φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Με κριτήριο την εποχή εμφάνισης των ειδοποιών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου είδους, θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε μια σειρά, στην αρχή της οποίας θα θέταμε την όρθια στάση, την απώλεια του οίστρου, το γέλιο, την παράταση της παιδικής ηλικίας και την κατασκευή των εργαλείων. Θα ακολουθούσαν η σκέψη, η φαντασία (και η ξαδέρφη της, η φαντασίωση – φαντασία στην οποία εμπλέκεται και ο φανταζόμενος) και στο τέλος, τελευταίες αλλά όχι ασήμαντες, η συνείδηση, δηλαδή η επίγνωση του θανάτου, και η γλώσσα.
Εάν, φίλες και φίλοι, έχετε κάποιες επιφυλάξεις για τη σειρά, ομολογώ ότι έχω κι εγώ επιφυλάξεις γι αυτά που γράφω. Για τη θέση πολλών από αυτών των ειδοποιών χαρακτηριστικών δεν είμαι βέβαιος ( π.χ., μήπως η φαντασίωση προηγείται της φαντασίας και της σκέψης; ), για μερικά όμως είμαι – για τη συνείδηση και τη γλώσσα.
Αυτό σημαίνει ότι σκεφτόμασταν πριν εμφανιστεί η γλώσσα – το ότι η εμφάνισή της ενίσχυσε τη σκέψη, και η σκέψη τη γλώσσα, θα πρέπει να το θεωρήσουμε κι αυτό βέβαιο – με την επισήμανση και την διευκρίνηση ότι μεταχειριζόμαστε το επίθετο ‘βέβαιος’ ελαφρά τη καρδία, όχι με ιδιαίτερη ζέση. Εκείνο που με απασχολεί πολύ τα τελευταία χρόνια είναι η σχέση μεταξύ της συνείδησης, της επίγνωσης του θανάτου, και της γλώσσας. Μιλούσαμε όταν μάθαμε ότι θα πεθάνουμε; Ή, μήπως, πρώτα αντιληφθήκαμε ότι θα πεθάνουμε και μετά μιλήσαμε;
Δεν γνωρίζω εάν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε ποτέ σε αυτά τα ερωτήματα. Ίσως να μπορέσουμε. Αλλά δεν είναι τα μόνα, υπάρχουν κι άλλα. Πως αποκτήσαμε την γνώση του θανάτου; Ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της σκέψης, ή, μήπως, συνέβη κάτι άλλο; Μήπως φτάσαμε πολύ κοντά στην εξαφάνιση κι αυτό, βοηθούσης ασφαλώς της σκέψης, μας ώθησε να αντιληφτούμε τη θνητότητά μας; Η μελέτη του DNA επιβεβαιώνει ότι όντως κοντέψαμε να εξαφανιστούμε – αλλά το DNA δεν μπορεί να μας πει την αιτία ή τις αιτίες. Ήταν μήπως περιβαλλοντικά τα αίτια (έλλειψη τροφής και νερού), ή, μήπως, όπως υποστηρίζω, συνέπεια της αλληλοβοράς, εξ αιτίας της σπάνης της τροφής; Αναγκαζόμαστε να διατυπώνουμε τη μια εικασία πίσω από την άλλη – τι άλλο να κάνουμε;
Εάν κάθε ειδοποιό ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι λύση σε κάποιο πρόβλημα, ή, μη αναμενόμενη συνέπεια της λύσης σε κάποιο πρόβλημα, τότε οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν η γλώσσα είναι η λύση σε κάποιο πρόβλημα ή μη προσδοκώμενη συνέπεια κάποιας λύσης κάποιου προβλήματος, κάποιας δυσχέρειας. Και εδώ περπατάμε σε κινούμενη άμμο και προσπαθούμε εναγωνίως να βρούμε σταθερό έδαφος να πατήσουμε μπας και μπορέσουμε και περάσουμε τον βάλτο, κι αν δεν τον περάσουμε, τουλάχιστον να μην μας καταπιεί.
