in μαρτυρίες

”. . . μέχρι που να μας χωρίσει ο θάνατος”

Κ.Ε.Π.*  τῆ 25/10/59

Ἀγαπημένη μου Γεωργία Γιάσου.

Ἀπό ὐγεία δέν εἶμαι καθόλου καλά γιατί ὅλη τήν ἡμέρα και ὅλη τη νύχτα σκεύτωμαι, καί πολές φορές μου πιάνει τό παράπονο καί ἀπτά μάτιαμου τρέχουνε δάκρυα. Καί σέ αὐτό φταιται ἐσεῖς γιατί ἀπλούστατα ἔστειλα γράμμα στῆς 14 τοῦ μηνός καί γράμμα δέν ἔχω πάρει. Ἐνῶ ὅλοι ἡ συναδελφή μου πῆρανε ἀπό δύο καί τρία γράμματα καί ἐγώ ὁ ἅμοιρος κάθομαι μέ σταυρομένα μάτια (βλέπεις ὅτι κάνω καί λάθη;) χαίρια κάθομαι καί περιμένο γράμμα σας ἀλλά δυστιχῶς οὔτε τήν πρώτη μέρα οὔτε τῆ δεύτερη οὔτε καί τήν τελευταία μέρα δέν πῆρα γράμμα. Καί ἀπελπιζμένος πῆγενα γιά ύπνο. Ἀλλά πού νά μέ πάρουν τα μάτια, με πιάνει τό παράπονο και χώνομαι κάτο ἀπό τῆς κουβέρτες καί κλέω. Ἕχω βάλει πρόγραμα εδῶ καί 5 μέρες πού περίμενα γράμμα κάθε βράδυ νά μέ πιάνει τό παράπονο καί νά χόνωμαι κάτω ἀπό τῆς κουβέρτες καί νά κλαίω. Γιατί μου τό κάνεις Γεωργία; ἀφοῦ σου τῶ ἔχω πῆ ὅτι σαγαπῶ, που χωρίς ἐσένα δέν θά μπορέσω νά ζῆσω. Βαία** τό εἶχες πῆ καί ὅλα μιά βραδυα γιά ἐμένα ὅτι θά σέ ξεχάσω ἄν φύγω στατιώτης. Καί ὅμως γῆνικαν τό ἀντίθετο μέ ξέχασες ὅχι μόνο ἐσεῖ ἀλλά καί ὅλους ὅσους ἔχο αιμα, ἀπό κανένα δέν πῆρα ἀπάντηση. Μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται λέει καί τό τραγούδι. Βαία ἔτσι εἶναι. Ἑγῶ που τόσο σαγαπούσα σέ σεβάστηκα καί δέν σέ πῆραξα καθόλου ἐσεῖ τουλάχιστον

δέν εἶχες οὔτε ἴχνος ἀγάπης γιά ἐμένα, πές μου δέν μέ ἀγαπᾶς καθόλου; Ἥ μῆπως μέ τό ζόρι κόψαμε λόγο, σέ επῖβαλαν ἄλλη παρά τήν  θέλησι σου; Πάντος σέ παρακαλῶ πολύ νά μου ἀπαντήσις γρήγορα ὅταν παίρνεις γράμμα μου ἄν μέ ἀγαπάς καί ἄν μέ θέλεις νά μέ δῆς σύντομα. Γιατί ἄν δέν ἀπαντήσις καί σέ αὐτό τό γράμμα μου γρήγορα ἄλλο γράμμα νά μήν περιμένεις πλέον ἀπό ἐμένα. Γράφοντας αὐτα τά λόγια ἡ καρδιά μου ραγίζεται καί ἥμαι ἔτοιμος νά βάλο τά κλάματα. Μου φαίνεται δέν ξέρεις τῆ θά πῆ ἕνα γράμμα γιά ἕναν στρατιώτη ἀπό ἕνα αγαπημένο πρόσωπο ἡ φύλο ή ὅτιδήποτε καί ἅν εἶναι.

