in μαρτυρίες

παππού, κλαίνε και οι Τούρκοι;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

αργεί να ξημερώσει, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, φυσάει ξεροβόρι, δεν θα πάω στον κήπο να σκάψω, είμαι ερωτευμένος με το χώμα και τ’ αγριόχορτα

Το 1963 κόντεψε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία. Ήμουν τεσσάρων χρονών. Για να μη μας σφάξουν οι Τούρκοι, το σπίτι μας είναι στη άκρη του χωριού, προς το μέρος  της Μαρίτσας, του Έβρου, ένα βράδυ πήγαμε και κοιμηθήκαμε στο σπίτι του πατέρα της μάνας μου, στην άλλη άκρη του χωριού. Εκεί είχαν μαζευτεί κι άλλος κόσμος από τη γειτονιά, αγόρια και κορίτσια, εγώ,  μια έπαιζα με τα παιδιά μια  έστηνα αυτί να ακούσω τι λένε οι μεγάλοι. Λέγανε ότι οι Κατσβέλοι στο Διδυμότειχο, οι Τουρκόγυφτοι, αγόρασαν όλα τα τσεκούρια και με αυτά θα μας έσφαζαν την ώρα που κοιμόμασταν. Αργότερα, έμαθα  ότι περνούσαν εκείνες τις νύχτες τρέμοντας πίσω από τις πόρτες των χαμόσπιτών τους, με τα  τσεκούρια στα χέρια για να προστατεύσουν γυναίκες και παιδιά από τη σφαγή που έμελλε από στιγμή σε στιγμή να αρχίσει.

Το καλοκαίρι του 1964, κάνα δυο μήνες πριν πάω σχολείο, που το αγάπησα και το μίσησα όσο λίγα πράγματα στη ζωή μου, πρώτη φορά κάθισα τόσες πολλές ώρες ακίνητος και σε  καρέκλα, το καλοκαίρι του 1964 πηγαίναμε με τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου, ο πατέρας μου έλειπε, την ώρα που γεννιόμουνα ήταν μέσα σε στοά ανθρακωρυχείου, στην Κίρκη, εξω από την Αλεξανδρούπολη, πηγαίναμε με τον παππού μου να οργώσουμε. Φορτώναμε χαράματα το αλέτρι στο κάρο, ζεύαμε τις αγελάδες, οργώναμε, έχω οργώσει με αλέτρι που το έσερναν αγελάδες, ναι, ναι, μετά πηγαίναμε προς το ποτάμι, ξεζεύαμε τις αγελάδες να βοσκήσουν, ο παππούς μου μάζευε κλαδιά ξερά για το μαγείρεμα, ποτίζαμε τις αγελάδες στο ποτάμι, πίναμε κι εμείς νερό, νερό καθαρό, κι επιστρέφαμε.

Στην απέναντι όχθη βλέπαμε τους Τούρκους να ποτίζουν τις αγελάδες, παιδιά να πλατσουρίζουν στο νερό, άνδρες να ψαρεύουν, γυναίκες να πλένουν ρούχα. Οι πιτσιρικάδες μας έβριζαν, γαμώ το Παναγία, γαμώ το Χριστό, κι εμείς ανταποδίδαμε, γαμώ το Αλάχ, γαμώ το Αλάχ. Μια μέρα, είδα παιδιά, γυναίκες και άνδρες να ψάχνουν στην όχθη του ποταμού. Τι έψαχναν; Κάποια στιγμή, ένα προπορευόμενο παλικάρι έβαλε μια φωνή, έτρεξαν κοντά του οι άλλοι, άρχιζαν να φωνάζουν και να κλαίνε και να χτυπιούνται, βλέπω να σέρνουν ένα κορμί από το νερό, παιδί ήταν, να πέφτουν πάνω του γυναίκες, να τραβάνε τα μαλλιά τους, να χτυπάνε τα στήθια τους, να κλαίνε, να οδύρονται. Ρώτησα τον παππού μου: παππού, κλαίνε και οι Τούρκοι;

