φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Σήμερα, και τις επόμενες μέρες, θα ασχοληθούμε με την αξία, την απαγωγή και τη μεταξύ τους σχέση. Η συσχέτιση της αξίας με την απαγωγή θα σας φανεί κάπως περίεργη,παράδοξη, καινοφανής – καθώς όμως θα εκθέτω τις σκέψεις μου και θα προσεγγίζω κάποιες πτυχές του ζητήματος θα διαπιστώσετε ότι δεν είναι και τόσο παράδοξη. Η απαγωγή είναι η αρπαγή ανθρώπων αλλά δεν μεταχειρίζομαι τον όρο με αυτή τη γενική σημασία αλλά με μια πιο συγκεκριμένη: απαγωγή είναι η αρπαγή των ελεύθερων παραγωγών, είναι η εργασία της αιχμαλώτισης ελεύθερων παραγωγών, οι οποίοι γίνονται δούλοι, είτε άμεσα (ως αξίες χρήσης) είτε έμμεσα (ως εμπορεύματα [ανταλλακτικές αξίες]). Το εμπόρευμα ‘δούλος’, ως εμπόρευμα, έχει αξία χρήσης, έχει και ανταλλακτική αξία – το φέρνουν οι φύλακές του στην αγορά και το ανταλλάσσουν: κάποιοι το πουλούν, κάποιοι το αγοράζουν.Θα δούμε τι το κάνουν, πως το χρησιμοποιούν.
Οφείλουμε όμως να παραθέσουμε κι έναν ορισμό της αξίας. Αξία είναι ο χρόνος εργασίας ως μέτρο ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Ο ορισμός αυτός συνάγεται από αυτά που γράφει ο Κ. Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (Εμπόρευμα και Χρήμα) και εκεί θα διαβάσετε πολλά και ενδιαφέροντα για την αξία.
Γράφει λοιπόν εκεί ο Μαρξ: Την εργασία που η ωφελιμότητά της εκφράζεται έτσι με την αξία χρήσης του προϊόντος της ή με το γεγονός ότι το προϊόν της είναι αξία χρήσης, την ονομάζουμε κοντολογής ωφέλιμη εργασία. Από την άποψη αυτή εξετάζεται πάντα σε σχέση με το ωφέλιμο αποτέλεσμά της. Το εμπόρευμα ‘δούλος’ έχει αξία χρήσης, διότι είναι το προϊόν μιας ωφέλιμης εργασίας, της εργασίας της αιχμαλώτισης ελεύθερων παραγωγών (ανδρών νεαρής ηλικίας, κυρίως), της εργασίας του πολέμου απαγωγής, με άλλα λόγια.Έξοχα.
Να σας υπενθυμίσω την πρώτη πρόταση του Κεφαλαίου: Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδική μορφή του. Πολύ ωραία. Μιας όμως και το κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα έχει μια ημερομηνία γέννησης, άρα και θανάτου (πολλά εμπορεύματα έχουν πεθάνει, έχουν πάψει να παράγονται), μπορούμε να συντάξουμε μια γενεαλογία, μια αρχαιολογία των εμπορευμάτων. Ποιο είναι το πρώτο, χρονικά και λογικά εμπόρευμα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να διευκρίνισουμε ότι εκτός από τον καπιταλιστικό πλούτο, εκτός από τον καπιταλιστικό σωρό εμπορευμάτων, υπάρχει και ο δουλοκτητικός σωρός εμπορευμάτων: οι δούλοι παρήγαγαν εμπορεύματα – στην Αττική του 5ου π. Χ. αιώνα παρήγαγαν κυρίως λάδι, κρασί και αγγεία (αποθήκευσης και μεταφοράς των δύο πρώτων). Κατά συνέπεια, υπάρχει μια καπιταλιστική γενεαλογία των εμπορευμάτων και μια δουλοκτητική (Στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής δεν παράγονταν εμπορεύματα), αναζητούμε δηλαδή το πρώτο δουλοκτητικό εμπόρευμα και το πρώτο καπιταλιστικό εμπόρευμα. Δεν θα δυσκολευτούμε να τα εντοπίσουμε. Το αρχαιότερο, το πρώτο εμπόρευμα της δουλοκτητικής εποχής ήταν ο δούλος – χωρίς αυτό το εμπόρευμα δεν μπορεί να παραχθεί κανένα άλλο εμπόρευμα. Πως παράγεται το εμπόρευμα δούλος; Με μια ωφέλιμη εργασία την οποία αποκαλέσαμε απαγωγή ελεύθερων παραγωγών ή εργασία αιχμαλώτισης ελεύθερων παραγωγών ή εργασία του πολέμου απαγωγής.