Γιαυτό ἀγάπημου νά μήν μέ λησμονήσης καί νά μήν μέ τηρανᾶς, φτάνει που μέ ἦχες τυρανήσει στό χωριό μέχρι που νά πάρω τό λόγο σου. Δέν πηστεύο νά μήν μέ ἀγαπᾶς καί ἐσεῖ ὅπως σέ ἀγαπῶ καί ἐγώ. Ἀλλά δέν μπορῶ νά εξηγίσω τήν ἀργοπορία σου. Θέλω νά μου στήλης μιά φωτογραφία σου μέ κεῖνο τή φούστα σου που εἶχαμε πάει στήν πανῆγηρι στής μουριές*** καί τό μπλουζάκι σου τό μαύρο, εἶθελα νά σου στῆλω καί ἐγώ ἕνα ἀλλα ἐδῶ δέν ἔχουμε φοτογράφο καί δέν βγήκα ἀκόμα. Αὐτά εἶχα νά σου γράψω καί δόσε χαιρετισμούς στόν Πατέρα σου τήν Παρθένα στήν Γιαγιά σου στόν Χαράλαμπό στήν Ανατολή στόν Χαράλαμπο καί ὅση με ρωτάνε γιά ἐμένα. Σέ χαιρετῶ μέ αγάπη.

Πάντα δικός σου Παύλος

 

Μήπως θήμωσες ἐπειδη εἶχα γράψει μερικες σαχλαμάρες στό προηγουμένο μου γράμμα μόνο θέλω νά μου ἀπαντήσης γρήγορα Γιασου ἀγάπη μου γλεικειά.

[*Κ. Ε. Π. Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού (Θήβα). Το γράμμα στάλθηκε στην Καστανούσα, μεταξύ Δοϊράνης και Κερκίνης.

**βέβαια

*** Μουριές, γειτονικό χωριό κοντά στη Δοϊράνη, δυτικά της Καστανούσας.]

 

Κ.Ε.Π.  25/10/ 59

Ἀγαπημένη μου Γεωργία Γιάσου.

Ἀπό ὐγεία εἶμαι πολύ καλά καί αὐτό ἐπηθυμό καί γιά ὅλους σας. Ἔλαβα τό γράμμα σου ἀγάπη μου καί ἡ χαρά μου ἦταν ἀπερίγραπτη. Ἐνῶ γράφω τό γράμμα αὐτό τά μάτια μου εἶναι γεμᾶτα δάκρυα εὐτυχίας, δάκρυα συγνώμης. Γιατί θά ρωτήσης δάκρυα συγνώμης; Γιατί ἀπό τήν ἀπελπισία που εἶχα τόσον καιρό να μήν πάρω γράμμα ἀπό κανέναν πῆστεψα  γιά μιά στηγμή ὅτι ὅλοι σας μέ ξεχάσατε. Γιαυτό σου ζητῶ συγνώμη Γεωργία ἄν ἀπό τήν ἀπελπισία μου κάθησα σήμερα τό πρωΐ καί ἔγραψα ἕνα γράμμα γεμάτο παράπονο καί πῆκρα, γιατή εἶχα ὀχτώ καί δέκα μέρες νά πάρω γράμμα ἀπό κανένα οὔτε ἀπό τῆ μητέρα σου πῆρα γράμμα. Ἐνῶ τό πρωΐ ταχυδρόμησα τό γράμμα τό βράδυ πῆρα τό δικόσου. Καί ἀμέσως κάθησα νά σου γράψω γράμμα γιά νά προλάβω τό ἄλλο γράμμα γιά νά μήν σέ κάνω καί στεναχωρηθης. Ἡ ὥρα εἶναι 10 καί θά εἶναι ἡ πρώτη νύχτα που δέν θά γεμίσουν τά μάτια μου δάκρυα καί δέν θά μέ πιάση τό παράπονο. Εὔχωμαι νά πάρης καί τά δύο γράμματα μαζί. Σου ζητῶ συγνώμη  Γεωργία ἄν θά σέ πηκράνω ἕστω γιά μιά μέρα. Τό μόνο που θέλω ἀπό σένα εἶναι νά πηγένης στό σπίτι μας τακτικά νά μου γράφης ὅτι σου κάνουν στό σπίτι σου καί προπάντος νά μέ ἀπαντᾶς γρήγορα στά γράμματά μου.

