in μαρτυρίες, Αρπακτική, Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

οι αγορές ανησυχούν, δείχνουν νευρικότητα, πανικοβάλλονται – μπίρες πίνουν;

ναι, φίλες και φίλοι, οι αγορές πίνουν μπίρες – μια αγορά,  που γνώρισα εγώ τουλάχιστον,  έπινε μπίρες από το πρωί μέχρι το βράδυ – ήταν Γερμανός.

καλή σας μέρα, φίλες και φίλοι

Ακούμε και διαβάζουμε, φίλες και φίλοι, ότι οι αγορές ανησυχούν, φοβούνται, δείχνουν νευρικότητα, πανικοβάλλονται, τρέμουν κι αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Ανοίγω το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1998) αλλά στο λήμμα ‘αγορά’ δεν βρίσκω το ουσιαστικό στον πληθυντικό – δεν έχω το λεξικό του Μπαμπινιώτη και δεν γνωρίζω εάν αυτό έχει καταγράψει τις παραπάνω εκφράσεις. Όταν λέμε ‘αγορά’ εννοούμε την απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων, εννοούμε τη διαδικασία της αγοραπωλησίας, εννοούμε το τόπο όπου γίνεται αυτή η αγοραπωλησία. Εννοούμε ακόμα το σύνολο των ανθρώπων που σχετίζονται με την αγορά, τουες εμπόρους, τους εργαζομένους (τα νέα μαθεύτηκαν σε όλη την αγορά). Οι αγορές ποιες είναι;

Εφόσον ανησυχούν, φοβούνται, πανικοβάλλονται, εκνευρίζονται, θα πρέπει και να τρώνε, να χέζουν, να κοιμούνται, να γαμάνε, να πίνουν. Έτσι δεν είναι; Έτσι πρέπει να είναι, φίλες και φίλοι, μα το νεφρό του Θεού! Σας διαβεβαιώνω ότι όντως έτσι είναι διότι κάποτε έτυχε να γνωρίσω μια αγορά στο Βερολίνο που ήταν άνθρωπος, όπως είμαι εγώ κι εσείς.

Ετοιμαζόμασταν να βγούμε για φαγητό με τη φίλη μου  Dorothee, ήμασταν στη πόρτα,  όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν το αφεντικό της. Ήθελε να περάσει από το σπίτι του, εκεί ζούσε και δούλευε το αφεντικό της, για ένα τέταρτο. Του εξήγησε την περίσταση και ο αφεντικός της δεν είχε κανένα κώλυμα να πάω μαζί της, να περιμένω στο σαλόνι και μετά να φύγουμε. Πήγαμε. Κάθισα στο σαλόνι. Τι την ήθελε; Θα σας πω. Είχε συμβεί κάτι τρομακτικό: του είχαν τελειώσει οι μπύρες κι έπρεπε να πάει η υπηρέτρια Dori να του φέρει μερικές να περάσει τη βραδιά του. Κάποια στιγμή πέρασε από το σαλόνι για να πάει στη τουαλέτα, ήρθε προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του, σηκώθηκα όρθιος, του έδωσα το δικό μου, εγκάρδια χειραψία, κάτι μουρμούρισε στα γερμανικά κι πήγε να αδειάσει τον ζύθο που είχε ρουφήξει. Έπινε μπύρες από το πρωί μέχρι να τη πέσει για να ξυπνήσει το πρωί πίνοντας μπύρα για πρωινό ρόφημα. Ήταν πενηντάρης, ψηλός, όχι πολύ χοντρός, με κοιλιά μεγάλης χωρητικότητας.

Περνούσε όλη τη μέρα του, όλη τη βδομάδα του, όλα τα χρόνια του μπροστά στον υπολογιστή επενδύοντας μεγάλα ποσά, εκατομμύρια μάρκα, σε χρηματιστήρια, ομόλογα, εμπορεύματα σε όλα τα σημεία του πλανήτη. Έπαιζε ένα εκ. μάρκα στο Σικάγο, κέρδιζε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας εκατό χιλιάδες, νικούσε δηλαδή κάποιους άλλους, τα έπαιρνε, έκανε ντου στη Σαγκάη, μετά στην Άγκυρα, μετά στην Αθήνα, μετά στο Τόκιο, επέδραμε,  από το πρωί που ξυπνούσε μέχρι που κοιμόταν,  σε όλο τον πλανήτη.Έτσι ζούνε οι αγορές – η δουλειά τους, το νόημα της ζωής τους είναι να αρπάζουν. Η ζωή τους είναι ταυτόσημη με το δικαίωμα του πολέμου: quis potest capere, capiat: όποιος μπορεί να αρπάξει, αρπάζει. Πίνοντας μπίρες. Αυτή τη δουλειά έκανε η υπηρέτρια φίλη μου Dorothee: να του κουβαλάει μπίρες, να πετάει τα άδεια μπουκάλια στους κάδους ανακύκλωσης και να του πλένει τα ποτήρια. Άρπαγας με όλες του τις ανέσεις. Σαν τους πιλότους των βομβαρδιστικών: τηλέφωνο, καφεδάκι, αιρκοντίσιον, μουσική. . .

Η Γη είναι η Τροία των αγορών. Οι αγορές είναι ήρωες. Οι αγορές είναι πολεμιστές. Οι αγορές είναι άρπαγες. Οι αγορές είναι καταστροφείς. Οι αγορές είναι εξοντωτές.

Όταν δεν μπορούν να κερδίσουν, όταν δηλαδή δεν μπορούν να νικήσουν, ανησυχούν, φοβούνται, πανικοβάλλονται, τρέμουν, τις λέξεις ‘ήττα’, ‘απώλεια’, ‘χάσιμο’ δεν θέλουν ούτε καν να τις ακούνε. Μια αγορά από την Αγγλία είχε 7 δις λίρες περιουσία, έχασε τα πέντε, του έμειναν δυο δις κι αυτοκτόνησε!

Αύριο πάλι.

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!