φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα. Φίλιππε, καλημέρα.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια μεταφορά που διαβάζουμε στον πρώτο τόμο του ‘Κεφαλαίου’ του Κ. Μαρξ (Μερος Δεύτερο. Κεφάλαιο Τέταρτο). Η μεταφορά αυτή είναι πολύ σημαντική διότι είναι ένας περιεκτικός ορισμός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου, στον οποίο το χρήμα (Χ) γίνεται περισσότερο χρήμα (Χ’): Χ-Χ’. Πως όμως το Χ γίνεται Χ’; Σήμερα, εδώ στην Ελλάδα, λέμε πως το χρήμα πάει στο χρήμα. Πρόκειται περί μεταφοράς. Στην Αγγλία, υπήρχε μια άλλη μεταφορά, επινόηση των πρωτεργατών του εμπορικού κεφαλαίου, την οποία αναφέρει (στα αγγλικά) ο Κ. Μαρξ: money which begets money, χρήμα που γεννάει χρήμα. Μεταχειρίζεται και μια παραπλήσια μεταφορά, δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν κοινής χρήσης ή την επινόησε ο ίδιος: geldheckendes Geld, το χρήμα που τίκτει χρήμα, και πιο συγκεκριμένα, το χρήμα που κλωσσάει χρήμα.
Όμως, φίλες και φίλοι, το χρήμα δεν πάει στο χρήμα, το χρήμα ούτε γεννάει ούτε κλωσσάει χρήμα.
Για να κατανοήσουμε αυτές τις μεταφορές θα πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας τι είναι μια μεταφορά. Η μεταφορά είναι μια σύγκριση, όπως και η παρομοίωση. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Στην παρομοίωση τονίζουμε ότι αυτό που συγκρίνουμε μοιάζει σαν κάτι άλλο: ‘το αυτοκίνητο τρέχει σα σφαίρα’. Εάν πούμε όμως ότι ‘το αυτοκίνητο πέρασε σφαίρα μπροστά μας’ τότε έχουμε μια μεταφορά η οποία είναι μεν σύγκριση αλλά είναι και παραβίαση της κανονικής τάξης των πραγμάτων ενώ χαρακτηρίζουμε ως γεγονός κάτι το οποίο στην πραγματικότητα είναι αδύνατο. Άλλο να πούμε ‘ κοιμάται σαν πουλάκι’ κι άλλο να πούμε ‘κοιμάται το πουλάκι μου’.
Θα πρέπει λοιπόν στις παραπάνω τρεις μεταφορές να αναζητήσουμε τα παρόμοια στοιχεία που υπάρχουν ανάμεσα στους δυο συγκρινόμενους όρους της μεταφοράς (ζώο και χρήμα) και μετά να εξετάσουμε τι χαρακτηρίζουμε ως γεγονός ενώ στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να συμβαίνει ή να υπάρχει.
Το κοινό σημείο είναι ότι το χρήμα που έγινε περισσότερο χρήμα μοιάζει με τη κατσίκα που γέννησε δυο κατσικάκια, αν και καμιά φορά (πολύ σπάνια) γεννάνε και τρία. Η μια κατσίκα έγιναν τρεις. Εάν τα κατσικάκια είναι θηλυκά, και συνήθως είναι, τότε σε ένα χρόνο κάθε κατσίκα θα γεννήσει από δυο και στο τέλος οι κατσίκες θα γίνουν εννιά και ούτω καθ’ εξής. Κατά τον ίδιο τρόπο, 1 εκ. εβρά μπορούν να γίνουν σε ένα χρόνο 1.170.000. Τα κατσικάκια τα γέννησε η κατσίκα. Τα 170.000 παραπάνω ευρά τα γέννησε το χρήμα, το κεφάλαιο;
Μια κότα κάθεται να κλωσσήσει 20-25 αυγά. Από αυτά θα επωαστούν καμιά δεκαπενταριά κι έτσι η μια κότα θα γίνουν 16! Καταπληκτικό. Φαντάζεστε να έχετε ένα εβρό κι αυτό να γίνει 16!