Δεν θα δυσκολευτούμε να εντοπίσουμε και το πρώτο, χρονικά και λογικά εμπόρευμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: είναι η εργασιακή δύναμη (και όχι εργατική δύναμη!). Είδαμε πως παράγεται το πρωτογενές εμπόρευμα, ο δούλος, του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής: με την ωφέλιμη εργασία της απαγωγής, της αιχμαλώτισης ελεύθερων παραγωγών. Πως παράγεται όμως το πρωτογενές εμπόρευμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η εργασιακή δύναμη; Η εργασιακή δύναμη δεν είναι μία αυτόνομη οντότητα αλλά είναι μια συγκεκριμένη ικανότητα ενός ζωντανού ανθρώπου. Οπότε, το ερώτημα είναι: ο ζωντανός άνθρωπος μετατρέπει την εργασιακή του δύναμη αυτοβούλως σε εμπόρευμα, σε αξία χρήσης και σε ανταλλακτική αξία ή μήπως είναι αποτέλεσμα κάποιας βίας, κάποιας απαγωγής, κάποιας ωφέλιμης εργασίας που την αποκαλέσαμε εργασία αιχμαλώτισης; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Ποια είναι η κατάστασή του όταν το κάνει; Είναι ελεύθερος παραγωγός; Είναι παραγωγός;
Οχι, δεν είναι. Ούτε παραγωγός είναι, ούτε ελεύθερος είναι. Οϋτε δουλοπάροικος είναι. Τότε τι είναι; Πως να ονομάσουμε κάποιον που δεν είναι ούτε ελεύθερος ούτε παραγωγός; Μήπως είναι δούλος; Εάν είναι δούλος, ποιος τον αιχμαλώτισε, ποιος είναι ο δεσπότης του, ο Κύριός του, κάτοχος και φύλακάς του; Το βασικό μου μέλημα είναι το εξής: επιδιώκω να κατανοήσω την κατάσταση του πωλητή της εργασιακής του δύναμης την εποχή της συνάντησής του με το χρήμα, με τον έμπορο. Το κεφάλαιο, αυτή η κοινωνική σχέση, γεννήθηκε με την συνάντηση του εμπόρου με τον πωλητή της εργασιακής δύναμης. Να κι ένα νέο ερώτημα: ποιος είναι, τι είναι ο έμπορος; Ας μην ξεχνάμε ότι ο καπιταλιστής είναι πρωτευόντως έμπορος. Θα δείξω ότι ο έμπορος, άρα και ο καπιταλιστής είναι πολεμιστής, ένας ιδιόμορφος πολεμιστής. Όταν λοιπόν ο πωλητής της εργασιακής δύναμης συναντιέται με τον έμπορο, συναντιέται με έναν πολεμιστή, εγκαθιδρύεται μια σχέση του πολεμιστή με τον πωλητή της εργασιακής δύναμης. Ό,τι και να είναι αυτός ο πωλητής της εργασιακής δύναμης, τώρα, με τη σύναμη της συμφωνίας και της σχέσης, η κατάστασή αποσαφηνίζεται, συγκεκριμενοποιείται. Αυτά προς τα παρόν – η συνέχεια επί της οθόνης. . .
Θα αφήσουμε όλα αυτά τα ερωτήματα αναπάντητα προς το παρόν και θα στρέψουμε αλλού το βλέμμα μας και την προσοχή μας. Θα κάνουμε λοιπόν τρεις παρεκβάσεις και θα επανέλθουμε στο ζήτημα που μας απασχολεί για να το εξετάσουμε υπό το φως αυτών τωνπαρεκβάσεων.
1. Η πρώτη αφορά τον όρο ‘αξία’. Θεωρώ ότι οφείλουμε να μελετήσουμε την προέλευση, την αρχική σημασία και την σημασιολογική εξέλιξη του όρου αξία όπως εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (Wert, worth, value, κλπ), θεωρώ αυτή την έρευνα πάρα πολύ σημαντική και θα το κάνουμε ξεκινώντας με αυτόν της ελληνικής. Θα είμαι σύντομος – διεξοδική έρευνα του ζητήματος επιχειρώ στη μελέτη οι πρώτες μέρες της αγοράς, του εμπορεύματος και του χρήματος, η οποία θα δημοσιευτεί, όπως πάνε τα πράγματα, της Αγίας Μαρίας της Εφταβυζούς. . .
