in αρχαία ελληνική γλώσσα και Ιλιάδα, οι λατρείες της Δύσης, Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

Ζεύς: αυτός που εκσφενδονίζει το φως ως βλήμα (που τυφλώνει)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια από τις αρχαιότερες λέξεις της (αρχαιο)ελληνικής γλώσσας, θα επιχειρήσουμε δηλαδή μια φωνητική, μορφολογική, ετυμολογική και σημασιολογική προσέγγιση της λέξης ‘Ζεύς’.  Η λέξη αυτή παραμένει ένα άλυτο μυστήριο, θα δούμε γιατί,  κι εμείς φιλοδοξούμε να το διαυγάσουμε. Θα κινηθούμε σε κινούμενη άμμο, τα βήματά μας όμως θα είναι πολύ προσεκτικά και είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι δεν θα μας καταπιεί η παρετυμολογία, οι αβάσιμες, άρα άχρηστες, εικασίες – αν και δεν θα αποφύγουμε να διατυπώσουμε κάποιες  εύλογες υποθέσεις. Θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η λέξη Ζεύς σημαίνει  ‘αυτός που ρίχνει, εκσφενδονίζει το φως ως βλήμα (που τυφλώνει)’. Και θα ρωτήσετε: όλα αυτά τα λέει η λέξη ‘Ζεύς’; Ναι, φίλες και φίλοι, όλα αυτά τα λέει η λέξη ‘Ζεύς’.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε ένα σταθερό σημείο να πατήσουμε. Δεν θα δυσκολευτούμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε όταν διδασκόμαστε αρχαία ελληνικά είναι ο εντοπισμός του θέματος ενός ονόματος (ουσιαστικού, επιθέτου). Το εντοπίζουμε στη γενική. Η οδός, της οδ-ού, η πηγή, της πηγ-ής. Είναι πολύ σαφές. Το θέμα όμως του ουσιαστικού ‘λέων’ ή ‘ελέφας’ είναι λέοντ- και ελέφαντ-: λέοντ-ος, ελέφαντ-ος. Το θέμα στην ονομαστική συνήθως υφίσταται κάποιες αλλοιώσεις, οι οποίες εξηγούνται όλες. Ένας νόμος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας λέει ότι το τ δεν μπορεί να είναι καταληκτικό σύμφωνο. Οπότε, έχουμε λέον με έκταση του βραχέος ο σε μακρό (ω). (Αυτή η έκταση συνηθίζεται στην ονομαστική). Ένας άλλος νόμος λέει ότι το σύμπλεγμα ντ προ του σ(ίγμα), σιγείται: οπότε: ελέφαντ-ς >ελέφας. Μερικές φορές έχουμε δύο θέματα, τα οποία όμως διαφέρουν ελάχιστα: η λέξη πόλις έχει δυο θέματα, πόλι-και πόλε- (πόλις, ονομαστική ενικού, πόλε-σι, δοτική πληθυντικού).

Στη γενική έχουμε Διός, έτσι δεν είναι; Αυτό μαθαίνουμε αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Ο τύπος Διός προέρχεται από το ΔιFός, είμαστε κάτι παραπάνω από βέβαιοι. Μας το επιβεβαιώνουν και επιγραφές και τα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου. Το F, το δίγαμμα, ήταν ένας φθόγγος (ημίφωνο, προφερόταν άλλλοτε ως σύμφωνο κι άλλοτε ως φωνήεν)  που προφερόταν κατά τη μυκηναϊκή εποχή, αλλά σιγήθηκε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και την αποσύνσθεση της μυκηναϊκής κοινωνίας. Επιβίωσε όμως στη δωρική διάλεκτο και πολλές επιγραφές αυτής της διαλέκτου το διασώζουν. Διαθέτουμε μία, τουλάχιστον, μαρτυρία, από το δωρικό Άργος, της μορφής ΔιFί, ενώ στην Κεφαλλωνιά  έχει βρεθεί επιγραφή με τι γενική ΔιFός (ΔΙFΟΣ). Στην πινακίδα PY Tn 316 (πίσω πλευρά, στίχος 9) διαβάζουμε τη δοτική ΔιFεί (με περισπωμένη, έχω ένα πρόβλημα με τις πολυτονικές γραμματοσειρές, θα φροντίσω να το λύσω σύντομα): di-we.

Κατά συνέπεια, φίλες και φίλοι, η ονομαστική Ζεύς θα πρέπει να περιέχει το θέμα ΔιF-. Το περιέχει; Εάν όχι, για ποιο λόγο; Εάν ναι, που είναι και δεν το βλέπουμε; Να το πρώτο μυστήριο.

