in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

εγώ κι εσύ, μόνοι πάνω στη Γη: ο Αδάμ και η Εύα δεν ήταν ερωτευμένοι

Γιατί δυο ερωτευμένοι θα ήθελαν να ήταν μόνοι πάνω στη Γη, γιατί θέλουν να απομονώνονται, θέλουν να απομακρύνονται από την κοινωνία; Σε αυτό το ερώτημα θα αποπειραθούμε να απαντήσουμε σήμερα, φίλες και φίλοι, κι αύριο θα συνεχίσουμε με το ζήτημα της σχέσης φιλίας και ανείπωτου.

Το πρώτο που σκέφτομαι είναι το εξής ερώτημα:εάν δυο ερωτευμένοι έμεναν οι δυο τους πάνω στη Γη, θα συνέχιζαν να  είναι ερωτευμένοι; ΟΧΙ, κατά κανένα τρόπο. Οπότε, ο Αδάμ και η Εύα δεν ήταν ερωτευμένοι – εάν ερωτεύθηκαν, θα πρέπει να ερωτεύθηκαν μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Είσαι βέβαιος, Αθανάσιε; Είμαι βέβαιος. Εάν ο έρωτας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο (δεν υπάρχει έρωτας στη φύση), εάν ένα ζευγάρι δεν συνιστά κοινωνία, εάν μια ομάδα τριών ανθρώπων είναι η στοιχειώδης, η ελάχιστη  κοινωνία, τότε θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι δυο ερωτευμένοι μας πολύ σύντομα θα ξενέρωναν. Όπως ξενερώνουν και οι ερωτευμένοι που χάνονται για λίγες ή πολλές μέρες και σκάνε μύτη στη κοινωνία να αναπνεύσουν κοινωνικό αέρα, να νιώσουν δηλαδή άνθρωποι, να νιώσουν την αλληλεγγύη (ισότητα)  και την ελευθερία (εξάρτηση). Δυο ερωτευμένοι που παρατείνουν την απομόνωσή τους τείνουν να ξεφύγουν από την ανθρώπινη κατάσταση και να γίνουν προάνθρωποι, ζώα χωρίς την αίσθηση του ορίου της ελευθερίας και της επιθυμίας. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε διαφορετικά  (τους πραγματικούς και συμβολικούς)  φόνους και τον (πραγματικό και συμβολικό)  κανιβαλισμό που παρατηρείται μεταξύ των ερωτευμένων.

Προσεγγίσαμε τα αντικείμενα του σημερινού μας σημειώματος: τον Αδάμ και την Εύα από τη μια, τον έρωτα από την άλλη.  Εάν δεν υπάρχει έρωτας στη φύση αλλά μόνο στη κοινωνία, εάν ο έρωτας είναι αταβισμός, επιστροφή της άγριας φύσης,  τότε θα πρέπει να υποθέσουμε βάσιμα ότι ο έρωτας καταγράφει τη μετάβαση από την κατάσταση του προανθρώπου στην κατάσταση του ανθρώπου, ότι εμφανίστηκε κατά τη διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης. Δηλαδή, όταν είμαστε ερωτευμένοι είμαστε και προάνθρωποι και άνθρωποι, είμαστε και άγρια θηρία και δεν είμαστε άγρια θηρία. Δεν γράφω ‘αγρια θηρία και άνθρωποι’ διότι ο άνθρωπος είναι και άγριο θηρίο, αλλά δεν είναι μόνο άγριο θηρίο. Έπαψε να είναι μονο άγριο θηρίο. Γιατί, πως;

