in Κυριολογία, η λατρεία του ύψους, οι λατρείες της Δύσης, Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

έχει αρχίδια ο ουρανός;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Όχι, φίλες και φίλοι, δεν έχει αρχίδια. Εγώ, τουλάχιστον, δεν τα έχω δει. Γιατί όμως είναι αρσενικού γένους; Γιατί η σελήνη είναι θηλυκού; Γιατί ο ήλιος είναι αρσενικού, στη γερμανική όμως θηλυκού (die Sonne), ενώ η σελήνη, αρσενικού (der Mond); Με αυτά τα ερωτήματα θα καταπιαστούμε σήμερα. Και θα το κάνουμε μελετώντας τη λέξη ουρανός. Επιπλέον, θα το κάνω δίκην εισαγωγής, προετοιμασίας θα έλεγα, για δυο σημειώματα που θα ακολουθήσουν: το ένα για τις καταλήξεις (θα δείξω ότι ήταν αυτόνομα μορφήματα που έχασαν την αυτονομία τους και την κινητικότητά τους) – το άλλο για τη συμβολή της τουρκικής γλώσσας στην κατανόηση του απώτατου γλωσσικού μας παρελθόντος. Θα καταπιαστώ με τη μορφολογία και την ετυμολογία της λέξης και θα δείξω ότι η λέξη ‘ουρανός’ είναι μια αρχαιότατη λέξη και ότι σημαίνει ο κύριος (Κύριος)  του νερού της βροχής, της δροσιάς που πέφτει από ψηλά.

Παντελώς αβίαστα, πιθανόν να συσχετίσουμε τον ουρανό με τα ούρα, τα κάτουρα. Εάν τα κάτουρα είναι τα ούρα που πέφτουν κάτω, τα ούρα θα είναι ένα υγρό που πέφτει από πάνω προς τα κάτω – και όντως αυτό συμβαίνει. Έχει όμως κάποια βάση η συσχέτιση του ουρανού με τα ούρα; Θα δείξουμε ότι έχει, αφού όμως πρώτα καταπιαστούμε με την μορφολογία της λέξης.

Λέμε ουρανός επειδή το λέγανε οι αρχαίοι Αθηναίοι, είναι δηλαδή τύπος της αττικής-ιωνικής διαλέκτου. Οι ομιλητές της δωρικής διαλέκτου λέγανε ωρανός, ενώ της λεσβιακής (αιολικής)  ώρανος, όρρανος και όρανος. Πως να εξηγήσουμε αυτήν την πολυμορφία; Υπάρχει μια εξήγηση, αποδεκτή από όλους: όλοι αυτοί οι τύποι προέρχονται από τη  μορφή *worsanos (*Fορσανος). Πως φτάσαμε σε αυτήν  τη λέξη, προϊόν της ανασύνθεσης, της ανασυγκρότησης;

