το πλεονέκτημα της ταχείας εξασφάλισης πλούτου και ισχύος. Με εκατό ζώα φέτος, σε λίγα χρόνια, δέκα,  έχεις ένα κοπάδι χιλίων ζώων. Κατά το τέλος όμως της γεωμετρικής εποχής, γύρω στα 900-750 π. Χ., ο ποιμενισμός ήρθε αντιμέτωπος με τα αδιέξοδά του και τις αντιφάσεις τους και οι ήρωες-ποιμένες-πολεμιστής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εκτροφή των ζώων και να στραφούν προς την καλλιέργεια της γης. Ποιος όμως θα καλλιεργούσε τα μεγάλης έκτασης κτήματα; Υπήρχε μόνο μία λύση: οι δούλοι. Οι δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, θύματα απαγωγικών ληστρικών επιδρομών και πολύ σύντομα εμπορεύματα. Ο δούλος ήταν το πρώτο εμπόρευμα – αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε! Την εποχή λοιπόν της μετάβασης στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής εμφανίζεται το εμπόρευμα, η αγορά και το χρήμα. Αυτό είναι το αντικείμενο της μελέτης οι πρώτες μέρες της αγοράς, του εμπορεύματος και του χρήματος. Οι δούλοι παρήγαγαν προϊόντα τα οποία έπαιρναν το δρόμο τους προς την αγορά ως εμπορεύματα (λάδι, κρασι, αγγεία, όπλα). Ενώ η εξασφάλιση των δούλων δεν ήταν δυνατή χωρίς τη βία, τον πόλεμο, η αναπαραγωγή του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής ήταν αδύνατη χωρίς την παραγωγή εμπορευμάτων. Ο πόλεμος εξασφάλιζε τους δούλους, και η εργασία των δούλων εξασφάλιζε από τη μια τον χρόνο στους ελεύθερους πολίτες να πολεμούν και στους γαιοκτήμονες να παράγουν εμπορεύματα. Η διαδικασία αυτή άγγιξε κάποια στιγμή τα όρια της και η ρωμαϊκή δουλοκτητική κοινωνία, που γενίκευσε την δουλοκτησία και δουλοχρησία σε απόλυτο βαθμό, άρχισε να παρακμάζει και να αποσυντίθεται. Η βία λοιπόν είναι ο πρωταρχικός τρόπος αρπαγής του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, δίπλα της όμως εμφανίζεται και η αρπαγή μέσω μιας συγκεριμένης μορφής απάτης, του χρήματος, του εμπορεύματος και της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος που συμπυκνώνω την περίοδο αυτή ως βία/χρήμα.

3.

Το τελειωτικό χτύπημα στον  παραπαίοντα ελληνορωμαϊκό δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής, στον παραπαίοντα συνδυασμό βίας/χρήματος, το έδωσαν οι εισβολές των γερμανικών φύλων, το έδωσε ο λεγόμενος γερμανικός τρόπος παραγωγής. Ο τρόπος αυτός παραγωγής είναι μια μεταβατική μορφή παραγωγής: πρόκειται για τη μετάβαση των γερμανικών ποιμενικών φύλων στην καλλιέργεια της γης. Από τη φύση του, ο ποιμενισμός δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιοκτησία της γης και οι γερμανικές κοινότητες στράφηκαν στην καλλιέργεια της γης διατηρώντας τη γη ως κοινοχρησία. Από την άλλη, η κοινωνική διαφοροποίηση εντός του γένους αλλά και μεταξύ των γενών, των φρατριών και των φυλών ήταν έντονη. Η σύμφυρση, η σύνθεση μεταξύ του μεταβατικού γερμανικού (βασικά ποιμενικού)  τρόπου παραγωγής και του εν αποσυνθέσει δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής διαμόρφωσε τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η φεουδαρχία ήταν η σύνθεση της ποιμενικής βίας με τον εν διαλύσει δουλοκτητικό συνδυασμό βίας/χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν ο εξοβελισμός του χρήματος και η ενδυνάμωση της βίας. Οι μεν δούλοι της ρωμαϊκής κοινωνίας έπαψαν να είναι δούλοι, απελευθερώθηκαν κατά κάποιο τρόπο, οι δε ελεύθεροι καλλιεργητές των γερμανικών φύλων υποδουλώθηκαν, οργανωμένοι, υπό την επίδραση της γερμανικής κοινοτικής παράδοσης, σε μικρούς οικισμούς. Οι ρωμαίοι και οι γερμανοί Κύριοι κατέφυγαν στη βία για να διαιωνίσουν την αρπαγή του κοινωνικού πλούτου – με τη βία των όπλων αποσπούσαν ένα μεγάλο μέρος που παρήγαγαν οι δουλοπάροικοι. Κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας δεν υπάρχουν εμπορεύματα, χρήμα, αγορά, πόλεις – δεν υπάρχει οικονομική βία. Η παραγωγή προορίζεται για άμεση κατανάλωση – των φεουδαρχών και των ίδιων των παραγωγών. Υπάρχει βέβαια εμπόριο και χρήμα αλλά είναι παντελώς συμπληρωματικού χαρακτήρα  και αφορά εμπορεύματα εξωτικά, αντικείμενα συμβολικού γοήτρου των Κυρίων.