Δεν γνωρίζουμε. Οι μαρξιστές λένε ότι το χέρι, το εργαλείο και η εργασία μας έκαναν ανθρώπους. Είμαι μαρξιστής, αλλά αυτή η εξήγηση μου φαίνεται πολύ ελλιπής, ελλιπεστάτη θα έλεγα. Δεν εξηγεί την ύπαρξη, την επιβίωση  του υπό έλεγχου,  στην καλύτερη περίπτωση, τέρατος μέσα μας. Ο Φρόιντ μας είπε ποιο είναι αυτό το τέρας και πως να το τιθασεύσουμε. Είναι το ασυνείδητο: οι επιθυμίες του φόνου, του φαγώματος του άλλου και της αιμομειξίας. Αφού είναι επιθυμίες, πρέπει να ικανοποιηθούν – εάν ικανοποιηθούν όμως τοις μετρητοίς, δεν θα μείνει κανένας πάνω στη Γη. Εμείς όμως γινόμαστε ολοένα και περισσότεροι πάνω στη Γη! Αυτό σημαίνει ότι έχουμε παραιτηθεί από την ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών; Όχι, κατά καιρούς το τέρας δρα και ικανοποιείται. Συνήθως όμως το τέρας ικανοποιείται με συμβολικό τρόπο: με συμβολικό φόνο (όταν λέμε στον άλλον ότι δεν θέλουμε να τον ξαναδούμε), με συμβολικό φάγωμα (σε λεκτικό επίπεδο, ‘την έφαγα’= τη γάμησα), με συμβολική αιμομειξία (ερωτευόμαστε κάποιον, κάποιαν που μοιάζει με τον πατέρα μας ή τη μάνα μας). Το ασυνείδητο τέρας μας λοιπόν ικανοποιείται ασυνείδητα στο επίπεδο του πραγματικού και του συμβολικού – δεν γίνεται να μην ικανοποιηθεί. Όσο δεν ικανοποιείται, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η επιθυμία, τόσο πιο άγριο και αδίστακτο και αιμοδιψές γίνεται. ‘Οταν ικανοποιείται συνειδητά στο επίπεδο του συμβολικού, όταν ταΐζουμε καλά το τέρας μέσα μας, τότε αυτή την κατάσταση τη λέμε ψυχική καλλιέργεια. Αλλά, εάν σχηματίσετε την εντύπωση ότι με την ψυχική καλλιέργεια το τέρας ικανοποείται πλήρως και αποκοιμιέται ήσυχα, με συχγωρείτε, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας. Δεν είναι και λίγοι οι ψυχικά καλλιεργημένοι που σκότωσαν. . .

Ένας καλός τρόπος να ταΐσουμε το τέρας είναι η ερωτική συνεύρεση. Υπάρχει όμως ο εξής κίνδυνος: όσο το ταίζουμε και ικανοποιείται και ηρεμεί άλλο τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται. Γιατί; Διότι ξυπνάει το ασυνείδητο. Ο έρωτας το ηρεμεί αλλά και το αναστατώνει. Όταν είμαστε ερωτευμένοι είναι σα να λέμε στον άλλον: θέλω να σε σκοτώσω και να σε φάω αλλά δεν θα το κάνω γιατί μετά πως θα γαμάω; Εδώ επεισέρχεται ο παράγοντας της σκέψης αλλά και μια άλλη πολύ σημαντική λεπτομέρεια: ο Αδάμ και η Εύα. Ποιοι ήταν αυτοί οι δυο άνθρωποι;

Ασφαλώς δεν ήταν οι πρωτόπλαστοι, οι πρώτοι άνθρωποι που τους έπλασε από πηλό ο τσομπάν-Γιαχβέ, ο Θεός των Εβραίων, ενός ποιμενικού σημιτικού φύλου, ξαδρεφάκι των αραβικών φύλων, όπως μαρτυρεί αδιάψευστα η συγγένεια των γλωσσών τους. Από την άλλη όμως, σίγουρα θα υπήρξαν οι πρώτοι άνθρωποι, τα πρώτα πλάσματα που δεν ήταν προάνθρωποι, άγρια θηρία. Έτσι δεν είναι; Οπότε, οι πρώτοι άνθρωποι ήταν οι τελευταίοι προάνθρωποι. Άρα, κατά μία έννοια, οι πρώτοι άνθρωποι ήταν πρωτόπλαστοι – μόνο που τους έπλασε η εξέλιξη. Οι τελευταίοι προάνθρωποι αναγκάστηκαν να γίνουν άνθρωποι. Γιατί. πως;