Και πως πάει το χρήμα στο χρήμα; Έχει πόδια; Τι είδους ζώο είναι;
Για να κατανοήσουμε αυτές τις μεταφορές θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και σε μια αρχαιοελληνική, που επιβιώνει ακόμα στις μέρες μας: τον τόκο. Τόκος σημαίνει γέννα, γέννηση αλλά από τον Πίνδαρο ήδη (και στον Αριστοφάνη και στον Πλάτωνα) η λέξη δηλώνει το κέρδος που εξασφαλίζουμε όταν δανείζουμε χρήματα. Σου δανείζω 1.000 εβρά, πρέπει να μου δώσεις 1100. Αυτά τα παραπάνω 100 εβρά είναι το κέρδος, ο τόκος. Να μην ξεχνάμε ότι η πρωταρχική σημασία της λέξης κέρδος είναι ‘δόλος, απάτη’.
Που θα τα βρω αυτά τα 100 εβρά για να τα καταβάλλω ως τόκο; Εάν δεν έχω 100 εβρά, θα χάσω το αντικείμενο που έχω βάλει ως εγγύηση ότι ο πιστωτής δεν θα χάσει τα λεφτά του ή τον τόκο του. Ή θα μετατραπώ από ελεύθερος παραγωγός σε δούλος, όπως έγινε την εποχή του Σόλωνα. Ο τόκος, όπως και το κέρδος, είναι λεία, είναι αρπαγή, είναι αφαίρεση. Δανείζομαι από την τράπεζα 1ο εκ. εβρά για να στήσω μια επιχείρηση, αγοράζω φτηνά εργατική δύναμη, ενέργεια, πρώτες ύλες και πουλάω ακριβά. Κερδίζω κι ένα μέρος από τα κέρδη μου τα καταβάλλω ως τόκο στην τράπεζα. Δίνω στη τράπεζα ένα μέρος από τη λεία μου, από τα κέρδη μου.
Να για ποια παραβίαση της κανονικής τάξης των πραγμάτων πρόκειται: τα ζώα γεννούν και γίνονται περισσότερα κι ακόμα περισσότερα. Αλλά το χρήμα δεν γίνεται περισσότερο: φεύγει σπό δω και πάει εκεί, για να μιλήσω κι εγώ μεταφορικά. Το θηλυκό ζώο δίνει, το χρήμα αρπάζει. Το θηλυκό ζώο αυξάνει τον πλούτο, το κρέας, το μαλλί, το δέρμα, την ενέργεια, το χρήμα όμως αρπάζει τον κοινωνικό πλούτο, προκαλεί φτώχεια και πείνα. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τους τελευταιούς προχριστιανικούς χρόνους η λέξη τόκος σήμαινε ‘καταπίεση, στεναχώρια’ (Στους Ψαλμούς [71{72},14] της Παλαιάς Διαθήκης)
Γιατί όμως ο Κ. Μαρξ και οι προ αυτού εμποροκράτες μεταχειρίστηκαν αυτές τις μεταφορές που παραβιάζουν μεν, ως όφειλαν, την κανονική τάξη των πραγμάτων αλλά προκαλούν σύγχυση αντί να διασαφηνίζουν το φαινόμενο του τόκου και του κέρδους; Με αυτές τις μεταφορές, η αμεσότητα, η απλότητα και η σαφήνεια πάνε περίπατο. Το χρήμα που αρπάζει χρήμα γίνεται χρήμα που γεννάει χρήμα. Γιατί;
Και γιατί μεταχειρίστηκαν συγκεκριμένα αυτές τις μεταφορές με τα ζώα αναπαραγωγής;
Η προέλευση αυτών των μεταφορών δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Οι αριστοκράτες στην αρχαία Ελλάδα που έπλασαν τη μεταφορά τόκος ήταν απόγονοι ποιμένων, συνέχιζαν να εκτρέφουν ζώα, αν και γαιοκτήμονες δουλοκτήτες, και να βλέπουν τα πάντα γύρω τους ως ζώα. Κυρίως όμως έβλεπαν τη γη ως θηλυκό ζώο, όπως έχουμε ήδη δείξει (Στο σημείωμα ‘ η γη ως ζώο εκτροφής ‘ στην Κατηγορία ‘Ποιμενικός τρόπος σκέψης΄ ). Το ίδιο συνέβη και στην Αγγλία και στη Γερμανία, όπου κι εκεί οι έμποροι και οι καπιταλιστές ήταν απόγονοι εκτροφέων ζώων. Οι κάτοχοι του χρήματος θα ήθελαν πολύ το χρήμα που κατείχαν να ήταν όπως τα θηλυκά θηλαστικά ζώα ή τις κότες.