Ο όρος αξία είναι ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου άξιος. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες του επιθέτου ανάγονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια (700-600 π. Χ.) και σημαίνει τον ισοδύναμο, τον ισότιμο προς κάτι άλλο, άψυχο ή έμψυχο (ένα κύπελλο μπορεί να είναι βοός άξιον, δηλαδή μπορεί να ανταλλαχτεί με ένα βόδι) , ενώ του ουσιαστικού, στον Ηρόδοτο (μέσα και τέλη του 5ου αι.) και σημαίνει το καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό. Το χρησιμοποιεί ο Πλάτων στη φράση η αξία του δούλου (Νόμοι, 936D) και εννοεί ασφαλώς την τιμή του εμπορεύματος δούλου. Τους πρώτους προχριστιανικούς αιώνες διαβάζουμε και τη φράση δουλική αξία που δηλώνει την κοινωνική θέση του δούλου. Θα ήταν πολύ σοβαρή παράβλεψη εάν δεν παραθέταμε την ετυμολογία του επιθέτου. Παράγεται από τον τύπο αγ-τι-ος, με την τροπή του τ σε σ ( αθάνατος, αθανατία, αθανασία και πλούτος, πλούτιος, πλούσιος, κλπ). Το αγ-τι είναι ένα αρχαιότατο απαρέμφατο, δηλώνει δηλαδή μια ρηματική ενέργεια. Στη περίπτωση αυτή, το ρήμα είναι το άγω. Η αρχική του σημασία είναι οδηγώ τα ζώα στη βοσκή αλλά πολύ σύντομα απόκτησε μια πολεμική σημασία: οδηγώ την έμψυχη λεία (άνθρωποι και ζώα). Από αυτό το ρήμα παράγεται και η λέξη αγών που δηλώνει τον τόπο της συγκέντρωσης Η έκφραση άγειν και φέρειν σημαίνει λεηλατώ – το άγειν παραπέμπει στην έμψυχη λεία, το φέρειν στην άψυχη. Άξιος λοιπόν είναι αυτός ο οποίος μπορεί να οδηγήσει την έμψυχη λεία, αυτός που μπορεί να αρπάξει ζώα και να αιχμαλωτίσει ανθρώπους. Αυτός ο άξιος άρπαγας και απαγωγέας είναι προφανώς πλούσιος και το επίθετο εκ των πραγμάτων παραπέμπει στον πλούτο και στη σύγκριση του, λόγω του ανταγωνισμού, με τον πλούτο του άλλου. Η αρχική σημασία των όρων Wert και worth είναι πλούτος, περιουσία και αργότερα απόκτησαν τη σημασία της αξίας – παρατηρούμε δηλαδή μια σημασιολογική εξέλιξη που είναι ανάλογη με αυτήν του επιθέτου άξιος της αρχαίας ελληνικής.
2. Η δεύτερη παρέκβαση. Αρχίζουμε να διαβάζουμε το Κεφάλαιο και μόλις πάμε στη δεύτερη κιόλας σελίδα διαβάζουμε μια φράση, η οποία επαναλαμβάνεται τόσο συχνά στο πρώτο και στο δεύτερο κεφάλαιο που δεν μπορεί παρά να μας παραξενέψει και να μας παροτρύνει να σκεφτούμε, να αναρωτηθούμε, να ερευνήσουμε. Η τρίτη παράγραφος του Κεφαλαίου αρχίζει ως εξής: Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος (des Warenkrpers) και δεν υπάρχει [ωφελιμότητα, αξία χρήσης] χωρίς αυτό [το σώμα]. Γι’ αυτό, το ίδιο το σώμα του εμπορεύματος (der Warenkorper selbst), όπως το σίδερο, το στάρι, το διαμάντι κλπ. είναι αξία χρήσης ή αγαθό.
Πρόκειται ολοφάνερα για μεταφορά, μιας και ούτε το σίδερο ούτε το στάρι ούτε το διαμάντι είναι σώματα. Το ουσιαστικό das Korper δηλώνει το ανθρώπινο κορμί, το ανθρώπινο σώμακορμί, το σώμα. Γιατί ο Μαρξ προσωποποιεί τα εμπορεύματα; Θα δούμε παρακάτω ότι τα βάζει να μιλάνε, ότι οι φύλακές τους (και όχι οι κάτοχοι) τα φέρνουν στην αγορά για να τα ανταλλάξουν. Ποια σκέψη έχει στρογγυλοκαθίσει στο βάθος του μυαλού του, στο πίσω μέρος της σκέψης του; Μπορούμε να το φέρουμε στο προσκήνιο; Έχω την εντύπωση ότι μπορούμε και γι’ αυτό το λόγο θα μπω στον κόπο να παραθέσω όλα τα σημεία στα οποία ο Μαρξ μιλάει για το σώμα του εμπορεύματος.
Γράφει για τις
σωματικές ιδιότητες των εμπορευμάτων (σελ. 51 της ελληνικής μετάφρασης της Σύγχρονης Εποχής – Π. Μαυρομάτης),
αν τώρα παραβλέψουμε την αξία χρήσης των σωμάτων των εμπορευμάτων (52),
Στο σύνολο των διαφορετικών σε είδος αξιών χρήσης ή σωμάτων εμπορευμάτων(56),
Οι αξίες χρήσης σακάκι, πανί κλπ. με δυο λόγια τα σώματα των εμπορευμάτων, είναι ενώσεις δυο στοιχείων, φυσικής ύλης και εργασίας (57)
[Σάββατο, 1/10/11]
Τα εμπορεύματα έρχονται στον κόσμο με τη μορφή αξιών χρήσης ή σωμάτων εμπορευμάτων (Waren kommen zue Welt in der Form von Gebaruchswerten oder Warenkorpern) όπως το σίδερο, κλπ. . . .Είναι όμως εμπορεύματα μόνο γιατί είναι κάτι το διπλό, αντικείμενα χρήσης και ταυτόχρονα φορείς αξίας (Werttrager) (61)
Την αξιακή αντικειμενικότητα των εμπορευμάτων δεν ξέρεις από που να την πιάσεις. Το ακριβώς αντίθετο από ό,τι γίνεται με την αισθητή χοντροκομμένη αντικειμενικότητα των σωμάτων των εμπορευμάτων. . . η αξιακή αντικειμενικότητά τους είναι καθαρά κοινωνική(61-2)
Φυσικά το σακάκι, το σώμα του εμπορεύματος σακάκι είναι απλώς αξία χρήσης. . . Στη παραγωγή του σακακιού ξοδεύτηκε πραγματικά ανθρώπινη εργατική δύναμη με τη μορφή της ραφτικής. Επομένως συσσωρεύτηκε σ’ αυτό ανθρώπινη εργασία. Απ’ αυτή την πλευρά το σακάκι είναι ”φορέας αξίας” . . . Και στην αξιακή του σχέση με το πανί ισχύει μόνο αυτή του η πλευρά, δηλ. ισχύει σαν ενσαρκωμένη αξία, σαν σώμα αξίας (Wertkorper)(υπ. δικές μου, 65-6 Σώμα αξίας! Was ist das?)