Όχι μόνο δεν υπάρχει χρήμα και εμπόρευμα αλλά δεν υπάρχει Κράτος! Η βία που ασκείται, ασκείται από τους ίδιους τους Κυρίους και τους στρατιώτες τους – ο Κύριος είναι ο ίδιος πολεμιστής. Οι υποτελείς παραγωγοί έχουν την νομή των μέσων παραγωγής, έχουν την ικανότητα της χρήσης τους αλλά έχουν και την κατοχή, δηλαδή τον έλεγχο της εργασιακής/παραγωγικής διαδικασίας, κάτι που δεν διέθεταν οι δούλοι. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι οι δουλοπάροικοι βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κοινωνική κατάσταση, συγκρινόμενοι με τους δούλους. Επιπλέον, η κυριότητα των φεουδαρχών ήταν τυπική, νομική και όχι μια οικονομική σχέση: αποσπούσαν απλά ένα μέρος της παραγωγής.

Η φεουαδαρχική περίοδος λοιπόν της δυτικής Κυριαρχίας ήταν μια περίοδος βίας. Δεν υπήρχε χρήμα, Κράτος και οι δουλοπάροικοι είχαν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και της παραγωγικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η φεουδαρχική κοινωνία ήταν μια διευρυμένη κοινωνία, σε σύγκριση με την δουλοκτητική. Η φεουδαρχία ήταν μια περίοδος διευρυμένου κομμουνισμού. Το αποτέλεσμα αυτής της διεύρυνσης είναι πολύ γνωστά. Η φεουδαρχική εποχή ήταν μια εποχή καταπληκτικών τεχνολογικών καινοτομιών, οι οποίες επέτρεψαν την διαμόρφωση της δυτικής επιστήμης, κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή. Αυτές οι τεχνολογικές και κατόπιν επιστημονικές ανακαλύψεις και καινοτομίες ήταν το τεχνολογικό-επιστημονικό υπόβαθρο που επέτρεψε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την επινόηση νέων μέσων παραγωγής, αναβίωσε το εμπόριο, το εμπόρευμα και το χρήμα, επέτρεψε την εμφάνιση των πόλεων, των πανεπιστημίων, της δημοκρατίας 9των πόλεων, επιτάχυνε την αποσύνθεση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και δημιούργησε τις συνθήκες εμφάνισης και γενίκευσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δίπλα στη βία, εμφανίζεται τώρα και το χρήμα – και δεν θα αργήσει να πάρει τα πρωτεία. Η βία θα μετεξελιχθεί σε χρήμα/βία.

4.

Το χρήμα, το εμπόρευμα, η αγορά, οι πόλεις, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εν τη γενέσει του δεν ήταν οι μόνες εξελίξεις. Υπάρχει άλλη μία, κομβικής σημασίας. Κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή, γνωστή ως Αναγέννηση, συγκροτείται και το Κράτος, το γνωστό απολυταρχικό Κράτος. Δεν είναι δημιούργημα των πρώτων καπιταλιστών αλλά των τελευταίων φεουδαρχών. Το απολυταρχικό Κράτος είναι μια άμυνα των φεουδαρχών κατά την εποχή της αποσύνθεσης/διάλυσης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, ένα Κράτος το οποίο έμελλε να πέσει στα χέρια των αστών – είναι το σημερινό αστικό/καπιταλιστικό Κράτος. Η προσωπική βία των φεουδαρχών κρίνεται αναποτελεσματική, ελλιπής, μη αποδοτική. Το απολυταρχικό Κράτος είναι δημιούργημα των ισχυρότερων φεουδαρχών μοναρχών του τέλους της φεουδαρχικής εποχής. Όλοι οι άλλοι τοπικοί φεουδάρχες αναγκάστηκαν να το ενισχύσουν και να το πλαισιώσουν υποτασσόμενοι σε αυτό, βλέποντας σε αυτό τον σωτήρα τους, αναγνωρίζοντας σε αυτό την εξασφάλιση της αναπαραγωγής, της διαιώνισης της Ισχύος τους. Οι φεουδάρχες οργανώνονται σε τάξη κατά την εποχή της αποσύνθεσης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής.