Η αρχαιότερη λέξη της ελληνικής για τη δροσιά που πέφτει από τον ουρανό είναι η λέξη έρση και εέρση, στην ιωνική, έρσα και εέρσα (και έερσα) στη δωρική (άερσα, στην κρητική), η οποία είναι αρχαιοπινέστερη (αρχαιότερη) της ιωνικής, δηλαδή, πιο κοντά στην πρωτοελληνική. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες της λέξης ανάγονται στην Ιλιάδα (εέρση, Ψ 598), όπου διαβάζουμε και το επίθετο ερσήεις (Ξ 348  Ω 757) και εερσήσεις (Ω 419). Το ε- (και α-, άερσα στην Κρήτη) είναι ένα προθεματικό φωνήεν, το οποίο ίσως να είναι επιτατικό, αθροιστικό ή δεικτικό – δεν είναι πολύ σαφές και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο τύπος έρσα προέρχεται από τον *Fέρσα (*wersa), με σίγηση του ημιφώνου F (w).Στην αρχαία ινδική, η βροχή είναι varsam (ουδέτερο), ενώ στην μεσαιωνική ιρλανδική, frass (<fross < uros-ta). Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η αρχαιότερη λέξη της ινδοευρωπαϊκής για το νερό της βροχής είναι *wer (για το νερό γενικά, *ud, εξ ου και ύδωρ), είναι σαφές ότι η λέξη  *wersa (*Fέρσα) είναι σύνθετη: *wer  *sa (*Fερ  *σα). var είναι το νερό στην αρχαία ινδική, verdu στη λιθουανική σημαίνει αναβλύζω, ενώ versme είναι η πηγη. Στην τοχαρική, το νερό είναι war, ενώ ο τύπος της γερμανικής Wasser (water, αγγλική) προέρχεται από το *wer. Επειδή το w ως φωνήεν προφερόταν ως ου (όπως το ου στο αγγλικό we [are] ή στο γαλλικό qui), από τον τύπο*wer προήλθαν οι τύποι ur (βροχή, στην παλαιονορβηγική) και urina (κάτουρο) στη λατινική. Το δεύτερο συνθετικό -σα το εντοπίζουμε και σε άλλες λέξεις, όπως στη λέξη δόξα (δοκ-σα) και είναι δεικτικό. (Εάν θέλετε πιο πολλές λεπτομέρειες να σας πω και την προέλευσή της. Προέρχεται από τη σύνθεση ενός αρχαιότατου μορφήματος που σχημάτιζε απαρέμφατα [*ti]  και του πολύ γνωστού και καλά μελετημένου  δεικτικού μορφήματος *ya [*μέλιτ-ya > μέλισσα]. Έτσι, η λέξη δόξα προέρχεται από τη σύνθεση *δοκ-τι-ya)

Η λέξη *wer (Fer-) εμφανίζεται και με τη μορφή *wor, Fορ-. Έχουμε λουπόν και *Fορσα, από την οποία προέρχεται και το ουσιαστικό ούρον, ούρο, κάτουρο. Η *Fόρσα είναι το νερό της βροχής που πέφτει από ψηλά. Η λέξη λοιπόν ουρανός προέρχεται από τη μορφή *Fορσανος. Τι είναι όμως αυτό το -νος;

Είναι μια πάρα πολύ αρχαία λέξη που έχει επιβιώσει ως εξαρτημένο μόρφημα μέχρι τις μέρες μας και μαρτυρείται σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Την εντοπίζουμε στις λέξεις κεραυνός και λύχνος (και σε άλλες), ενώ στο θηλυκό γένος εμφανίζεται ως -να και επιβιώνει στις λέξεις σελήνη (σελας-να),  τέχνη (τεκσ-να) και σε πολλές άλλες. Στη λατινική, θα την βρούμε στη λέξη Silvanus, που είναι ο θεός των δασών, ο κύριος των δασών, όπως και στη λέξη Vulcanus, o  κύριος της φωτιάς. Ο Neptunus, ο Ποσειδών των Ρωμαίων, είναι ‘ο κύριος (ο εγγονός επί λέξει) του νερού’ (< *nepto-u-no). O πολεμικός θεός Κυρίνος είναι ‘ο κύριος της συνέλευσης των ανδρών, των πολεμιστών ‘ (<*coviri-nus <con-viri-nus), ενώ ο θεός Βοφιόνος των Όμβρων, ενός συγγενικού φύλου των Λατίνων, είναι ‘ο κύριος του πληθυσμού’ (*lewdhyo-no). O Όδιν της σκανδιναβικής μυθολογίας (στην παλαιοΐσλανδική εμφανίζεται ως Όδinn) είναι ο κύριος της μανίας και ιδίως της ποιητικής έμπνευσης (<woda-na). Το μόρφημα *nus, *no, *na το εντοπίζουμε και στον σλαβικό πολεμικό θεό Περούνου (Perunu), ο οποίος είναι ‘ο κύριος του πλήγματος, της διείσδυσης’ (*per). Αντίστοιχο του σλαβικού θεού Περούνου είναι ο κεραυνοφόρος θεός Περκούνας της λιθουανικής μυθολογίας,  ενώ ο Βέλινας (Velinas) είναι ‘ο κύριος των πνευμάτων’. Ο αντίστοιχος του Δία στην αρχαία ινδική είναι ο Βαρούνα (Varuna), θεός της ηγεμονίας, της κυριαρχίας, ενώ η ιταλική θεά Βεσούνα (Vesuna) είναι ‘η κυρία των αγαθών’.