Ας σημειώσουμε εν παρόδω ότι η γλώσσα του εμπορεύματος. . . έχει και πολλές άλλες λίγο πολύ ακριβείς διαλέκτους. Η γερμανική λέξη wertsein εκφράζει λγ. λιγότερο εύστοχα από τα ρωμανικά ρήματα valere, valer, valoir, ότι η εξίσωση του εμπορεύματος Β με το εμπόρευμα Α είναι η καθαυτό έκφραση της αξίας του εμπορεύματος. (66)
Έτσι μέσω της αξιακής σχέσης η φυσική μορφή του εμπορεύματος Β γίνεται η μορφή αξίας του εμπορεύματος Α, ή το σώμα του εμπορεύματος Β γίνεται ο καθέφτης της αξίας του εμπορεύματος Α. Αναφερόμενο το εμπόρευμα Αστο εμπόρευμα Β σαν προς σώμα αξίας, σαν προς υλοποίηση ανθρώπινης εργασίας, μετατρέπει την αξία χρήσης Β σε υλικό που εκφράζει τη δική του αξία. (66-7)
. . . στην αξιακή σχέση του εμπορεύματος Α με το εμπόρευμα Β, του πανιού με το σακάκι, το εμπόρευμα που έχει τη μορφή του σακακιού δεν εξισώνεται μόνο ποιοτικά με το πανί σαν σώμα αξίας γενικά, μα με μια καθορισμένη ποσότητα πανί,. . ., εξισώνεται ένα καθορισμένο ποσό του σώματος της αξίας (67)
Λχ.: 40 πήχες πανί ”αξίζουν” τι; 2 σακάκια. Επειδή το είδος εμπορεύματος σακάκι παίζει εδώ το ρόλο του ισοδύναμου και η αξία χρήσης σακάκι χρησιμεύει σαν σώμα αξίας του πανιού. . . (70)
Αυτό θα μας το παραστήσει ανάγλυφα το παράδειγμα ενός μέτροθ που μετράει τα σώματα των εμπορευμάτων σαν σώματα εμπορευμάτων, δηλ. σαν αξίες χρήσης. (70)
Το σώμα του εμπορεύματος που χρησιμεύει σαν ισοδύναμο ισχύει πάντα σαν ενσάρκωση αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας . . . (72)
Αν τα εμπορεύματα μπορούσαν να μιλήσουν θα έλεγαν: η αξία μας χρήσης μπορεί να ενδιαφέρει τον άνθρωπο. Εμας σαν πράγματα δεν μας αφορά. Αυτό όμως που αφορά εμάς σαν πράγματα, είναι η αξία μας. Αυτό το αποδείχνει αυτή η ίδια η κυκλοφορία μας σαν πράγματα-εμπορεύματα. Σχετιζόμαστε μεταξύ μας μόνο σαν ανταλλαχτικές αξίες. (96)
Τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πάνε μόνα τους στην αγορά και δεν μπορούν ν΄ανταλλαγούν μόνα τους. Είμαστε επομένως υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε τους φύλακές τους, τους κατόχους των εμπορευμάτων. . . Για να συσχετιστούν τα πράγματα αυτά μεταξύ τους σαν εμπορεύματα, πρέπει οι φύλακες των εμπορευμάτων να συσχετιστούν μεταξύ τους σαν πρόσωπα, που η θέλησή τους κατοικοεδρεύει μέσα σ’ αυτά τα πράγματα.
