Έπινα Καρντού. Έπινε Σίβας.
– Μα, της απαντώ, δε λέμε όμως ποτέ είμαι εκτός χώρου και χρόνου, λέμε είμαι εκτός τόπου και χρόνου, τονίζοντας τη συλλαβή -το. (Θα μπορούσα να γράψω, είμαι εκτός τόπου και χρόνου).
-Αγριόχηνες είναι; με ρώτησε.
Κοίταξα έξω, ψηλά στον ουρανό.
-Αγριόχηνες είναι.
-Θα ήθελα να μου διηγηθείς κάτι. . .
(Ήθελε ν΄ακούσει κι άλλα από τα φοβερά και τρομερά που της εξιστορούσα.)
-Σαν τι, τη ρώτησα.
-Θα ήθελα να μου διηγηθείς την πιο ωραία μέρα της ζωής σου.
Σκέφτηκα. (Το κατάλαβε. Τι άλλο δράμα, τι άλλη κόλαση να ακούσει ακόμα!)
– Θα σου διηγηθώ μια από τις ωραιότερες μέρες της ζωής μου.
-Εντάξει.
-Είμαι στο Ναύπλιο και περιμένω να κλείσουν οι παραγωγοί συμφωνία για τη τιμή στα πορτοκάλια, να πάμε να μαζέψουμε πορτοκάλια, οι μέρες περνάνε, τρώω πορτοκάλια, πορτοκάλια, πορτοκάλια, χέζω μαρμελάδα και κατουρώ πορτοκαλάδα. Α, ναι, και εντόσθια χοιρινά από το σφαγείο, τα πετάνε μέσα σε κάτι βρομερά βαρέλια. Οι γύφτοι και οι ξεμείνηδες τα τρώνε. . . Μια μέρα βρίσκω ένα κατοστάρικο. Δραχμές μιλάμε. Το παίρνω και μπαίνω σε ένα εστιατόριο με το κατοστάρι στο χέρι, ψηλά, μπροστά, να το βλέπουν. Από πάνω ήταν ξενοδοχείο. Μου φαίνεται, ‘Μέγας Αλέξανδρος’. Το εστιατόριο άδειο. Στο βάθος, κοντά στη κουζίνα και στην έκθεση των ταψιών με τα φαγητά, κάθονταν τρεις μουστακαλήδες, εξηντάρηδες; Ο ένας φορούσε ποδιά. Πάω μπροστά του, του δείχνω το κατοστάρικο, το ακουμπάω πάνω στο τραπέζι και του λέω:
-Βάλε μου να φάω όσο μπορώ.
Οι μουστακαλήδες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μου έβαλε μοσχάρι με κριθαράκι, μια σαλάτα μαρούλι, μια φέτα και ένα τέταρτο ρετσίνα. Χειμώνας 1985. Ναύπλιο. Άφραγκος. Νηστικός. Ξεμείνης. Σαν πολλά μου φάνηκαν. Τέλος πάντων, εγώ το κατοστάρικο το έδειξα και το έδωσα. Δεν μπορούνε να μου πούνε ότι έκαναν λάθος. Μου φέρνει άλλο ένα τεταρτάκι κι ένα μήλο. Τι να κάνω; Πήγα κάτι να του πω, συγκρατήθηκα.
-Θες ένα τσιγαράκι;
-Άμα υπάρχει. . .
Κάπνισα ένα άφιλτρο Σαντέ. Το μήλο το είχα φάει. Ώρα να φεύγουμε.
Σηκώθηκα δειλά. Τους καληνύχτισα, με την ιδέα ότι κάτι θα μου ζητήσουν, αλλά δε νομίζω, εγώ το κατοστάρικο και τους το έδειξα και τους το έδωσα. Ήμουν βέβαιος.
Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα.
-Έλα δω, μου λέει ο τύπος με την ποδιά. Πάρε το κατοστάρικο να πάρεις κάνα πακέτο τσιγάρα.
Έχυσε ουίσκι στα ποτήρια.
-Άλλη μια, please!
-Μια μερα πήγα στη δουλειά αλλά δεν ήθελα να πάω. Με τίποτα. Δεν θυμάμαι για πoιο λόγο. Πήγα όμως, γιατί ήταν η πρώτη μέρα. Δεν ήθελα να τον αδειάσω ούτε με σφαίρες. Μου δίνει ένα μεγάλο τρυπάνι να ανοίξω τρύπες μέσα σε μπετό για να καρφώσουμε σίδερα, οχτάρια, να καλουπώσουμε ένα στηθαίο σε μπαλκόνι. Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω, σήμερα έτυχε γαμώτο αυτό, σήμερα, πρώτη μέρα, από αύριο ρε γαμώτο ν ‘ αρχίσω, από αύριο.. . Ακουμπάω το τρυπάνι πάνω στο σημάδι κι αρχίζω. Η αρίδα κάνει καμιά δεκαριά στροφές, πιρουέτες θα έλεγα, καταπληκτικές κινήσεις, κάνει ένα τσαφ, πετάει μια φλογίτσα από το μηχανισμό και το τρυπάνι καίγεται, χαλάει! Μα τη σπλήνα του Θεού!. . .
-Θανασάκη, να μη τρέχω τώρα να βρω τρυπάνι. Τι λες για αύριο;
Βγήκα στο δρόμο να πάω στη πλατεία να πάρω το λεοφορείο, εκεί που είναι σήμερα η στάση Πλακεντία, αυτό το έκτρωμα, και πήγα σπίτι, στο Νέο Κόσμο. Χωράφια και μονοκατοικίες, μικρές και παλιές. 1988. Δεν είχα κλείσει τα τριάντα. Εκεί που περπατούσα, σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό και είπα!
-Ζωή, σ’ ευχαριστώ.
(Θα μπορούσαμε να ορίσουμε το παρόν ως το σημείο τομής, συνάντησης του απείρου μέλλοντος με το άπειρο παρελθόν).
Έφερε φιστίκια Αιγίνης.
Σχολιάστε ελεύθερα!