Επιμένω σε αυτό το ζήτημα διότι είναι καθοριστικής σημασίας, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Κι ενώ συγκροτείται το απολυταρχικό Κράτος, εξελίσσεται ταυτόχρονα η αποσύνθεση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και η συγκρότηση του καπιταλιστικού. Πρόκειται για ανατροφοφότηση, feed-back: όσο αποσυντίθενται οι φεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις, τόσο αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές, κι όσο αναπτύσσονται αυτές, τόσο επιταχύνεται η διάλυση των πρώτων. Ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής αποσυντίθεται με την εκδίωξη των υποτελών παραγωγών, που όπως είπαμε διαθέτουν τη νομή των μέσων παραγωγής και ελέγχουν την παραγωγική/εργασιακή διαδικασία. Η κατάσταση αυτή δείχνει την αδυναμία των φεουδαρχών επι του ελέγχου της παραγωγής, μια αδυναμία που εξισορροπείται με την βία, με την αρπαγή ενός μέρους της παραγωγής μέσω των όπλων. Η αποσύνθεση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής  είναι αποτέλεσμα της επίθεσης των φεουδαρχών κατά των δουλοπαροίκων – το επέτρεψε ασφαλώς και η κατοχή των πυροβόλων όπλων. Με τα πυροβόλα στα χέρια, οι φεουδάρχες απαιτούν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, απαιτούν περισσότερες μέρες απλήρωτης εργασίας (αγγαρεία), και το σημαντικότερο: εκδιώκουν τους δουλόπαροικους από τη γη, τους εξοβελίζουν από την παραγωγή. Συνεργός τους ασφαλώς το εν αναπτύξει απολυταρχικό Κράτος. Τεχνολογικές καινοτομίες, πυροβόλα όπλα, απολυταρχικό Κράτος: η φεουδαρχική ισορροπία μεταξύ των φεουδαρχών Κυρίων και των υποτελών Παραγωγών ανατρέπεται, ο συσχετισμός  κατανομής της ισχύος μεταβάλλεται, σε βάρος των δουλοπάροικων. Νικητής όμως από αυτή την εξέλιξη δεν θα είναι ο φεουδάρχης αλλά κάποιος άλλος, ο έμπορος των πόλεων που γίνεται καπιταλιστής, αγοραστής της εργασιακής δύναμης των διωγμένων από τη γη δουλοπαροίκων, των ηττημένων υποτελών Παραγωγών.