Εάν σχηματίσετε την εντύπωση ότι παρέθεσα όλα τα σημεία στα οποία χρησιμοποιούνται οι φράσεις το σώμα του εμπορεύματος και το σώμα της αξίας, σας διαβεβαιώνω πως έκανα μια επιλογή των πιο χαρακτηριστικών εδαφίων. Παρέλειψα το πιο σημαντικό:
[το πανί] σαν εμπόρευμα είναι πολίτης αυτού του κόσμου. (77)
Τα εμπορεύματα είναι πράγματα (κυρίως) μας λέει ο Μαρξ, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά γιατί όμως τα παρουσιάζει ως σώματα, ως κορμιά; Αποκαλεί σώμα και την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Μιλάει ακόμα για τον κόσμο των εμπορευμάτων, τα εμπορεύματα είναι φορείς αξίας, τα βάζει να μιλάνε, θεωρεί ότι έχουν γλώσσα και διαλέκτους, ότι έχουν φύλακες, ότι έρχονται στον κόσμο, ότι δεν μπορούν να πάνε μόνα τους στην αγορά, ότι είναι πολίτες του κόσμου τούτου. Γιατί μετέρχεται μεταφορών και παρομοιώσεων; Ποιο είναι το κοινό στοιχείο μεταξύ ενός σωματος κι ενός εμπορεύματος που του επιτρέπει να κάνει αυτές τις μεταφορές και τις προσωποιήσεις;
Την απάντηση την δίνει ο ίδιος. Τα εμπορεύματα ενσαρκώνουν, αυτή τη φράση χρησιμοποιεί, ανθρώπινη εργασία. Τα εμπορεύματα είναι σαν να είναι ζωντανά επειδή ενσαρκώνουν ανθρώπινη εργασία. Αλλά για ποια ανθρώπινη εργασία πρόκειται; Πρόκειται για την εργασία ενός πωλητή εργασιακής δύναμης, η οποία ασφαλώς ως εμπόρευμα έχει αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Σαν αξία χρήσης είναι σώμα, σαν ανταλλακτική αξία είναι σώμα αξίας. Στην περίπτωση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη κυριολεκτούμε. Η εργασιακή δύναμη, ως αξία χρήσης και ως ανταλλακτική αξία, είναι μια ικανότητα, μια ιδιότητα ενός σώματος, του σώματος του πωλητή της εργασιακής δύναμης. Η εργασιακή δύναμη του σώματος του πωλητή είναι σώμα, φορέας αξίας, μιλάει, έρχεται στον κόσμο, πηγαίνει στην αγορά, έχει φύλακες, είναι πολίτης αυτού του κόσμου. Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί ο Μαρξ αποκαλύπτουν αυτό που έχει στο μυαλό του και τον απασχολεί πολύ έντονα: το εμπόρευμα ‘εργασιακή δύναμη’, το πρωτογενές, το στοιχειακό εμπόρευμα, κατά συνέπεια τον πωλητή του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Αλλά ποιος είναι αυτός ο πωλητής; Ποιος είναι ο αγοραστής;
3. Η τρίτη παρέκβαση. Ο πωλητής της εργασιακής του δύναμης πουλάει το εμπόρευμά του στον αγοραστή και πάει να εργαστεί. ΔΕν πληρώνεται όμως για όλη την εργασία που κάνει – υπάρχει μια απλήρωτη εργασία, η οποία εξασφαλίζει στον αγοραστή το κέρδος. Υπάρχει λοιπόν η πληρωμένη εργασία και η απλήρωτη εργασία. Η πληρωμένη εργασία θα επιτρέψει στον πωλητή της εργασιακής δύναμης να επιβιώσει και να ξαναπουλήσει την άλλη μέρα την εργασιακήτου δύναμη και ο αγοραστής να την αγοράσει και πάλι. Όσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα της απλήρωτης εργασίας, τόσο πιο μεγάλο θα είναι το κέρδος του αγοραστή (απόλυτη υπεραξία). Το κέρδος θα είναι επίσης μεγαλύτερο εάν μειωθεί και ο χρόνος της πληρωμένης εργασίας (σχτική υπεραξία). Τι συμβαίνει στις μέρες μας; Ο χρόνος της εργασίας που πληρώνεται έχει μειωθεί πάρα πολύ, ενώ έχει αυξηθεί πάρα πολύ ο χρόνος της απλήρωτης εργασίας. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Στα αξίας 100 δολλαρίων παπούτσια της NIKE αντιστοιχεί ένας μισθός 2 δολλαρίων για τον ινδό ή κινέζο εργάτη!
Ο μισθός του ινδού εργάτη αντιστοιχεί στη πληρωμένη εργασία μιας ώρας. Οι άλλες 9 ή 11 ώρες είναι απλήρωτη εργασία. Εργάζεται μια ώρα για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του και όλες τις άλλες εργάζεται για τον αγοραστή χωρίς να πληρώνεται. Η αμοιβή αντιστοιχεί στην πληρωμένη εργασία. Τότε, τι είναι η απλήρωτη εργασία;
Όταν εργάζεται χωρίς να πληρώνεται, δεν πουλάει την εργασιακή του δύναμη. Γιατί εργάζεται τότε;Τι τον αναγκάζει να εργάζεται; Και εάν είναι εργάτης όταν πουλάει την εργασιακή του δύναμη και πληρώνεται για ένα μικρό μέρος της εργασίας, τι είναι όταν δεν πληρώνεται, όταν εργάζεται χωρίς να πληρώνεται; Όταν πληρώνεται και εργάζεται είναι εργάτης, προλετάριος, κλπ – όταν δεν πληρώνεται και εργάζεται, είναι εργάτης;
Δεν είναι εργάτης, φίλες και φίλοι. Ο πωλητής της εργασιακής δύναμης είναι εργάτης αλλά και δεν είναι εργάτης. Επειδή η πληρωμένη εργασία είναι μικρής διάρκειας και η απλήρωτη πολύ μεγαλύτερης, ο πωλητής της εργασικής δύναμης, ο ινδός εργάτης, είναι μια-δυο ώρες εργάτης και τις άλλες 9,10,11 δεν είναι εργάτης, δεν είναι προλετάριος. Τι είναι λοιπόν;
Για να δώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην κοινωνική κατάσταση τόσο του πωλητή της εργασιακής δύναμης όσο και του αγοραστή την εποχή της εμφάνισης, της εγκαθίδρυσης της σχέσης του κεφαλαίου. Ο αγοραστής δεν ήταν καπιταλιστής – γίνεται καπιταλιστής μόνο ένα αγοράσει και χρησιμοποιήσει το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη. Ο πωλητής δεν είναι εργάτης, προλετάριος – γίνεται μόνο εάν πουλήσει την εργασιακή του δύναμη. Ο πωλητής μπορεί να είναι αγρότης – πουλώντας όμως την εργασιακή του δύναμη γίνεται προλετάριος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οι πωλητές ήταν αγρότες.