Δέν ξέρεις πόσο εὐτυχης εἶμαι αυτή τή στιγμή που σου γράφω αὐτό τό γράμμα; Ἔτσι σέ θέλω πάντοτε ὅταν λήπη κανεις ἀπό  τό σπίτι να πηγένης κοντά στήν Τασούλα. Ὅσο γιά τόν Ανέστη πουλές θά εὐχαριστηθῶ πολύ ἄν μου στήλει  γράμμα. Τό ξέρεις καί εσεῖ Γεωργία ὅτι σέ ἀγαπῶ τόσο πολύ που ποτέ δέν μπρόκειτε νά σέ πηκράνω καί αὐτό θά τό κατάλαβες ἀπό τήν πρώτη στηγμῆ, που μποροῦσα νά κάνω ὅτιδήποτε καί ἄν εἶθελα, καί γιά νά μήν σέ πηκράνω ὐποχόρισα σέ ὅλα. θά ἔρθη μιά μέρα καί θά καταλάβης καλύτερα τό πόσο σαγαπῶ. Ἕχωμε τόσες σκουτοῦρες τώρα Γεωργία που δέν μπορο νά κάτσο νά γράψω πολλά γράμματα. Ὅσο γιά τόν γραματέα πουλές θά τοῦ γράψω γράμμα τό σκεύτηκα καί ἐγώ καί θά του γράψω ὀπότε ευκερίσω. Ἡ μέρα που ξημερώνη εἶναι μέρα πανηγύρεως τοῦ Ἀγίου Δημητρίου τοῦ καλοχωρίου* καί λυπούμε πού δέν βρίσκομαι ἐκεῖ. Γιαμένα καμιά φορά μήν βάζης κακό στό μιαλόσου, τώρα προπάντος πού εἶμαι στρατιώτης κατάλαβα τῆ θά πῆ ἀγάπη, καί σαγαπῶ περισότερο ἀπό ὅτι σ’ ἀγαποῦσα στό χωριό. Αὐτά εἶχα νά σου γράψω. Δώσε χαιρετισμους στους δικούς σου στόν Γραματέα στην γυνέκα του στη ζωή στόν Χαράλαμπο στήν ᾈνατολή και ὅπιος ρωτάει γιά μένα. Σέ χαιρετῶ μέ ἀγάπη καί σέ φυλῶ Πάντα δικός σου Παυλος

Τῆς ἡμέρες αὐτες που δέν ἔπερνα γράμμα σου ἄνοιγα τῆ φωτογραφία σου καί ἔκλεγα καί ἔκαμνα τά παράπονάμου.

 

*Καλοχώρι: γειτονικό χωριό, ανατολικά της Καστανούσας.

 

Ἕν Καστανούση τῆ 29/10/59

Ἀγαπημένεμου Παῦλο σέ χερετῶ μέ ἀγάπη Μάθε παῦλο ἀπό ὐγεῖαν εἶμεθα καλά τό ἴδιο ποθῶ  καί διαεσέ νάσε πάντα καλά. Λοιπόν ἔλαβα δύο σου γράμματα τό ἕνα ευχάρηστο καί τό ἄλο δυσάρεστο δέν πιράζη σέ συχωρό καί ἄν μέ στεναχώρισες λιγάκι κιόμος δεν θέλω νά σιμβή καί γιά δεύτερη φορά νά ἔχεις ὐπομονή, πάντα νά ἐλπήζης νωμίζω δέν ἄργυσα νά σού ἀπαντήσο καί δεύτερον δέν θέλω νά στεναχωριέσαι γιά ἐμένα οὐτε νά κλές τή θά πῆ κλάμα σέ σένα ὅχι δέν εἶσαι στά καλά σου ἐπηδῆ ζούμε στήν ξενιτιά πρέπει νά κλέμαι ὅχι δέν τό θεορῶ καλῶ πράγμα αὐτό πού κάνης κοίταξε τή ζωή σου νά καλοπεράσης. Μού γράφης ὅτι ἔγραψες γράμμα στή μαμά μου καί δέν σού απάντησε μήν τῆς παραξηγίσης δέν εὐκερή καί ἐμένα τό ἰδιο μέ κάνη ἀργή νά μού γράψη. τή ὥρα πού σού γράφο εἶναι 12 ἠ ὥρα σβύσανε τά φῶτα καί μέ τήν λάμπα σού γράφο βιαστηκά νιστάζω ἐπυδῆ αὔβριο μέ τήν Τασούλα πάμε σέ γάμο στήν λιβαδιά* μιά σιγγενίς  δικήσας παντρέβεται καί ἠ μητέρα εἶπε νά πάμε μαζί μέ τήν Τασούλα. μαζί μέ τήν μητέρα ἔρχωνται  καί καθωνται  τά βράδια καί ὁ Πέτρος πολές φορές τά βράδια ἔρχονται ὅσο γαυτό μήν στεναχωριέσε πάντα πηγενωερχώμαστε. Μού γράφης γιά μερικά πού δέν ἦθελες νά μέ πικράνης σέ συνχέρωμαι μήπως ἐγώ δέν το καταλάβενα δέν ἔλεγα τίποται γιατί ἄμα ἤθελες μέ τό ζόρη μπορούσες νά πάρης ἕνα φιλύ ὅλα μιά ἰδέα εἶναι τίποται ἄλο τί εἶναι καί τό φιλύ μεγάλο πράγμα τή καταλαβένης τίποτα. Μῆ  θέλωντας νά σέ κουράσο περισσότερο τελειώνο καί διακουρασία* νά τήν διαβάσης. Τέλος σέ χερετῶ μέ ἐκτήμισης. Περιμένω Γράμμα σου σε χερετοῦν ὁμοῖος καί ἠ δυκήμου όλοι.