Η επιβίωση του τέρατος μέσα μας μάς ωθεί να εικάσουμε ότι ίσως το πέρασμα από την  κατάσταση του προανθρώπου στην κατάσταση του ανθρώπου να έγινε υπό το φάσμα του κινδύνου της εξαφάνισης λόγω ανυπαρξίας της ορίου της ελευθερίας και της επιθυμίας. Το DNA μας πληροφορεί ότι όντως κινδυνέψαμε να εξαφανιστούμε – αλλά ποια ήταν η αιτία; Ως προάνθρωποι, είχαμε κάποια αίσθηση της πραγματικότητας, είχαμε παραστάσεις, σκεφτόμασταν, είχαμε μνήμη, όπως έχουν και πάρα πολλά ζώα.  Επιπλέον, εργαζόμασταν, δηλαδή είχαμε φαντασία  (δεν έχουμε εξετάσει το ζήτημα της σχέσης εργασίας-φαντασίας) πράγμα που δεν το κάνουν τα ζώα – ούτε φαντασία έχουν ούτε εργάζονται.

Επιπλέον, δεν μιλάνε και δεν έχουν ηθική, δηλαδή, δεν οριοθετούν, δεν περιορίζουν τη φύση τους. Θα πρέπει λοιπόν να εικάσουμε ότι πάρα πολλά χαρακτηριστικά που ιδιάζουν στον άνθρωπο θα πρέπει να διαμορφώθηκαν κατά την εποχή της μετάβασης από την κατάσταση του προανθρώπου στην κατάσταση του ανθρώπου, του προανθρώπου δηλαδή που περιορίζει τη φύση του για να επιβιώσει. Η γλώσσα και η ηθική θα πρέπει να εμφανίστηκαν μαζί ως τρόποι ριζικής αντιμετώπισης του αδιεξόδου και του κινδύνου της εξαφάνισης. Κάποια άλλα μεταλλάχτηκαν, θα έλεγα: το γέλιο είναι το καλύτερο παράδειγμα – μια γκριμάτσα εκφοβισμού και απειλής μετεξελίχθηκε σε εκτόνωση της επιθυμίας αλλά και σε επιβίωσή της (γελάμε όταν ο άλλος πέφτει, όταν είναι αδύναμος, όταν προσφέρεται για φάγωμα).

Σε αυτή την κατηγορία θα πρέπει να εντάξουμε και τον έρωτα και τον τρόπο με τον οποίο συνευρισκόμαστε ερωτικά: τα ερωτικά παιχνίδια είναι μια συμβολική αλληλοφαγία – η σάρκα μας διεγείρει: τα δόντια μας κατευθύνονται προς το λαιμό, το μάτι και το χέρι εκεί που είναι συγκρεντρωμένη η μεγαλύτερη μάζα σάρκας.

Με τον έρωτα παύουμε να είμαστε προάνθρωποι ενώ ταυτόχρονα διαιωνίζουμε την προανθρώπινη κατάσταση. Οπότε, το ‘γαμάτε γιατί χανόμαστε’ ενώ δεν είναι και τόσο αθώο είναι άκρως απαραίτητο.

Ένα πρωινό θα αποπειραθώ να συνδυάσω, να κολλήσω,  θα έλεγα, με όλα αυτά που εξέθεσα, τη μιμητική επιθυμία, τη θεωρία του Ρενέ Ζιράρ. Τώρα, πάω στο βουνό να φέρω νερό – κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι πέφτουμε θύματα  κλοπής.

Και θα πάω στο λιμάνι να αγοράσω ψάρια.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!