Όταν εμφανίστηκε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όταν εγκαθιδρύθηκε η σχέση του κεφαλαίου, όταν συναντήθηκε (με την αλτουσεριανή σημασία της λέξης) ο έμπορος με τον πωλητή, το χρήμα με το εμπόρευμα ‘εργασιακή δύναμη’, ο πωλητής δεν ήταν αγρότης. Δηλαδή, δεν ήταν δουλοπάροικος. Ήταν ένα απόρριμα, ένα σκουπίδι που παρήχθηκε από την αποσύνθεση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Ο όρος αποσύνθεση δεν έχει παθητική σημασία, η αποσύνθεση των φεουδαλικών κοινωνικών σχέσεων ήταν αποτέλεσμα του κοινωνικού πολέμου μεταξύ των δουλοπαροίκων και των χωροδεσποτών Κυρίων που έληξε άλλοτε με τη νίκη των πρώτων (από δουλοπάροικοι μετεξελίχθηκαν σε ιδιοκτήτες μικροκαλλιεργητές) κι άλλοτε με τη νίκη των δεύτερων(διώχτηκαν από τη γη που καλλιεργούσαν).Στη συνέχεια, όπως γνωρίζουμε, και οι πρώτοι έχασαν τη γη τους και έγιναν κι αυτοί προλετάριοι.
Οι πρώτοι πωλητές του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης ήταν ηττημένοι δουλοπάροικοι. Άρα, δεν ήταν δουλοπάροικοι. Οι δουλοπάροικοι ήταν και δούλοι και πάροικοι: ήταν δούλοι, μιας και υποχρεώνονταν (με τη βία των όπλων) από τη μια να παραδίνουν ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού πλούτου που παρήγαγαν στους Κυρίους τους κι από την άλλη να εργάζονται χωρίς αμοιβή (αγγαρεία) αρκετές μέρες του χρόνου για τον Κύριό τους, οι οποίες γίνονταν όλο και περισσότερες. Ήταν όμως και ελεύθεροι να εργαστούν όπως θέλουν, να παράγουν αυτά που χρειάζονταν, να συνεργαστούν, να γιορτάσουν, να χορέψουν, να πειραματιστούν. Όλα αυτά δεν τα έκαναν, δεν μπορούσαν να τα κάνουν οι δούλοι. Γνωρίζουμε ότι η εποχή του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής ήταν μια εποχή σπουδαιότατων τεχνολογικών καινοτομιών, ανακαλύψεων κλπ. Ζούσαν δίπλα στον οίκο του Κυρίου τους (πύργο, φρούριο) ως δούλοι και ως ελεύθεροι.
Όταν εκδιώχτηκαν, έπαψαν να είναι δουλοπάρποικοι. Αυτό σημαίνει ότι έπαψαν να είναι και δούλοι και πάροικοι, ελεύθεροι; Σίγουρα έπαψαν να είναι πάροικοι, ελεύθεροι. Έπαψαν όμως να είναι και δούλοι;
Όχι, κατά κανένα τρόπο. Οι ηττημένοι δουλοπάροικοι εμφανίζονται τώρα ως απελεύθεροι δούλοι, ως ελεύθεροι δούλοι. Όταν συναντήθηκε το χρήμα με το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη, συναντήθηκε ο έμπορος με τον ελεύθερο δούλο. Ο ελεύθερος δούλος πούλησε την εργασιακή του δύναμη, ο έμπορος αγόρασε την εργασιακή δύναμη του ελεύθερου δούλου. Τι είναι όμως ένας ελεύθερος δούλος; Τι είναι ένας δούλος; Τι είναι ελευθερία σε αυτή την περίπτωση;
Μήπως με την πώληση της εργασιακής δύναμης του ελεύθερου δούλου έχουμε μια αναβίωση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής; Μήπως ο καπιταλισμός είναι μια μορφή κοινωνικού αταβισμού;
[2/10/11]
Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε και τα παρακάτω ερωτήματα: με τον δουλοπάροικο ή τον δούλο έχει περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά ο προλετάριος, ο πωλητής της εργασιακής δύναμης; Κατά συνέπεια, με τον δουλοκτητικό ή τον φεουδαρχικό τρόπο έχει περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά ο καπιταλιστικός; Θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς τον τρόπο παραγωγής και αρπαγής που θα διαδεχτεί τον καπιταλιστικό – εάν φυσικά υπάρξει;
Θεωρώ ότι ο προλετάριος συγγενεύει κοινωνικά περισσότερο με τον δούλο παρά με τον δουλοπάροικο και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής με τον δουλοκτητικό παρά με τον φεουδαρχικό. Για να εντοπίσουμε ένα δομικό χαρακτηριστικό, θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στην ιστορική εμφάνιση της δουλείας. Πως προέκυψε; Θα είμαι σύντομος και σαφής.
Ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής προέκυψε στην αρχαϊκή Ελλάδα κατά τον 90 και 8ο π. Χ. αιώνα. Μέχρι τότε, κυρίαρχος τρόπος παραγωγής ήταν ο ποιμενικός. Τα αξεπέραστα όμως αδιέξοδα αυτού του τρόπου παραγωγής ανάγκασε τους ήρωες ποιμένες να στραφούν προς την καλλιέργεια της γης. Οι αριστοκράτες που διέθεταν μεγάλη γαιοκτησία αντιμετώπιζαν ένα μεγάλο πρόβλημα: ποιος θα καλλιεργούσε τη γη; Υπήρχαν δυο λύσεις.
Η πρώτη λύση: τη γη θα καλλιεργούσαν τα μέλη της οικογένειας. Η ποιμενική όμως οικογένεια δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να εξασφαλίζει τον αριθμό των χεριών που απαιτούνταν για την καλλιέργεια μεγάλων κτημάτων. Θα μπορούσαν βέβαια οι αριστοκράτες να αποκτήσουν πολλές γυναίκες και να εξασφαλίσουν με αυτόν τον τρόπο τα χέρια που χρειάζονταν. Δεν το έκαναν όμως και γνωρίζουμε τον λόγο: η μεγάλη παιδική και εφηβική θνησιμότητα. Από τα παιδιά που γεννιόντουσαν μόνο ένα στα δύο έφτανε στην ηλικία των είκοσι ετών. Για τους αριστοκράτες, η θνησιμότητα αυτή ήταν σπατάλη του πλούτου τους. Να τα ταϊζεις, να τα φροντίζεις κι εκεί που περιμένεις να τα βάλεις να εργαστούν, αυτά πεθαίνουν.
Η δεύτερη λύση ήταν η λύση σε αυτό το πρόβλημα κι αυτή εφαρμόστηκε: εάν μπορούσαν να βρουν έτοιμα χέρια, με γνώσεις, άνδρες νεαρής ηλικίας, θα είχαν αποτρέψει τη σπατάλη του πλούτου ανατρέφοντας παιδιά. Το να βρεις έτοιμους παραγωγούς κόστιζε πιο φτηνά από το να ανατρέφεις πολλά παιδιά. Αυτή η σκέψη ήταν μια πολύ σωστή σκέψη, ήταν μια πολύ σωστή απόφαση! Πρόκειται, φίλες και φίλοι, για το κοινωνικό υπόβαθρο του ορθού λόγου: η έννοια του ορθού λόγου διαμορφώθηκε κατά την εποχή της γένεσης του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής – δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Πως θα μπορούσαν όμως να βρουν έτοιμους παραγωγούς; Υπήρχε ένας τρόπος: με τον πόλεμο, με την απαγωγή, με την εργασία της αιχμαλώτισης. Υπήρχε όμως κάποιοι περιορισμοί που ξεπεράστηκαν. ΔΕν θα μπορούσαν να αιχμαλωτίσουν άνδρες νεαρής ηλικίας των γειτονικών πόλεων και χωριών. Οι δούλοι θα μπορούσαν να αποδράσουν και να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους. Ο μόνος τρόπος να μην μπορούν να γυρίσουν στο τόπο καταγωγής τους ήταν να προέρχονται από μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά. Τα αρχαία ελληνικά κείμενα μας πληροφορούν από ποιες περιοχές κατάγονταν οι δούλοι: από τη Θράκη, από τη Σκυθία (τη σημερινή Ουκρανία) και από την Ανατολία, από τα βάθη της Μικράς Ασίας.