Ας δούμε τώρα ένα άλλο μυστήριο. Στη γενική έχουμε Διός, στη δοτική Διΐ, στην αιτιατική Δία και στη Κλητική Ζευ. Εκτός όμως από αυτούς τους τύπους, έχουμε και τους παράλληλους Ζηνός (γεν), Ζηνί (δοτ.), Ζην και Ζηνα (με περισπωμένη και οι δυο τύποι) στην αιτιατική. Τι είναι αυτοί οι τύποι; Τι μπέρδεμα είναι αυτό; Πως προέκυψαν;

Να κι ένα άλλο μυστήριο. Όποιο έγκυρο ετυμολογικό λεξικό ή ιστορική γραμματική κι αν ανοίξετε, θα διαπιστώσετε ότι αυτό που είναι γενικά αποδεκτό από τους γλωσσολόγους και τους φιλολόγους είναι ότι η λέξη Ζεύς προέρχεται από τον τύπο *Dyeus. Θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε τις απόψεις του P. Chantraine, του οποίου η Ιστορική Μορφολογία της Ελληνικής Γλώσσας έχει μεταφραστεί στην ελληνική (εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1990, μετ. Νίκου Κ. Αγκαβανάκη). Ο Chantraine ομολογεί ότι το όνομα Ζεύς ‘παρουσιάζει πολύπλοκα προβλήματα’ (σελ. 127) και υποστηρίζει ότι το βασικό θέμα είναι η ινδοευρωπαϊκή ρίζα dei- που σημαίνει ‘λάμπω’. Η ρίζα αυτή ‘δέχτηκε επίθημα -w- / -eu- και σχημάτισε με αυτό την κλίση του’. Έτσι, έχουμε το θέμα Ι, *dei-w- και το θέμα ΙΙ *dy-eu.

Από το θέμα ΙΙ, κατά τον γάλλο φιλόλογο, προέρχεται η ονομαστική Ζεύς, ενώ από το θέμα Ι προέρχεται η γενική και η δοτική (ΔιFός και ΔιFί [ΔιFεί] >Διός και Διΐ, Διει). Η ρίζα *dei- μπορεί να γίνει di- (πρβλ. λείπω-έλιπον, εί-μι [έρχομαι], ί-τε [παιδες Ελλήνων] κλπ), δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Αλλά είναι τα προβλήματα. Πρώτο πρόβλημα, σοβαρότατο: πως η ρίζα *dei- έγινε *dy- του θέματος ΙΙ; Απ’ όσο γνωρίζω, πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση, δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία. Πως έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα ο Chantraine; Υπάρχει απάντηση και θα την διατυπώσουμε παρακάτα. Δεύτερο πρόβλημα, αποκαλυπτικό της μηχανιστικής μεθοδολογίας των κλασσικών φιλολόγων: τι είναι τα επιθήματα -w- και -eu-;

Με τα επιθήματα ( προθήματα και ενθήματα) δεν έχουμε ασχοληθεί αλλά θα πω τώρα μερικά πράγματα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το θέμα που ερευνούμε. Το επίθημα είναι ένα εξαρτημένο μόρφημα, το οποίο ως μόρφημα έχει κάποια σημασία (Μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα της γλώσσας). Ας δούμε δυο επιθήματα: το -τηρ  και το -τορ (τωρ). Με θέμα το δ0- και το δω- (<*do-, ‘δίνω’) έχουμε το όνομα δο-τήρ και δώ-τωρ. Ο δοτήρ είναι αυτός που δίνει, αυτός που είναι υποχρεωμένος να δίνει: το επίθημα (μόρφημα) -τηρ δηλώνει αυτόν που κάνει κατ’ επανάληψη ό,τι σημαίνει η ρίζα. Ο δώτωρ είναι αυτός που έχει δώσει. Ο σωτήρ είναι αυτός που μας σώζει κάθε φορά που κινδυνεύουμε, ενώ ο ρήτωρ είναι αυτός που μίλησε ήδη. Δεν υπάρχει επίθημα που να μην έχει κάποια σημασία. Μπορεί η σημασία να λησμονήθηκε και να αδυνατούμε να την εντοπίσουμε αλλά έχει, είχε κάποια σημασία. Ποια είναι η σημασία των επιθημάτων -w- και -eu-; Ούτε εμείς το γνωρίζουμε ούτε ο Chantraine. Εάν ισχυριζόταν ότι πρόκειται για ανάπτυξη ημιφώνου (με λειτουργία συμφώνου μεταξύ φωνηέντων) θα μπορούσαμε να το δεχτούμε. Ανάπτυξη συμφώνου έχουμε στη γενική ανδρός: ανέρος > ανρός > ανδρός. Δεν υποστηρίζει όμως κάτι τέτοιο.

