Πετράδες, ξημέρωσε, 26 Μαρτίου 2007
Ξύπνησα με στύση, στις έξι. Η αμοιβή της χειρωνακτικής εργασίας στη φύση. Της ελεύθερης, όσο γίνεται. Δεν έβρεξε, ήμουνα στ’ αμπέλια μέχρι που νύχτωσε. Άδειασα τη στάχτη, τη πετάω στ’ αμπέλια. Έφερα μια αγκαλιά ξύλα, ούτε ένα αστέρι στον ουρανό. Κάνει κρύο. Στις δυο και μισή με ξύπνησε το ποντίκι. Έβαλα κασέρι στη φάκα πριν κοιμηθώ. Το αγνόησε. Κάποιος πρέπει να είναι πιο έξυπνος από τον άλλον. Να βάλω αυγό
βραστό; Διάβασα μερικές σελίδες από το Μανιφέστο. Μου χύθηκε ο καφές. Κάτι δεν πάει καλά με αυτό το κείμενο. Για κομμουνιστικό μανιφέστο μου φαίνεται ελλιπές. Τα φιλαράκια δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία που να μην είναι κομμουνιστική. Η αστική κοινωνία εκείνο, η κομμουνιστική ετούτο. Όχι, η αστική κοινωνία είναι κομμουνιστική κοινωνία. Διαρκώς συρρικνούμενη, άκρως συρρικνωμένη σήμερα, αλλά κομμουνιστική. Δεν θα φτιάξουμε μια μέρα μια άλλη κοινωνία, τον κομμουνισμό του παρόντος θα διευρύνουμε. Όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, η ανθρωπότητα όλη, είναι συνέπεια του ελλείμματος της κοινοχρησίας, του κομμουνισμού. Εάν τα παγκόσμια προβλήματα επιλυθούν, ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει.
Επομένως, τα παγκόσμια προβλήματα δεν θα επιλυθούν, για να μην επικρατήσει ο κομμουνισμός. Μετρημένα κουκιά. Το τρακτεράκι πήρε μπροστά! Γλίτωσα ογδόντα ευρά! Πόσο χάρηκα! Ληγμένη η μπαταρία, αλλά έχει ζωή ακόμα. Δεν υπάρχει ιατρική εξήγηση για το πως ζει ακόμα η μάνα μου! Της έδωσαν οι καρδιολόγοι δυο χρόνια ζωής, πέρασε τα εφτά! Φρεζάρισα δυο αμπέλια. Τι θλίψη! Ερημιά, εγώ και ο θορυβώδης πετρελαιοκινητήρας. Βλέπω το διπλανό χωράφι και κλαίω. Ήταν αμπέλι μας κάποτε. Με τη κληρονομιά, το πήρε ο αδερφός του πατέρα μου και το ξερίζωσε. Με βλέπω πέντε χρόνων, τέσσερις γυναίκες να σκάβουν, από δυο τρία παιδιά η καθεμιά, κι εγώ, μια να τρέχω κοντά τους να σκάψω και να ακούσω τι λένε, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, γελούσαν όμως, έσκαβαν, μιλούσαν και γελούσαν, και μια να τρέχω κοντά στα παιδιά να παίξω. Μ’ αρέσει πολύ να βλέπω τις γυναίκες να γελάνε. Ανοίγει η καρδιά μου. Μετά από είκοσι χρόνια έμαθα τι έλεγε η μάνα μου με τις άλλες γυναίκες, Μάζευα σταφύλια σε ένα χωριό στη Κρήτη, οι γυναίκες τρυγούσαν και μας γέμισαν τα κοφίνια, μιλούσαν ασταμάτητα και γελούσαν, πως τον πήρε στο στόμα, πως έχυσε στα βυζιά της, πως την αρέσει να κάθεται από πάνω, εγώ το πισοκωλλητό δεν το αλλάζω με τίποτα, οι άνδρες δε μιλάνε έτσι, μα τη Παναγία. Την