Η λέξη *worsanos (*Fορσανός > ουρανός, ώρανος – η αιολική έχει την τάση να ανεβάζει τον τόνο στην προπαραλήγουσα) είναι λοιπόν μια λέξη που πλάστηκε, κατά τη γνώμη μου, πριν το 3.000 π.Χ. Βέβαια ο ουρανός δεν είναι κύριος – η φύση δεν γνωρίζει κυρίους και υποτελείς. Η σχέση θηρευτή-θηράματος δεν είναι μια σχέση κυριαρχίας, κατά κανένα τρόπο. Για να προσλάβω τον ουρανό ως κύριο, για να τον χαρακτηρίσω κύριο, θα πρέπει να έχω σχηματίσει ήδη την έννοια ‘κύριος’. Κύριος είναι αυτός (ο άνδρας, ο πολεμιστής)  που ελέγχει και κατέχει τα αγαθά, τον κοινωνικό πλούτο. Η αντίληψη αυτή επιβιώνει μέχρι στις μέρες μας όταν λέμε ‘πρώτα ο Θεός’, ‘έχει ο θεός’, ‘ο Θεός να μας δίνει, ο Θεός μας έδωσε, θα μας δώσει’ – γι αυτό άλλωστε προσευχόμαστε και του ζητάμε. Κατά συνέπεια, η λέξη *worsanos, ουρανός, θα πρέπει να σχηματίστηκε σε μια περίοδο κοινωνικής διαφοροποίησης, σε μια φάση μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων, την εποχή της γένεσης της Πατριαρχίας. Πως έγινε αυτό το έχουμε εκθέσει στο κείμενο για τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής.

Ο ουρανός είναι κύριος όχι μόνο επειδή ελέγχει και κατέχει τα νερά, τη δροσιά που πέφτει από ψηλά, αλλά κι επειδή είναι ψηλά. Το ύψος, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, είναι το αντικείμενο της λατρείας του κυρίου διότι είναι συνώνυμο της ισχύος, της αύξησης της ισχύος. Ο Κύριος επιθυμεί να βρίσκεται όσο γίνεται πιο ψηλά διότι με αυτό το τρόπο και προστατεύεται από τους υποτελείς του και τη λεία του περιφρουρεί και τους υποτελείς επιτηρεί και βλήματα μεγαλύτερου  βεληνεκούς διαθέτει (κεραυνός – για τον οποίο θα μιλήσουμε σε λίγες μέρες).

Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι ο κύριος που είδε τον ουρανό ως κύριο ήταν άνδρας, πατριάρχης, πολεμιστής, και δεν θα μπορούσε να μην τον δει ως άνδρα, ως γένους αρσενικού.

Θα ήθελε να ήταν αυτός που να έλεγχε και να κατείχε τα νερά που πέφτουν από ψηλά. Κατά συνέπεια, η λέξη ‘ουρανός’ κωδικοποιεί, καταγράφει μια πολύ πρώιμη και σπερματική επιθυμία του κυρίου όχι μόνο να ελέγχει τα φυσικά φαινόμενα αλλά να γίνει και πιο ισχυρός από τη φύση, όπως μαρτυρεί η επιθυμία της σωματικής αθανασίας.

Δεν παραξενευόμαστε που τελικά ο  ουρανός, ο κύριος των νερών που πέφτουν από ψηλά,  έγινε ο θεός Ουρανός, ο Κύριος Ουρανός. Η προσωποποίηση φυσικών φαινομένων δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πλήρης και σαφής καταγραφή των επιθυμιών του επίγειου Κυρίου και μάλιστα της επιθυμίας αύξησης της ισχύος.

Και γιατί στη γερμανική ο ήλιος είναι θηλυκού γένους; Με τη λατρεία του ήλιου θα ασχοληθούμε στο μέλλον – τώρα μόνο θα σημειώσουμε ότι  ο ήλιος στη βόρεια Ευρώπη, με δυο μήνες ηλιοφάνεια, δεν είναι τόσο ισχυρός όσο στη νότια ή στην αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων, τη σημερινή Ουκρανία. Και φαίνεται πως εξέλαβαν το φεγγάρι, αρσενικού γένους, ως πιο ισχυρό.