Οι μεταφορές αυτές είναι όμως κι ένας τρόπος κάλυψης, κουκουλώματος της διαδικασίας σχηματισμού του τόκου και του κέρδους, της διαδικασίας μετασχηματισμού του Χ σε Χ’. Ο τόκος και το κέρδος δεν είναι αρπαγή, δεν είναι λεία αλλά είναι δημιουργία! Οι μεταφορές είναι μεν εντυπωσιακές αλλά παντελώς άστοχες και αποπροσανατολιστικές.
Γιατί όμως; Νομίζω ότι η εξήγηση είναι απλή. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένας τρόπος παραγωγής του κοινωνικού πλούτου αλλά είναι κι ένας τρόπος αρπαγής και καταστροφής του κοινωνικού πλούτου. Πιο σωστό είναι να λέμε καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αρπαγής και καταστροφής (του κοινωνικού πλούτου). Αν δεν κάνω λάθος, ο Κ. Μαρξ ποτέ δεν πρόσθεσε (τουλάχιστον) τη λέξη ‘ αρπαγή’. Κατά τον ίδιο τρόπο, το χρήμα δεν είναι ένα μέσο ανταλλαγής, πληρωμής, θησαύρισης αλλά είναι κι ένα μέσο αρπαγής.
Το ζήτημα είναι το εξής: Ποια είναι η κύρια λειτουργία του χρήματος; Ο Κ. Μαρξ θα απαντούσε ότι είναι αυτή της ανταλλαγής.
Διαφωνώ. Το χρήμα είναι πρώτα και πάνω από όλα ένα μέσον αρπαγής του κοινωνικού πλούτου: κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι πέφτουμε θύματα αρπαγής. Και αυτό διότι κάθε φορά που πουλάμε το μόνο που έχουμε να πουλήσουμε, εννοώ την εργασιακή δύναμη, πέφτουμε θύμα αρπαγής και κλοπής. Αυτό είναι το κομβικό εμπόρευμα του καπιταλισμού και ο καπιταλισμός συγκροτείται από τη γέννησή τους πάνω στην αρπαγή μέσω του χρήματος. Το μεροκάματο και ο μισθός είναι μια σαφέστατη ένδειξη ότι μας έκλεψαν, ότι μας εκμεταλλεύτηκαν. Από και πέρα, όποια αγορά κι αν κάνουμε θα είναι σε βάρος μας.
Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενάρετη χρήση του χρήματος. Είναι δυνατόν όμως να υπάρξει κοινωνία χωρίς χρήμα; Χωρίς εμπόρευμα και αγορά; Εάν ναι, πως θα καταφέρουμε να το εξοβελίσουμε; Αιφνίδια και απότομα ή σταδιακά; Το εμπόρευμα θα καταργηθεί αιφνίδια ή θα είναι το τέρμα μιας διαδικασίας αποεμπορευματοποίησης; Συνεχώς λιγότερα εμπορεύματα, διαρκής μείωση του χρόνου εργασίας, διαρκής μείωση των ποσοτήτων του χρησιμοποιούμενου χρήματους;
Νομίζω ότι για να καταλάβουμε το χρήμα, πρέπει να το δούμε όπως θα το έβλεπε ένας εξωγήινος που κατεβαίνει στη γη. Αυτός ο εξωγήινος θα έβλεπε τους ανθρώπους να ανταλλάσουν χαρτάκια με πράγματα που καταφανώς έχουν πολλαπλάσια αξία από τα χαρτάκια. Ο εξωγήινος θα παρατηρούσε τα χαρτάκια και θα προσπαθούσε να καταλάβει τί είναι αυτό που τους δίνει αξία. Προφανώς δεν είναι ούτε η ποιότητα του χαρτιού, ούτε αυτά που είναι σχεδιασμένα πάνω τους. Ο εξωγήινος θα ρωτούσε τους ντόπιους και αυτοί θα τους απαντούσαν ότι τα χαρτάκια αυτά έχουν αξία γιατί μπορούν να τα ανταλλάξουν με πράγματα. Άρα, είναι η πίστη του κόσμου ότι τα χαρτάκια μπορούν να ανταλλαγούν με πράγματα που τα κάνουν να έχουν αξία.