Όπως κι αν έχει, το βέβαιο είναι ότι προσεγγίσαμε ένα από τα δύο αντικείμενα της παλαιογλωσσολογίας: κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίστηκε η γλώσσα; Αυτό είναι το πρώτο, για το δεύτερο θα μιλήσω παρακάτω. Μιας και δεν διαθέτουμε μαρτυρίες από ένα τόσο μακρυνό παρελθόν, υπάρχει ένας έμμεσος τρόπος να δώσουμε κάποιες απαντήσεις: να εντοπίσουμε τις λειτουργίες που επιτελεί η ανθρώπινη γλώσσα. Η γλώσσα είναι ένα σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση πληροφοριών, γνώσεων, σκέψεων, επιθυμιών, συναισθημάτων. Ναι, πολύ ωραία, αλλά αυτός ο συνήθης και γενικά αποδεκτός ορισμός εγείρει δύο ερωτήματα. Το πρώτο: η γλώσσα αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στη μετάδοση των πληροφοριών, των γνώσεων, κλπ,; Εάν ναι, τι αρχίσαμε να μεταδίσουμε πρώτα, πληροφορίες ή σκέψεις; Επιθυμίες ή γνώσεις; Να υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ όλων αυτών θα ήταν λίγο παρακινδυνευμένο.
Εάν πάθω λάστιχο σε μια ερημιά και δεν έχω ρεζέρβα, θα κατέβω, θα ρίξω ένα σουτ στο σκασμένο λάστιχο και θα βρίσω: τον Χριστό σου και τη Παναγία σου, γαμημένο! Τι μεταδίδω; Τίποτα. Τι κάνω; Εκτονώνω το άγχος μου μέσω της γλώσσας. Να λοιπόν που είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε άλλη μια εικασία: μήπως η γένεση της γλώσσας έχει κάποια σχέση με την εκτόνωση του άγχους; Κι αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα: μήπως ο γενικά αποδεκτός ορισμός της γλώσσας είναι ελλιπής;
Ένα άλλο παράδειγμα που επιβεβαιώνει το ελλιπές του ορισμού: πολλές φορές μιλάμε μόνο και μόνο για να μιλάμε, χωρίς να μεταδίδουμε πληροφορίες ή κάτι άλλο. Τι κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση; Επιβεβαιώνουμε την κοινωνικότητά μας, τις ήδη μεταξύ μας συμπηγμένες σχέσεις. Και σε αυτή τη περίπτωση, πρόκειται για εκτόνωση κάποιου άγχους – του αποκλεισμού, της απομόνωσης, κλπ.
Για την φλυαρία έχω να πω τόσα πολλά που θα αφιερώσω ένα αυτοτελές σημείωμα (η φλυαρία ως συμβολική ανθρωποφαγία). Το μόνο που έχω να πω τώρα είναι να σας μεταφέρω μια παρατήρηση φίλης: στις φλύαρες γυναίκες αρέσει πολύ η πίπα, η πεολειχία. Δεν ξέρω, τι να πω, ομολογώ. (Κάτι θα πω, τέλος πάντων. . .)
Επαναλαβάνω συνοπτικά το πρώτο ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται η παλαιογλωσσολογία: πως φτάσαμε στη γένεση της γλώσσας; Το κάναμε για να μεταδώσουμε πληροφορίες, γνώσεις, σκέψεις, κλπ; Μήπως πρέπει να προσθέσουμε και το ενδεχόμενο της εκτόνωσης του άγχους, λόγω της φυσικής μας αδυναμίας; Μήπως, λόγω της επίγνωσης του θανάτου; Ενδιαφέρον!
Τι να προηγήθηκε άραγε; Η μετάδοση της πληροφορίας ή η εκτόνωση του άγχους; Εάν προηγήθηκε η εκτόνωση του άγχους, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή της γλώσσας, τη σύνδεση ήχου-σημασίας, σημαίνοντος-σημαινομένου, στις κραυγές, στα ουρλιαχτά, στους αναστεναγμούς. Όλα αυτά τα λέμε επιφωνήματα, είναι ένα, και μάλιστα το τελευταίο, από τα δέκα μέρη του λόγου! Το πιο σημαντικό είναι το τελευταίο!