μου ζιτάς φοτογραφία θά σού στίλο ὅταν θά μπορέσο καί βγό στήλε καί τή δηκήσου καί ἔπιτα θά σού στήλο τώρα ἔχει[ς] μία ἐγώ δέν σού ἔχω.

σέ καληνυχτῶ, αὔριο πᾶμε στό γάμο ἕλα καί ἐσύ σέ περημένουμε.

 

*Λιβαδιά, κοντινό χωριό, δυτικά της Ροδόπολης.

 

Δρέπανον τῆ 10/5/60

Λατρευτῆ μου μικρούλα Γεωργία σέ φυλῶ μέ ἄπειρη ἀγάπη. Ὅπως ἡναι κόκηνη ἡ μελάνη μιάζει σάν τό αἶμα.  Ἔτσι καί ἐμένα ἀγαπημένη μου, ἡ καρδιά μου σπαράζει που βρίσκομαι μακρυά σου καί στάζει αἶμα μέ τό ὁποῖο σου γράφω τό γράμμα αὐτό. Τό γράμμα σου Γεωργία μέ ἔχει ἀναστατώσει κυριολεκτικά γιάτῆ εἶναι τό μόνο γράμμα που φανερόνει πόσο ὐποφέρεις γιά μένα ἕναν ἀσήμαντο που μπῆκα στῆ ζωή σου. Ναί ὅμως Γεωργία μπορεῖ νά εἶμαι ἕνας ἀσήμαντος ἀλλά μέ καρδιά πλούσια που ξέρει νά ἀγαπᾶ καί νά ἐκτιμᾶ. Τό ξέρω ἀγαπούλα μου ὅτι σέ στεναχώρισα πού ἐπέμεινα νά πάρω τά δυό γλυκά φυλάκια καί νά σέ πηκράνω. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀγάπη μου κατάλαβα ὅτι πραγματικά ἡ ἀγάπη εἶναι δῶρο τοῦ θεοῦ. Δέν ξέρεις πόσο εὐτυχισμένο μέ ἔχεις κάνει μέ τά ἀγνά φιλιά σου; Καί ἕνα ἄλλο πιό σπουδέο εἶναι ὅτι νιόσαμαι ἐπιτέλους ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί βάλαμαι βαθιᾶ θεμέλια στήν ἀγάπημας που δέν μπορεῖ κανής νά τά κρεμήσει, καί νά τό κλονήσει ὅσο καί μακριά καί ἄν βρισκόμασται ὁ ἕνας ἀπό τον άλλον. Είναι βαρύς ο χωρισμός ἀγαπημένη μου ἀλλά καί αὐτό εἶναι ἕνα χρέος πρός τήν Ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μας καί ἡ χαρά τοῦ Πατέρα μου που καί αὐτός θυσίασαι* τῆν ζωή του γιά τήν δική μας ἐλευθερία. Γιαυτό ἀγαπούλα μου θά κάνουμαι ὐπομονή καί ἡ δυό μας μέχρη τήν ευλογημένη ἡμέρα που θά ἐνωθοῦμαι γιά πάντα μέχρι που νά μας χωρίσει ὁ θάνατος. Δέν μπορῶ οὕτε καί γιά μιά στιγμῆ νά σέ ξεχάσω κούκλαμου καί ὅλο σέ βλέπω τά βράδυα ὅταν κοιμοῦμαι παραπονεμένο και στεναχοριμένο.Ὅχι ἀγάπη μου δέν πρέπει νά στεναχωριέσαι ἄσκοπα χωρίς λόγο γιά ὄνομα τοῦ θεοῦ ὅχι. Μονάχα ἔχε ἐλπίδα στό θεό νά μας ἐνόση  πάλη σύντομα τό καλοκαίρι γιατῆ δέν ἀντέχω χωρίς ἐσένα.Δέν ἔχω νά σου γράψω περισότερα καί χαιρετῶ μέ ἀγάπη τους δικούς σου ὅλους οἰκογενειακός. Καί τέλος σέ χαιρετῶ μέ ἀγάπη καί σέ φυλῶ μέ ἀγάπη.

Πάντοτε δικός σου  «Παῦλος»

Σχολιάστε ελεύθερα!