Είδαμε ότι κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων οι υποτελείς Παραγωγοί πέτυχαν πολλές και σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες, που επέτρεψαν τη συγκρότηση της επιστήμης. Αυτούς τους κοινωνικούς καρπούς επιθυμεί και επιδιώκει να αρπάξει ο φεουδάρχης και το κάνει. Ο σφετερισμός αυτών των επιτευγμάτων επέτρεψε στον φεουδάρχη να εκδιώξει τους υποτελείς Παραγωγούς: ολοένα και περισσότερο, τα πολλά χέρια των παραγωγών καθίστανται περιττά. Γνωρίζουμε πολύ καλά ποια ήταν η μοίρα των διωγμένων δουλοπαροίκων: εξόντωση, καταναγκαστική εργασία, πειθαρχία και εγκλεισμός. Απαγχονισμοί επαιτών, κάψιμο στη πυρά γυναικών, καταδίκη σε γαλέρες ξεριζωμένων ανδρών, δημιουργία χώρων εγκλεισμού (πτωχοκομεία, κλινικές, φυλακές, working-house). Ξεχάσαμε όμως τον πιο αποτελεσματικό, τον πιο αποδοτικό τρόπο εγκλεισμού: το καπιταλιστικό εργοστάσιο. Η μορφή αυτή του εγκλεισμού είναι μια παραλλαγή της καταναγκαστικής εργασίας του working-house. Η καταναγκαστική εργασία, η οποία ασφαλώς είναι ακραιφνής δουλεία, αποδείχτηκε αναποτελεσματική. Ο έγκλειστος δούλος δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την εργασία και ο βούρδουλας δεν αρκεί. Κι όχι μόνο αυτό: η αναπαραγωγή των έγκλειστων δούλων δημιουργεί μεγάλο κόστος στον Κύριό τους: πρέπει να τους εξασφαλίσει ένα ενδιαίτημα, τροφή και ρουχισμό. Και να τους επιτηρήσει ασφαλώς, να τους σωφρονίσει.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον συγκροτούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Προκρίθηκε έναντι της καταναγκαστικής εργασίας, η μη-καταναγκαστική εργασία. Και λέω μη-καταναγκαστική εργασία μόνο και μόνο για να μην χρησιμοποιήσω τον όρο ‘ελεύθερη εργασία’. Η μη-καταναγκαστική εργασία, η ‘ελεύθερη εργασία’,  είναι αποτέλεσμα άσκησης βίας (εκδίωξη από τη γη και τα μέσα παραγωγής των δουλοπάροικων. Εκτός από την εξόντωση και τον εγκλεισμό, έχουμε τώρα ένα νέο τρόπο ελέγχου και χρησιμοποίησης των ηττημένων δουλοπαροίκων: είναι ελεύθεροι να πουλήσουν το κορμί τους, με τη μορφή της πώλησης της εργασιακής τους δύναμης. Θα πληρωθούν για να εργαστούν και να επιβιώσουν, αλλά θα εργαστούν και χωρίς να πληρωθούν. Η πρώτη είναι η αναγκαία εργασία, η δεύτερη είναι η υπεργασία. Η αναγκαία εργασία είναι έκφραση της ελευθερίας του ηττημένου δουλοπαροίκου, η υπερεργασία είναι η διαιώνιση της δουλείας. Ο προλετάριος είναι ένας συνδυσμός ελευτθερίας, προϊόν της βίας, και δουλείας. Η υπεργασία είναι η καπιταλιστική μορφή της αρπαγής του κοινωνικού πλούτου. Προηγείται, λογικά και χρονικά, η αγοραπωλησία της εργασιακής δύναμης. Εάν ο εργάτης σταματήσει την εργασία του μόλις ολοκληρωθεί η αναγκαία εγασία, ο καπιταλιστής θα βγάλει το όπλο και θα του πει: ή συνεχίζεις ή σου τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Η βία έπεται – το χρήμα, το εμπόρευμα, η αγορά προηγούνται: αυτός είναι ο λόγος που συνοψίζω την καπιταλιστική περίοδο της δυτικής Κυριαρχίας ως χρήμα/βία. Εάν θέλαμε να ήμασταν πιο ακριβείς, θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε κι ως εξής: (βία) – χρήμα/βία. Η εντός παρένθεσης βία είναι προφανώς η φεουδαρχική βία.

5.

Θα υποστηρίξω στη συνέχεια ότι η πρωτοκαθεδρία του χρήματος έναντι της βίας θα μετεξελιχθεί, μετεξελίσσεται ήδη, σε πρωτοκαθεδρία της βίας έναντι του χρήματος. Από τον συνδυασμό χρήμα/βία της καπιταλιστικής πεδιόδου θα περάσουμε στον συνδυασμό βία/χρήμα.  Είναι δυνατόν να υπάρξει καπιταλισμός με την πρωτοκεθεδρία να δίνεται στην βία; Τον συνδυασμό αυτόν τον είδαμε και στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής – μας λέει κάτι αυτό;

Θα το κάνουμε όμως αύριο το πρωί. Είναι Σάββατο σήμερα, 7 και κάτι, ξημερώνει, δεν έχει δουλεία σήμερα, όπως λένε και οι πόντιοι. Πάω στο λιμάνι να αγοράσω ψάρια, μετά στο παζάρι γι αυγά (μέχρι να στήσουμε το δικό μας κοτέτσι) και μετά στον κήπο να φυτέψω σπανάκι. Ζωή χωρίς σπανακόπιτα από τα χέρια της Τασούλας δεν είναι ζωή. Και μη ξεχνάτε ότι κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι, πέφτουμε θύματα κλοπής. Κι όταν βεβαίως πουλάμε την εργασιακή μας δύναμη.

 

 

 

κλπ

Σχολιάστε ελεύθερα!