Τώρα όμως προκύπτει ένα πρόβλημα; πως έγινε ο συνδυασμός ήχου-σημασίας, κάτω από ποιες συνθήκες; Εάν οι κραυγές ακούγονται από μακριά αλλά κι από κοντά, η σύνδεση ήχου-σημασίας έγινε σε συνθήκες απόστασης, απομάκρυνσης ή εγγύτητας;
Τάσσομαι υπέρ του ενδεχομένου της απόστασης. Θεωρώ ότι οι πρώτες κραυγές που έγιναν λέξεις, οι πρώτοι φθόγγοι που απόκτησαν σημασία, ήταν αυτές που έγιναν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας σε απόσταση, πχ. σε συνθήκες διασκορπισμού, αναζήτησης, εντοπισμού, ανακοίνωσης και κλήσης. Θα σας δώσω ένα πολύ απλό αλλά και πολύ βάσιμο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι είμαστε μια δεκαπενταμελής ομάδα στην άνυδρη σαβάνα και ψάχνουμε να βρούμε νερό. Σκεφτόμαστε αλλά δεν μιλάμε – αυτό σημαίνει ότι δεν θα αναζητήσουμε όλοι μαζί, ως ομάδα, να βρούμε νερό αλλά θα διασκορπιστούμε. Ο διασκορπισμός θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε πιο γρήγορα κάποια πηγή. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος βρίσκει νερό. Αυτό που θα κάνει αμέσως είναι να καλέσει τους άλλους, ανακοινώνοντάς τους το ευχάριστο νέο, την πολύτιμη πληροφορία. Ο συσχετισμός της κραυγής με το νερό, εάν επαναλαμβανόταν για πολλά χρόνια, δεν θα πέρασε απαρατήρητος. Όποια κι αν ήταν η κραυγή, και θα ήταν κάποιο φωνήεν, πχ., το α, αααααα, θα πρέπει να συσχετίστηκε με το νερό.
Και εγείρεται το ερώτημα: Ποια να ήταν η πρώτη λέξη; Υπήρξε (η) πρώτη λέξη; Ναι, υπήρξε η πρώτη λέξη! Είναι αδύνατον, λογικά σκεπτόμενοι, να μην υπήρξε – θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι εμφανίστηκαν ταυτόχρονα δέκα ή εκατό λέξεις! Η αρχή της ανθρώπινης γλώσσας έγινε με την εμφάνιση του πρώτου συνδυασμου ήχου-σημασίας, του πρώτου μορφήματος, της πρώτης λέξης. Αυτή ήταν η αρχή. Μετά το μηχάνημα πήρε μπρος και δε λέει να σταματήσει.
Βέβαια, η γλώσσα είναι επίκτητη, έμφυτη είναι η δυνατότητα να μιλήσουμε, όπως μας έδειξε ο Νόαμ Τσόμσκι. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι λέξεις δεν εγγράφονται βιολογικά – αυτό που έχει εγγραφεί είναι η δυνατότητα της γλωσσικής επικοινωνίας. Θα λέγαμε λοιπόν, από βιολογική σκοπιά μιλώντας, ότι η γλώσσα είναι ένα ελλιπές, μη ολοκληρωμένο σύστημα επικοινωνίας. Και σε αυτό το σημείο ερείδεται η άποψη ότι η γλώσσα είναι ίσως το πιο καινοφανές και μεταγενέστερο ειδοποιό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.
Το ότι είναι επίκτητο σημαίνει ότι υπόκειται σε κανόνες. Αλλά για ποιους κανόνες πρόκειται; Πρόκειται για τους κανόνες της κινητικότητας και της συνεργασίας των μορφημάτων – αυτή είναι η βάση της γενετικής-μετασχηματιστικής γραμματικής του Ν. Τσόμσκι. Οι πρώτες λέξεις ήταν τα πρώτα μορφήματα, πολύ σύντομα όμως εμφανίστηκαν λέξεις μέσω της συνεργασίας δύο μορφημάτων. Τα δυο αυτά μορφήματα δεν προφέρονται ταυτόχρονα, έτσι δεν είναι; Κάποιο πρέπει να προηγηθεί, κάποιο να ακολουθήσει; Ποιο θα προηγηθεί; Με ποιο κριτήριο; Τι θα προσδιορίσει ποιο μόρφημα θα προφερθεί πρώτο;
Η απάντηση που δίνω είναι η εξής: η συνεργασία των μορφημάτων θα ακολουθήσει τους κανόνες της συνεργασίας και της ιδεολογίας, (ναι, ναι, καλά διαβάζετε, η ιδεολογία είναι ο χάρτης που μας βοηθάει να μην χαθούμε – δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει κοινωνία χωρίς ιδεολογία) που ισχύουν στους κόλπους της ομάδας, της κοινωνίας. Και ο πρώτος κανόνας είναι ο εξής: η ομάδα προηγείται του ατόμου, άρα το γενικό προηγείται του ειδικού. Το γενικής σημασίας μόρφημα θα προηγηθεί του ειδικής σημασίας. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε *εσ *μι (*εσμί > ειμί >είμαι) και όχι *μι*εσ (*μιεσ). *εσ σημαίνει ‘ύπαρξη’, *μι σημαίνει ‘εγώ’.
