in μαρτυρίες

Ultima verba (1): αργεί να ξημερώσει

Μεσάνυχτα, δώδεκα και μισή. Η Αυγή κοιμάται στην αγκαλιά του Τιθωνού· θα αργήσει να ξυπνήσει, να φέρει το φως στους θνητούς και τους θεούς, στους εργάτες και τους τραπεζίτες. Αστράφτει, θα βρέξει. Έφτιαξα καφεδάκι, ν’ αγοράσω καφέ.  Μέχρι να ψηθεί ο καφές στο μπακιρένιο μπρίκι, έριξα μια ματιά στα παιδιά. Σκέπασα την Αποστολία, ο Παύλος δεν βήχει. Και τα δυο για προσκέφαλο έχουν τα χέρια τους ενωμένα. Έτσι κοιμόμασταν στα δένδρα; Πήγα στο σαλόνι – το πάπλωμα ανεβοκατεβαίνει, αργά αλλά ανεβοκατεβαίνει. Ergo vivit, άρα ζει. Θυμήθηκα τον καφέ, έτρεξα και τον πρόλαβα. Ζει; Δεν ζει, είναι ζωντανή. Ζει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, που τρώει δυο κουταλάκια γιαούρτι εδώ και τρεις μήνες, που πίνει νερό με το καλαμάκι; Από προχτές δεν μπορεί ούτε με το καλαμάκι. Δεν έχει δύναμη να ρουφήξει. Της δίνω νερό με το κουταλάκι. Ανοίγει στο στόμα της σαν τα πουλάκια μόλις βλέπουν τη μάνα τους. Θανάση, μου λέει και μου ξαναλέει, σε κουράζω. Δε με κουράζεις, καρδούλα μου, τη διαβεβαιώνω και τη μαλώνω να μη ξαναπεί τέτοια λόγια. Τη λέω καρδούλα μου, πως να τη πω; Θανάση, βοηθησέ με! Υπομονή, καρδούλα μου. Θέλω να πεθάνω, δεν αντέχω άλλο, βοηθησέ με!