άλλη μέρα πηγαίναμε στο αμπέλι άλλης γυναίκας. Από εκεί άλλα χάχανα, από πέρα τραγούδια. Γυναικείο και παιδικό βουητό. Και λουλούδια! Τι λουλούδια! Σε δέκα μέρες τα αμπέλια ήταν σκαμμένα. Με φλυαρία, γέλιο και παιχνίδι. Κάθε μέρα ήταν Κυριακή, δηλαδή κομμουνισμός, που λέει και ο Αλτουσέρ. Εγώ και το Κubota μου: καπιταλισμός. Πατ πατ πατ πατ μπαμ μπαμ μπαμ, γεωργικό πολυβόλο. Γνώρισα στην Ιταλία, στην Utopiaggia, μια μαθήτρια του Χάμπερμας, 58 χρονών, κι είχε περίοδο. Δούλευε γυμνή στο λαχανόκηπό της. Δυο τρεις ώρες κάθε μέρα. Στιλάκι. Ούτε εικοσάρα να ήταν. Δεν καταλαβαίνουν ότι στο γυμναστήριο εργάζονται! Μόνο και μόνο για να χύσουν ιδρώτα! Κι όταν οδηγούν εργάζονται, κι όταν πάνε με το λεωφορείο στη δουλείά τους, κι όταν βλέπουν τηλεόραση, κι όταν συμπληρώνουν ένα κίνο μπας και κερδίσουν πενήντα εκατό ευρά να βουλώσουν καμιά τρύπα αλλά αυτή όλο και μεγαλώνει, κι όταν είναι όρθιοι στο μαντρί (το μπαρ εννοώ). Και πληρώνουν. Τους εκμεταλλεύονται και πληρώνουν! Τέτοια ξεφτίλα! Δεν έχουμε διερευνήσει τη σχέση της Δημοκρατίας με τη ταλαιπωρία. Από κάθε πόρο αυτού του πολιτεύματος τρέχει ταλαιπωρία. Δεν είναι περίεργο που ο Οδυσσέας είναι γνωστός ως δῖος πολύτλας; Και θεϊκός και ταλαίπωρος. Δε μπορεί, πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Και μετά από τέσσερις αιώνες, διαβάστε και τον Επιτάφιο του Περικλέους: ένας ύμνος στη δημοκρατική ταλαιπωρία! Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος. Πασα γη! Πήγαινε στην Αίγυπτο, πήγαινε στη Σικελία, πολέμησε, σκότωσε, άρπαξε και γίνε πλούσιος! Έρος ενέπεσε τοις πασι εκπλευσαι, γράφει Θουκυδίδης, μόλις οι Αθηναίοι έμαθαν ότι υπάρχει αμύθητος πλούτος στη Σικελία και στο τέλος να το επιστέγασμα της ταλαιπωρίας. Ντάλα καλοκαίρι, κατάκοποι, απεγνωσμένοι, οι Συρακόσιοι από πίσω τους κι αυτοί να ψάχνουν να βρουν να πιουν λίγο νεράκι, βρίσκουν ένα ποταμό, πέφτουν όλοι μέσα, το νερό γίνεται βούρκος, οι Συρακόσιοι αρχίζουν να σφάζουν, ο βούρκος γίνεται κόκκινος, και οι ταλαίπωροι δημοκράτες Αθηναίοι βουτάνε να βρέξουν τα χείλια τους πριν ξεψυχήσουν σφαγμένοι σα κατσίκια μέσα στο βούρκο της δημοκρατικής αποβλάκωσης. Ακούω στο ράδιο ειδήσεις. Ο Καραμανλής λέει: για ένα καλύτερο αύριο για όλους τους Έλληνες. Το πιστεύει ή μας δουλεύει. Μας δουλεύει. Και μετά έρχονται και λένε ότι ο Ιππίας Ελάττων είναι ένας παράδοξος, αινιγματικός διάλογος! Πω πω, οχτώ και δέκα, θα το χάσω το λεωφορείο.
Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι οχτώ και δεκατρία ακριβώς.
Σχολιάστε ελεύθερα!