Γεμάτος περιέργεια ο εξωγήινος αρχίζει να αναρωτιέται. Γιατί ο κόσμος πιστεύει ότι αυτά τα χαρτάκια έχουν αξία; Έχει κάποιο όφελος από αυτή του την πίστη; Το πιστεύει από μόνος του ή κάποιος καταβάλει προσπάθεια για να τον κάνει να το πιστέψει; Ποιός τα τυπώνει αυτά τα χαρτάκια; Αυτός που τα τυπώνει δεν έχει μια τεράστια εξουσία; Δεν έχει καταφέρει να κάνει ολόκληρο τον κόσμο να δουλεύει γι’ αυτόν; Πως το έχει καταφέρει αυτό; Γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αυτή η συναλλαγή είναι δίκαιη, ότι μπορούν να ζήσουν ελεύθερα και δημοκρατικά κάτω από αυτές τις συνθήκες, ενώ η απάτη είναι τόσο ολοφάνερη;
Αυτά και πολλά άλλα αναρωτιέται ο εξωγήινός μας καθώς μπαίνει όλο και πιο βαθειά στον κόσμο των ανθρώπων.
Αγαπητέ Αθανάσιε καλησπέρα.
συγχώρεσε την αφέλεια της προηγούμενης προσέγγισης, όμως πιστεύω ότι οι αφελείς ερώτησεις, κάποιες φορές, μπορούν να φτάσουν στην καρδιά ενός προβλήματος.
Πιστεύω ότι το οικονομικό σύστημα είναι το κύριο εργαλείο επιβολής της κυριαρχίας. Και ακριβώς η άγνοια του πως ακριβώς λειτουργεί αυτό το σύστημα μας κάνει να έχουμε την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα είμαστε ένα γρανάζι αυτού του συστήματος της αδικίας και της εκμετάλευσης.
Πιστεύω ότι η κρυμμένη μορφή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος είναι η γνωστή μας πυραμίδα, το απλοϊκό αυτό παιχνίδι όπου αυτός που μπαίνει δέχεται να υφίσταται εκμετάλευση από αυτούς που έχουν μπει πριν από αυτόν και να εκμεταλεύεται αυτούς που μπαίνουν μετά από αυτόν. Αυτό το τόσο γοητευτικό παιγνίδι, που εκ’ πρώτης όψεως μοιάζει να μην έχει κανένα χαμένο, έχει ένα εγγενή περιορισμό: χρειάζεται έναν εκθετικά αυξανόμενο αριθμό νεοεισαχθέντων για να μην καταρεύσει.
Πιστεύω πως το σύστημα πλησιάζει όλο και περισσότερο στο σημείο αυτό της κατάρευσης. Και για να σωθεί, προσπαθεί να πιαστεί από τα μαλλιά του. Τα μαλλιά του συστήματος είμαστε εμείς. Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε να πολεμάμε το σύστημα και να συγκεντρώσουμε την ενέργειά μας στο τι θα γίνει μετά την κατάρευση. Πρέπει να εξασκήσουμε την αυτονομία μας και την αυτάρκειά μας, να απαγκιστρωθούμε από αυτό το σύστημα και να φτιάξουμε τον κόσμο όπως θα θέλαμε να είναι, τώρα, ώστε να υπάρχει σαν μια δοκιμασμένη αντιπρόταση μετά την κατάρευση.