Κι έρχομαι τώρα στο δεύτερο αντικείμενο της παλαιογλωσσολογίας. Σε ένα σημείο, χωρικό και χρονικό, εμφανίστηκε η γλώσσα ή σε περισσότερα, ανεξάρτητα και απομακρισμένα μεταξύ τους; Με άλλα λόγια, όλες οι ανθρώπινες γλώσσες, νεκρές και ζωντανές, προήλθαν από μια γλώσσα ή περισσότερες;
Εδώ πρόκειται για ημίφως, όχι για πηχτό σκοτάδι – τα μάτια μας γρήγορα αρχίζουν να διακρίνουν κάποια περιγράμματα αντικειμένων. Δεν παύει όμως να είναι ημίφως. Εάν η γλώσσα είναι η λύση σε κάποιο πρόβλημα, είναι το αποτέλεσμα επιτυχούς αντιμετώπισης κάποιας δυσχέρειας, κάποιας αδυναμίας, τότε οφείλουμε να δεχτούμε ότι η πιο μεγάλη αδυναμία θα ήταν ο μικρός αριθμός των ανθρώπων, λόγω του κινδύνου της εξαφάνισης, σε συνδυασμό με τη σπάνη της τροφής και του νερού. Εάν είναι έτσι, τότε μία είναι η εστία της γένεσης της γλώσσας και όλες οι γλώσσες του παρελθόντος και του παρόντος προέρχονται από αυτήν. Πολλοί παλαιογλωσσολόγοι επιχειρούν να ανασυνθέσουν τις πρώτες λέξεις της πρώτης γλώσσας, συγκρίνοντας αρχαίες γλώσσες, αλλά ματαιοπονούν. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιες ήταν οι πρώτες λέξεις. Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε βάσιμες εικασίες όσον αφορά τη δομή της πρώτης γλώσσας: εάν η συντριπτική πλειονότητα των γλωσσών ήταν και είναι απομονωτικού ή συγκολλητικού τύπου, δηλαδή γλώσσες στις οποίες τι μόρφημα έχει μια μικρή ή μεγάλη αυτονομία και κινητικότητα και υπόκειται σε κανόνες συνεργασίας, τότε μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη γλώσσα ήταν μια γλώσσα που τα μορφήματά της ήταν αυτόνομα, διέθεταν κινητικότητα και συνεργάζονταν βάσει κανόνων.
Εκείνο που απομένει να εικάσουμε είναι εάν αυτη η αυτονομία, η κινητικότητα και η συνεργασία με κανόνες αντανακλά τις σχέσεις της ομάδας.
Εάν είναι έτσι, τότε τα μέλη των πρωτογενών ανθρώπινων ομάδων διέθεταν αυτονομία, κινητικότητα και συνεργάζονταν βάσει κανόνων. Οι ανθρωπολόγοι που έζησαν και μελέτησαν τροφοσυλλεκτικούς λαούς μας το επιβεβαιώνουν.
Αύριο θα μελετήσουμε μια πινακίδα από τα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου που καταγράφει τέλεση ανθρωποθυσιών, την Tn 316, η οποία συντάχθηκε πιθανότατα λίγες ώρες ή, ίσως, και λίγα λεπτά πριν την πυρπόληση του ανακτόρου. Πυρπόληση που έψησε τις ωμές πήλινες πινακίδες και τις διέσωσε από τη φθορά.
Σχολιάστε ελεύθερα!