Το ίδιο προβληματικό είναι και το επίθημα -eu- (με το έψιλον βραχύ) Υπάρχει ένα επίθημα -ew- (-εF- με το ε μακρό) το οποίο είναι πολύ γνωστό και πολύ συνηθισμένο: δηλώνει αυτόν που κάνει αυτό που σημαίνει η ρίζα: η λέξη φονεύς, λόγου χάριν, προέρχεται από τον τύπο φον-εF-ς ενώ η γενική φονέως από το φον-εF-ος (>φονηος, φονέως, με αντιμεταχώρηση, με τροπή του μακρού ε σε βραχύ και του βραχεός ο σε μακρό). Φονεύς είναι αυτός που φονεύει. Αλλά στη περίπτωσή μας δεν πρόκειται για το επίθημα *-ew-.

Αυτό που κάνουν με τα επιθήματα οι φιλόλογοι το κάνουν και με τις καταλήξεις. Οι καταλήξεις, ονοματικές και ρηματικές έχουν κάποια σημασία, είναι μορφήματα. Η κατάληξη της γενικής -ου (λύκ-ου) έχει κάποια σημασία και είναι σαφές ότι ήταν κάποιο μόρφημα. Ας δούμε πως φτάσαμε στη μορφή λύκου<λυκοιο (και λύκοο) <λυκ-ος-jο. Αυτό το *-jo (*-yο) ήταν ένα αυτόνομο μόρφημα που δήλωνε την κτήση, την κατοχή. Η κατάληξη -ες (λέοντ-ες) δηλώνει πλήθος έμψυχων όντων (γυναίκ-ες, άνδρ-ες, κλπ).

Οι κλασσικοί φιλόλογοι μας δίνουν να σχηματίσουμε την εντύπωση πως οι λέξεις πλάστηκαν από τη μηχανική επικόλληση επιθημάτων και καταλήξεων αλλά δεν είναι έτσι όπως μας τα λένε. Οι λέξεις είναι προϊόν μιας μακροχρόνιας διαδικασίας σύνθεσης μορφημάτων, που έχασαν την αυτονομία τους, όχι όμως και τη σημασία τους.

Και τώρα μπορούμε να δώσουμε μια εξήγηση για αυτά τα επιθήματα που επικαλείται ο Chantraine: παίρνει ως δεδομένο αυτό το οποίο οφείλει να εξηγήσει. Υπαρκτούς φθόγγους τους εκλαμβάνει ως επιθήματα, επινοεί αυτά τα επιθήματα για να δώσει μια λύση στα προβλήματα που παρουσιάζει η λέξη Ζεύς. Αλλά αυτό δεν είναι επιστήμη, φίλες και φίλοι.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Γεια σας.πολυ ενδιαφερον το αρθρο σας.μπορειτε να με βοηθησετε με μθα απορια που εχω?
    *Η κατάληξη -ες (λέοντ-ες) δηλώνει πλήθος έμψυχων όντων (γυναίκ-ες, άνδρ-ες, κλπ). Γιατι ομως λεμε για παραδειγμα * οι καρεκΛΕΣ* αφου ειναι για εμψυχα?ευχαριστω

  2. Υπάρχει η διάκριση έμψυχου-άψυχου και η διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Στη Γραμματική όμως αυτή η διάκριση μεταξύ έμψυχου-άψυχου και αρσενικού – θηλυκού πολύ συχνά δεν ισχύει. Κάποιο εμψυχο εκλαμβάνεται ως άψυχο (η γυναίκα, το γυναικάκι, ο παις>το παιδί, το ζώο, το τσακάλι), ενώ ένα άψυχο εκλαμβάνεται ως έμψυχο (ο ποταμός, η λίμνη, ο ήλιος, η σελήνη, η πέτρα, η καρέκλα.) Το βιολογικό και το γραμματικό γένος δεν ταυτίζονται και οι λόγοι είναι πολλοί. Όταν το άψυχο εμφανίζεται ως έμψυχο, τότε έχουμε προσωποποίηση (ο ήλιος, η θάλασσα, η σελήνη, ο ποταμός). Όταν το έμψυχο εκλαμβάνεται ως άψυχο, τότε έχουμε απαξίωση και περιφρόνηση : το γύναιο, το ανδράκι, το παιδί κοκ.