Δεν της απαντώ, της δίνω νεράκι και φεύγω. Καταλαβαίνει ότι είμαι στο κομπιούτερ και γράφω. Την έχουμε στο σαλόνι, στο καναπέ, στο σαλόνι είναι και το γραφείο μου. Όταν ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απέναντι τοίχο, καλυμμένο με βιβλία. Τη πρώτη χρονιά μετά το γάμο μας, στη γιορτή μου, μου έδωσε 50 ευρά δώρο. Πήγα και αγόρασα βιβλία. Δε μου έκανε ξανά δώρο. Πέταξα πενήντα ευρά, τα λεφτά όμως δεν είναι για πέταμα, βγαίνουν πολύ δύσκολα, έτσι δεν είναι; Μου λέει συχνά: μην γράφεις τέτοια πράγματα. Όταν γεννήθηκε ο Παύλος, το 2003, ζούσαμε στις Σέρρες τότε, είχα εκδώσει ένα περιοδικό, την Πανταχού Απουσία, κι η Τασούλα τους έδωσε ένα τεύχος. Έφριξαν, πεθερός και πεθερά. Καρδούλα μου! Δεν έχω φροντίσει ποτέ ξανά άνθρωπο ετοιμοθάνατο. Ήρθε, την έφερε ο Χρήστος, ο κουνιάδος μου, δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά. Χαρήκαμε. Μας αρέσει να έχουμε κόσμο στο σπίτι. Έρχονται φίλοι μας και μένουν μια και δυο βδομάδες, μας ξεκουράζουν, και μένα και τη Τασούλα. Η Αγνή θα πλύνει τα πιάτα, ο Ηλίας  θα παίξει με την Αποστολία, η Μάρθα θα διαβάσει με τον Παύλο, θα φάμε όλοι μαζί. Χαρήκαμε όταν μας είπε πως θα έρθει, για ένα μήνα. Δεν θα ήταν μόνη της στο χωριό, θα μαγείρευε, θα έπλενε τα πιάτα, το βράδυ θα κρατούσε τα παιδιά να βγούμε καμιά βόλτα με τη Τασούλα – οχτώ χρόνια τώρα έχουμε βγει μια φορά έξω. Μια φορά. Κι αυτή μεσημέρι. Μια βδομάδα στάθηκε όρθια. Ένα πρωί τη βρήκα πεσμένη στο πάτωμα. Της έφτιαξα τσάι και περιμέναμε να έρθει για πρωινό. Δεν εμφανιζόταν. Πήγα στο παιδικό και τη βρήκα στο πάτωμα, να κοιτάζει κάτω από το κρεβάτι. Τι ψάχνεις να βρεις; προσφέρθηκα να τη βοηθήσω. Δε μπορώ να σηκωθώ, μου είπε. Τη βοήθησα να σηκωθεί. Δε μπορούσε να περπατήσει. Την πήρα αγκαλιά, όπως ο γαμπρός τη νύφη, και τη πήγα στο καναπέ, στο σαλόνι. Οι ετοιμοθάνατοι είναι βαρείς, δεν ξέρω γιατί. Κοντά στο γραφείο μου, στα βιβλία μου, στη τηλεόραση, στο χώρο που παίζουν τα παιδιά, εκεί που τρώμε.  Μόλις ξυπνήσω, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν έρθει η σειρά μου να φυλάξω σκοπιά, πάω στον καναπέ και κοιτάζω αν το πάπλωμα ανεβοκατεβαίνει. Ίσως, ένα πρωί τη βρω νεκρή. Σήμερα κοιμάται. Χτες παραμιλούσε. Δεν μπορώ να γράψω όταν είναι ξύπνια. Διψάει, κάθε τόσο της δίνω νερό, πίνει μια γουλιά, βήχει, βογκάει, αναστενάζει, παραληρεί, ικετεύει, θέλει να κλάψει αλλά δε μπορεί. Ζητάει τον άνδρα της. Νομίζει ότι είμαι ο άνδρας της. Παύλο, λίγο νεράκι σε παρακαλώ! Αναφέρει συνέχεια για κάποια μωρά, μάλλον εννοεί τα αδέρφια της. Όταν ήταν εννιά χρονών, η μάνα τους έφυγε, τα παράτησε, το 1947, αυτήν και τα τρία μικρότερα αδέρφια της, αγόρια. Η πεθερά μου τα μεγάλωσε. Ελπίζω σήμερα να αργήσει να ξυπνήσει, να προλάβω να γράψω μερικές ώρες. Αν ξυπνήσει την ώρα που βοηθώ τα παιδιά να ετοιμαστούν για το σχολείο, θα προλάβω να τελειώσω το άρθρο για την εφημερίδα και θα ξανακοιτάξω το διήγημα. Πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσω το δοκίμιο για την νεκροζωντανότητα. Δε μπορώ, με διακόπτει συνεχώς. Έτσι, αναγκάζομαι να κάνω χαμαλίδικες δουλειές, περνάω στο κομπιούτερ κείμενα που είχα γράψει με το χέρι και τη γραφομηχανή. Από προχτές, βογκάει πιο δυνατά. Πήγε η Τασούλα και πήρε ισχυρά αναλγητικά. Μετάσταση στον εγκέφαλο. Αύριο, μεθαύριο, σε πέντε, σε δέκα μέρες θα πεθάνει. Πριν από λίγες μέρες ξύπνησα αργά, στις δύο. Με ξύπνησαν οι φωνές της. Παύλο, Παύλο! Πετάχτηκα από το κρεβάτι και έτρεξα κοντά της. Διψούσε. Με κατσάδιασε. Πόσο εύκολα και γρήγορα μπορούμε να περάσουμε από την ευγενική ικεσία στην οργίλη αγανάκτηση. Που είσαι, μου την έπεσε, δεν ακούς; Δεν είπα τίποτα. Πήρα το κουταλάκι και της έσταξα στο στόμα τέσσερις κουταλιές νερό. Ξέρετε τι μου είπε; Τι ωραίο που είναι! Μα τη Παναγία! Τι ωραίο που είναι! Έτσι θα πεθάνω κι εγώ; Ή μήπως σαν τη μάνα μου, στη πολυθρόνα, μπαμ και κάτω, μπροστά στη τηλεόραση; Θα λιώσω κατάκοιτος τρεις μήνες στο κρεβάτι; Θα μείνω κόκαλο και πέτσα; Δε θα μπορώ να πιω νερό; Δε θα μπορώ να μιλώ; Πως είναι να μην ζεις αλλά ούτε και νεκρός να είσαι; Πως είναι να είσαι νεκροζώντανος;  Μήπως ο καρκίνος είναι μια απάντηση στην νεκροζωντανότητα; Να ξαναδιαβάσω τον Οιδίποδα επί Κολωνώ: αυτό το δράμα είναι ένα δοκίμιο για την κατάσταση της νεκροζωντανότητας. Εδώ, ο Σοφοκλής είναι ο Οιδίποδας: κατάγονταν από τον Κολωνό και το έγραψε γέρος, λίγο πριν πεθάνει, ενενήντα χρονών, αν θυμάμαι καλά. Βίος ου βιωτός, λέει κάποια στιγμή η Ισμήνη, αυτός είναι ο νεκροζώντανος. Ζει ο άνθρωπος που πρόκειται να πεθάνει; Ζει ο άνθρωπος που πρόκειται να εκτελεστεί σε λίγες ώρες; Ζει ο οικοδόμος που δουλεύει, τρώει και κοιμάται; Ζει ο άνεργος που όλο το εικοσιτετράωρο ανησυχεί αν θα βρει δουλειά; Ζει η νοικοκυρά, κλεισμένη μέσα στο σπίτι; Ζει ο κλεισμένος μέσα στη φυλακή; Ζει το παιδί που περνάει τη ζωή του από καρέκλα σε καρέκλα; Όχι, δεν ζει, ούτε και νεκρός είναι. Είναι ζωντανός, είναι νεκρός ζωντανός, είναι νεκροζώντανος. Πόση νεκροζωντανότητα υπάρχει τριγύρω μας! Μήπως ο καρκίνος είναι η άρση αυτής της κατάστασης; Υπέρ του θανάτου, ασφαλώς. Μήπως ο καρκίνος είναι μια μορφή αυτοακύρωσης της ζωής; Τα καρκινικά κύτταρα είναι αθάνατα, η φύση χρησιμοποιεί την αθανασία και μας ξεπαστρεύει όταν δεν είναι σαφής η διάκριση μεταξύ ζωής και θανάτου. Ή ζεις ή πεθαίνεις. Εμείς ούτε ζούμε, ούτε νεκροί είμαστε, είμαστε νεκροζώντανοι. Τραγουδάμε; Χορεύουμε; Παίζουμε; Τρέχω με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα και ξαφνικά, στα πενήντα μέτρα,  ένα τρακτέρ μπροστά μου, πάει να διασχίσει το δρόμο. Μέχρι να γίνω αλοιφή, αυτά τα δυο τρία δευτερόλεπτα, ζω; Όχι, δεν ζω, είμαι ζωντανός, αλλά δεν ζω. Είμαι νεκρός; Όχι, δεν είμαι νεκρός αλλά πολύ σύντομα θα είμαι. Είμαι νεκρός ζωντανός. Μόνο ο οδηγός της Φόρμουλα 1 μπορεί και ξεφεύγει από την κατάσταση της νεκροζωντανότητας την οποία βιώνει. Ο οδηγός της Φόρμουλα 1, όπως και κάθε οδηγός αυτοκινήτου, είναι νεκροζώντανος. Δεν είναι βέβαιο ότι θα βγει από αυτήν την κατάσταση. Η έξοδος από την νεκροζωντανότητα είναι ο θάνατος αλλά καμιά φορά και η ζωή. Ο οδηγός θα φτάσει στο σπίτι του, ο Σουμάχερ θα τερματίσει και θα ανοίξει τη σαμπάνια, θα δοθεί χάρη και η εκτέλεση δεν θα γίνει.