Κλαίνε, πως δε κλαίνε!  Ήμουν βέβαιος ότι οι Έλληνες κλαίνε. Εγώ έκλαιγα, ο μικρός μου αδερφός έκλαιγε, τα άλλα παιδιά έκλαιγαν. Είχα δει τη μάνα μου, τον πατέρα μου και τον παππού μου να κλαίνε, σαν μικρά παιδιά. Ήταν στην αυλή,  έξω από το στάβλο, ήταν κι άλλοι δυο που ψιλοχαμογελούσαν, ζωέμποροι τσομπαναραίοι που ήρθαν να αγοράσουν τρεις αγελάδες, να τις πάρουν τζάμπα σχεδόν, θυμάμαι τον έναν που έδωσε κάτι μικρά χαρτιά στον παππού μου, χαρτιά που ήταν χρήματα, χρήματα που ήταν πόνος, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος άνθρωπος πάνω στη Γη που να σιχαίνεται τόσο πολύ τα χρήματα, τέτοιος πόνος μιλάμε, δε θέλω να τα πιάνω στα χέρια μου, αναγκάζομαι να τα χρησιμοποιώ, προσπαθώ να χρησιμοποιώ όσο γίνεται λιγότερα, να  εργάζεσαι και να πληρώνεσαι μου φαίνεται τόσο παράλογο, τόσο αποκρουστικό, πόσο θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς χρήματα, πόσο θα ήθελα να ζω. . .

Τον Σεπτέμβριο πήγα σχολείο. Τα καλοκαίρια, με τον παππού μου στα χωράφια και στο ποτάμι. Το 1969 μεταναστεύσαμε στην Αθήνα. Το 1974, στα δεκάξι εγώ,  κόντεψε πάλι να γίνει πόλεμος με την Τουρκία, έγινε επιστράτευση, όταν αναγγέλθηκε δούλευα μπογιατζής στην Ν. Ιωνία, έτριβα τοίχους όλη τη μέρα, σταμάτησαν τα λεωφορεία, πήγα με τα πόδια στο σπίτι, στην Παλιά Πεντέλη, και την άλλη μέρα ζήτησα από τους γονείς μου να πάω στο χωριό. Πήγα. Ήταν εποχή του θερισμού και του αλωνίσματος, μα το χωριό ήταν έρημο, τα γυναικόπαιδα είχαν μετακινηθεί προς τα βουλγαρικά σύνορα για να μη τα βιάσουν και τα σφάξουν οι Τούρκοι. Πολύς στρατός.  Ζούσα με τον παππού μου. Ερχόταν να ξεχειμωνιάσει μαζί μας στην Πεντέλη και μόλις έπιαναν οι ζέστες γυρνούσε στο χωριό. Μιλούσε και τουρκικά και βουλγαρικά. Ήρθε με τα πόδια από τον Σαγγάριο, το 1922.