Σε ένα προσεχές σημείωμα θα ασχοληθούμε με τον κεραυνό. Θα δούμε ότι και αυτή η λέξη είναι μια αρχαιότατη λέξη και ότι σημαίνει ‘ο κύριος του πύρινου πλήγματος, του πλήγματος  που προκαλεί κάψιμο (εγκαύματα, πυρκαγιά)’. Ήταν το όπλο όχι μόνο του Δία αλλά και πολλών άλλων θεοτήτων ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Το ότι όλα αυτά καταγράφουν επιθυμίες του πρώιμου Κυρίου νομίζω πως είναι αρκετά σαφές.

Κεραυνός; Ποιος κεραυνός; Μιλάμε για πυρηνικά. . .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση και στο βάθος και στο ύφος.
    1) Παρότι η παρουσίαση είναι ετυμολογικά πλήρης αναφορών με βάθος θα τολμούσα να προτείνω μια άλλη πιο απλοϊκή προσέγγιση. Ο Ουρανός ή Ωρανος έχει μέγεθος ας πούμε ενιαίο όταν τον κοιτάς, αντίθετα με τα επί της γης όπου υπάρχουν διακριτά μέρη. Στον Ωρανό υπάρχουν Ωρες πληθυντικός του Ωρ-α (12 την ημέρα) και περιοχές με αστέρια και αστερισμούς ή σχεδόν κενές (την νύχτα). Γιατί να μην είναι απλά ο κραταιός μεγάλος χώρος που χωρίζεται (την ημέρα) σε Ωρες?
    2) Ως μηχανικός διατύπωνα πάντα την απορία: Είναι τα DIN που κάναν τους Γερμανούς καλούς μηχανικούς ή οι Γερμανοί ως καλοί μηχανικοί έκαναν τα DIN(Deutsches Institut für Normung). Προφανώς οι καλοί μηχανικοί έφτιαξαν τα DIN αλλά αυτά με την σειρά τους άλλαξαν τον τρόπο σκέψης τους και στο τέλος αυτά τα δύο ταυτίστηκαν, δημιουργώντας μια ενιαία σκέψη για περαιτέρω ανάπτυξη. Αλλά ποιός έμαθε την τέχνη του μηχανικού στους Γερμανούς πρώτη φορά?
    Την ανακάλυψαν μόνοι τους ή μήπως κάποιος τους την δίδαξε Κωδικοποιημένη σε αρχέγονα XIN?

    Αναλογικά υπήρξαν όλοι αυτοί οι συγγενικοί ινδοευρωπαϊκοί γλωσσολογικοί κανόνες ή η ώσμωση αυτοκρατοριών δημιούργησε αυτό το αυστηρό γλωσσολογικό εργαλείο?
    Ο Όμηρος είναι μάλλον ο πρώτος που θα συγκεράσει τις Ελληνικές διαλέκτους, οι Ελληνιστές με ακόμη πιο επιστημονικό τρόπο, οι Ρωμαίοι θα αναπτύξουν την γλώσσα τος καθ’ ομοίωση των Ελλήνων, οι Γερμανοί θα εκλατινιστούν όταν αρχίσουν να γράφουν κάποιοι σε σημείο Λατινογενούς Γλώσσας όπως οι Φραγκοι κτλ κτλ. Και κοιτώντας πίσω βλέπουμε πια ένα μια αυτο – επιβεβαιούμενη προφητεία συγγένειας.

    Για να σπάσεις ένα κέλυφος το κοπανάς σχεδόν ενστικτωδώς μετά από τις πρώτες αποτυχίες να το ανοίξεις με τα χέρια.
    Τι θα κάναμε ενστικτωδώς όταν κοιτούσαμε ψηλά για να δούμε αυτό το απέραντο πράγμα από άκρη σε άκρη? Τι θα λέγαμε στους άλλους? Κοιιιιιίτα (στα αρχαία) στο άπειρο ή κοίτα να δείς που βρέξει?