Ένας δεύτερος περιορισμός. Οι αριστοκράτες ήταν λίγοι. Μπορούσαν μεν να ναυπηγήσουν πλοία και να οργανώσουν υπερπόντιες επιδρομές αλλά δεν μπορούσαν να τα επανδρώσουν. Τι έκαναν; Επάνδρωσαν τα καράβια τους με ελεύθερους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως δήμος. Δεν διαθέτουμε μαρτυρίες για την αμοιβή των καλλιεργητών αλλά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι θα πρέπει να ήταν ένα μέρος της λείας. Με αυτόν τον τρόπο, ο δήμος απόκτησε μια κοινωνική βαρύτητα που δεν είχε μέχρι τότε κι αυτή είναι η κοινωνική βάση της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
Οι επιδρομές για την απαγωγή των δούλων στα παράλια της Θράκης και του Εύξεινου Πόντου ήταν αρχικά εποχιακές.Τα πλοία απέπλεαν την άνοιξη και επέστρεφαν μέσα φθινοπώρου. Πολύ σύντομα όμως μονιμοποιήθηκαν: σε όλα τα παράλια των περιοχών που αναφέρθηκαν κτίστηκαν οικισμοί, φρούρια θα έλεγα, τα οποία ήταν ορμητήρια απαγωγικών επιδρομών αλλά και κέντρα δουλεμπορίου. Κατά την πρώτη περίοδο του αρχαϊκού αποικισμού, οι αποικίες ήταν ορμητήρια επιδρομών και κέντρα δουλεμπορίου. Ενώ στην αρχή οι ίδιοι αριστοκράτες με τους μικροκαλλιεργητές πολεμούσαν για να αρπάξουν παραγωγούς (ποιμένες ή γεωργούς), πολύ σύντομα, ιδίως στη Θράκη και στη Σκυθία, οι αιμάλωτοι των πολέμων μεταξύ των θρακικών και σκυθικών ποιμενικών φύλων πωλούνταν από τους νικητές στους Έλληνες αριστοκράτες. Οι δούλοι ανταλλάσονταν με όπλα, με αγγεία, με κοσμήματα, με κρασί και λάδι, τα οποία παρήγαγαν οι πρώτοι δούλοι. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε (Η 472-5) ότι οι ήρωες εξασφαλίζουν τα κρασί τους πουλώντας τη λεία τους, η οποία είναι: μέταλλα (χαλκός και σίδηρος), δέρματα βοδιών και βόδια, και αιχμάλωτοι πολέμου (ανδράποδα). (Να σημειώσουμε ότι η λέξη ανδράποδα έχει πλαστεί με πρότυπο την ήδη υπάρχουσα λέξη τετράποδα, που είναι τα εκτρεφόμενα ζώα, κυρίως αιγοπρόβατα και βόδια). Έτσι, όσο αυξάνονταν ο αριθμός των δούλων στα μεγάλα κτήματα των αριστοκρατών τόσο πιο πολύς πλούτος παράγονταν, τόσο πιο πολλοί δούλοι αγοράζονταν. Πολύ σύντομα, εμφανίστηκαν και οι πρώτοι δουλέμποροι: αγόραζαν τους δούλους από τους νικητές των πολέμων μεταξύ των ποιμενικών φύλων και τους πουλούσαν στις ελληνικές πόλεις, στην αγορά. Το πρώτο εμπόρευμα που διαμόρφωσε την αγορά ήταν το εμπόρευμα-δούλος και όλα τα άλλα που σχετίζονταν άμεσα σε αυτό: όπλα, αγγεία, λάδι και κρασί. Την εποχή αυτή εμφανίζεται και το χρήμα. Εάν περάσετε καμιά φορά από το Νομισματικό Μουσείο, θα μπορέσετε να δείτε και το πρώτο χρήμα: ήταν οι οβολοί, που σημαίνει σούβλα, και είναι μεταλλικά ακόντια. Το πρώτο μεταλλικό χρήμα, πέρα από το ότι ήταν μέσο ανταλλαγής, διέθετε και μια χρηστική αξία: ήταν μέταλλο, ήταν σούβλα, ήταν όπλο. Το χρήμα ξεκίνησε τη ζωή του ως εργαλείο, ως όπλο.
Όπως ο αριστοκράτης ποιμένας γίνεται, μετεξελίσσεται σε γαιοκτήμονα δουλοκτήτη μόνο εάν εξασφαλίσει έτοιμους παραγωγούς με μικρό σχετικά κόστος, έτσι και ο έμπορος γίνεται καπιταλιστής μόνο εάν εξασφαλίσει εύκολα και με μικρό κόστος έτοιμους παραγωγούς. Αλλά ενώ ο αριστοκράτης ποιμένας πρέπει να οργανώσει πολεμικές απαγωγικές επιδρομές, ο έμπορος ανοίγει την αγκάλη του και υποδέχεται τον ηττημένο δουλοπάροικο, ο οποίος είναι δούλος και καθόλου πάροικος. Ενώ το δίλημμα του δούλου της αρχαιότητας ήταν ελευθερία ή δουλεία, το δίλημμα του ηττημένου και διωγμένου από τη γη δουλοπάροικου ήταν θάνατος ή πώληση της εργασιακής δύναμης. Σε αυτή την περίπτωση, ελευθερία σημαίνει θάνατος, αυτοκτονία και πώληση της εργασιακής δύναμης σημαίνει την εξασφάλιση της αναπαραγωγής με την διαιώνιση της δουλείας. Η αναπαραγωγή εξασφαλίζεται με την πληρωμένη εργασία, η δουλεία διαιωνίζεται με την απλήρωτη εργασία.Η απλήρωτη εργασία είναι δουλεία – η αξία είναι αποτέλεσμα της απαγωγής
Ο πωλητής της εργασιακής δύναμης, ως ελεύθερος δούλος, είναι ιστορικά και κοινωνικά ένα θύμα απαγωγής και παραμένει θύμα απαγωγής όλη την ώρα που εργάζεται. Η αξία είναι αποτέλεσμα της εργασίας του δούλου, της απλήρωτης εργασίας του προλετάριου, του θύματος της απαγωγής.
Μετά την εργασία, παραμένει θύμα απαγωγής ή όχι;
Σχολιάστε ελεύθερα!