Μια μέρα ήρθε ο άλλος ο παππούς μου και μου ζήτησε να πάω να φυλάξω ένα χωράφι με πεπόνια, να μην τα κλέβουν οι επιστρατευμένοι, νηστικοί, βρόμικοι, χωρίς όπλα, με πλαστικές παντόφλες, αξύριστοι, καλύτερα στον Έβρο παρά στις πόλεις, κενό εξουσίας βλέπεις. Ήταν Ιούλιος, έκανε ζέστη, την έβγαζα κάτω από ένα τσαρδάκι  φτιαγμένο με κλαδιά και χόρτα. Θα σου φέρνω κάθε μέρα φαγητό και νερό, μου είπε. Αλλά με ξέχασε. Τρεις μέρες έτρωγα μόνο πεπόνια. Την τέταρτη, άρχιζα να τα μοιράζω στους  εξόριστους άνδρες που περνούσαν για να πάνε στα φυλάκια. Τότε είδα για πρώτη φορά τετράτροχη θεριζοαλωνιστική μηχανή που έμπαινε στο χωράφι, θέριζε και αλώνιζε! Δυο ήταν, θέριζαν και το βράδυ. Αργότερα έμαθα ότι ήταν από το Διδυμότειχο. Οι πρώτοι που αγόρασαν θεριζοαλωνιστικές μηχανές ήταν οι πλούσιοι ζωέμποροι. Οι κάτοικοι των παραποτάμιων χωριών έφυγαν πριν τελειώσει ο θερισμός, πήραν αυτοί τις μηχανές και πήγαν και θέρισαν όλα τα χωράφια που είχαν μείνει αθέριστα – τα θερίζαμε με το χέρι και τ’ αλωνίζαμε στη μηχανή, στη μπατόζα. Πλιάτσικο. Όταν μετά από λίγες μέρες γύρισαν, βρήκαν τα χωράφια τους λεηλατημένα και έμαθαν ποιοι το έκαναν, σήμερα αυτοί έχουν ακίνητα, καταθέσεις, μετοχές εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών.

Το 1976 πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Ο παππούς ήταν στο χωριό, κέρασε όλο το καφενείο. Ο εγγονός μου θα γίνει μεγάλος και τρανός! Μετά από λίγους μήνες ήρθε να ξεχειμωνιάσει μαζί μας. Έφερε μαζί του ένα αρνί αλλά του το κλέψανε μέσα στο τρένο. Στενοχωρέθηκε πολύ, πάρα πολύ, πόνεσε. Ήταν 82 χρονών. Μια μέρα μου είπε ότι ήθελε να δει τα καράβια στον Πειραιά. Πήγαμε. Πήγαμε και στο Πασαλιμάνι. Σε μια ανηφορίτσα, με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε: Θανάση, θα πεθάνω. Γιατί παππού; Δεν μπορώ να περπατήσω. Μετά από λίγες μέρες έπεσε το κρεβάτι και δεν ξανασηκώθηκε.  Τον πήγαμε στο χωριό με αυτοκίνητο, έμενε η μάνα μου μαζί του. Πέθανε τον Απρίλιο του 1977. Όταν άνοιγε η πόρτα του σπιτιού, ρωτούσε τη μάνα μου, ο Θανάσης είναι; Άκουγε το τρένο το βράδυ κι έλεγε στη μάνα μου, με αυτό το τρένο θα έρθει. Τα τρένα περνούσαν κι εγώ δεν φαινόμουνα. Πέθανε χωρίς να με δει.

Προψές τον είδα στον ύπνο μου. Ήμουνα με τη μάνα μου και τον πατέρα μου σε ένα δωμάτιο και ζήτησα να πάω να δω τον παππού μου. Πήγα στο διπλανό δωμάτιο, ήταν κατάκοιτος, άπλωσε τα χέρια του, εγώ τα δικά μου, με ρώτησε, ήρθες Θανάση; ήρθα, παππού, του είπα.

Στις οχτώ φεύγουν τα παιδιά για το σχολείο, σηκώνεται ο πατέρας μου, φτιάχνω τραχανά, τρώμε μαζί, πάει στο ΚΑΠΗ, έρχεται στις δωδεκάμισι, πίνουμε μαζί κάνα τσιπουράκι, ήθελε να με δει καθηγητή, με αυτοκίνητο, κοστούμι και γραβάτα.

Οι πίκρες πλέκουν ψιλοβελονιά τις ζωές μας, απλώνονται,  λευκή παγερή πάχνη στην κοιλάδα, πάνω στο πράσινο σιτάρι, αλλά το σιτάρι δε μασάει, δε χαμπαριάζει, αγριόχορτο είναι, θρέφει τον μισό πληθυσμό της γης. τον άλλον μισό, το ρύζι, αγριόχορτο κι αυτό.

Να ζήσουν τ’  αγριόχορτα! Να ζήσουν τα χόρτα!

 

Σχολιάστε ελεύθερα!