Όταν όμως η έξοδος είναι ο θάνατος; Η έξοδος; Ναι, ή έξοδος στο Τίποτα, στη γαλήνια θλίψη της ανυπαρξίας, στον μονότονο χορό των δισεκατομμυρίων ξένοιαστων θλιμμένων ψυχών γύρω από τη Γη. Γαλήνη και θλίψη, αυτός είναι ο θάνατος. Είχαν ρωτήσει ένα γέρο, ενενήντα χρονών, τι κατάλαβες  από τη ζωή σου; Ο γέρος τους κοίταξε και απάντησε: δεν κατάλαβα τίποτα, τώρα θα καταλάβω. Τι νοιώθουμε λίγο πριν πεθάνουμε; Τι νιώθουμε την ώρα που πεθαίνουμε; Τι σκεφτόμαστε λίγο πριν πεθάνουμε; Τι σκεφτόμαστε την ώρα που πεθαίνουμε; Σκεφτόμαστε; Ο πατέρας μου μού είπε κάποτε ότι ο άνθρωπος πεθαίνει ή λυπημένος ή χαρούμενος. Χαρούμενος; Αυτή είναι η Κόλαση κι ο Παράδεισος. Εγώ νομίζω ότι πριν πεθάνουμε, θυμόμαστε. Η ζωή είναι ό,τι θυμόμαστε; Τι θυμόμαστε; Θυμόμαστε σκηνές με πρωταγωνιστές εμάς, περιστατικά που πονέσαμε πολύ, τον έντονο  ψυχικό μας πόνο θυμόμαστε. Ο πόνος φέρνει τον πόνο, η φρίκη τη φρίκη, ο τρόμος τον τρόμο, η απόγνωση την απόγνωση, ο φόβος το φόβο. Μαμά, μαμά, καλεί τη μάνα της η πεθερά μου, γίνεται εννιά χρονών, τα μωρά κρυώνουν, τα σκέπασες, με ρωτάει, τα σκέπασα, της απαντώ, δεν σβήνει ο πόνος, πόσο άσχημο είναι να παίζεις με τη ζωή των ανθρώπων, ποιος ξέρει τι πόνο κρύβουν μέσα τους. Πως βλέπεις τους ανθρώπους μετά τα πενήντα!

Πίνοντας το πρώτο καφέ διαβάζω. Μετά πάω και γράφω. Είναι μέρες που διαβάζω μόνο, δεν μπορώ να γράψω. Διαβάζω τον Βιργιλίου θάνατο, του Μπροχ. Εξοχότατο σχόλιο πάνω στη νεκροζωντανότητα. Διαβάζω Σαπφώ και νιώθω τον σπαραγμό του χωρισμού, της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, νιώθω την οδύνη τη στιγμή του αποχωρισμού, τη πίκρα του χωρισμού, νιώθω τη χαρά της συμβίωσης, κι ας μην είναι έντονη. Την ώρα που διαβάζω  Ιωάννη Δαμασκηνό, τα τροπάρια της νεκρώσιμης  ακολουθίας, μου ζητάει νερό, μου ζητάει να τη βοηθήσω να πεθάνει, μα δε μπορώ, κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει, παρακαλά τον Θεό και το Χριστό να την πάρουν αλλά κανείς δεν ακούει, θρηνεί και οδύρεται τώρα που εννοεί τον θάνατο, γιατί, γιατί, γιατί να συμβεί αυτό, δεν το περίμενα, δεν το σκέφτηκα, δεν το φαντάστηκα, δεν το υπέθεσα, πόσο είναι φοβερό το μυστήριο του θανάτου! Γιαλάν ντουνιάς, που λέει κι ο πατέρας μου, ψεύτης κόσμος. Άρχισα τον Μπροχ αμέσως μετά που έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε. Τον τελειώνω, τρεις μήνες μετά. Μου αρέσουν τα μεγάλα βιβλία, μου αρέσουν οι πνευματικές περιπέτειες, μου αρέσει να μαθαίνω. Όταν θα πεθάνω, θα σταματήσω να μαθαίνω. Εάν μια μέρα γίνουμε αθάνατοι, δεν θα τρώμε, δεν θα πίνουμε, δε θα γαμάμε, για ποιο λόγο άλλωστε, μόνο θα μαθαίνουμε, θα είναι το μόνο μας ενδιαφέρον. Θα τα μάθουμε όλα, εάν γίνουμε αθάνατοι; Ανόητο ερώτημα: δεν θα γίνουμε ποτέ αθάνατοι. Αφού η ζωή είναι θυγατέρα του θανάτου – εάν δεν υπήρχε ο θάνατος ούτε εγώ ούτε εσύ θα υπήρχαμε – εάν εξαλείψουμε τον θάνατο, θα εξαλείψουμε και τη ζωή. Ή: εάν εξαλείψουμε τη ζωή, θα εξαλείψουμε και τον θάνατο. Μήπως καταστρέφουμε τη ζωή για να εξοβελίσουμε τον θάνατο; Μια Γη χωρίς ζωή θα είναι πράγματι μια Γη χωρίς θάνατο. Μόνο ο νεκρός μπορεί να είναι α-θάνατος. Είμαστε σε καλό δρόμο! Πόσα είδη ζώων και φυτών χάνονται καθημερινά! Πόσες γλώσσες και πολιτισμοί! Πόση γνώση, πόση ζωή: δε χορεύουμε, δεν τραγουδάμε, δεν παίζουμε! Υπηρετούμε. Υπηρετούμε την Επιστήμη και τη Τεχνολογία, τις υπηρέτριες της Αθανασίας, τις υπηρέτριες του Θανάτου.

Κουράστηκα, θα σταματήσω. Θα φτιάξω ένα δεύτερο καφέ, θα ξανακοιτάξω το άρθρο για την εφημερίδα, θα συνεχίζω το διήγημα και θα αντιγράψω ό,τι βρεθεί μπροστά μου.

(Αλεξανδρούπολη, 29/03/10)

Σχολιάστε ελεύθερα!