in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

πότε, γιατί, πως μάθαμε ότι θα πεθάνουμε;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.

Είχα γνωρίσει κάποτε δυο άνδρες που πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν. (Γυναίκες δεν έχω γνωρίσει. . .) Το επιχείρημά τους: δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό που συνέβη σε όλους τους άλλους θα συμβεί και σε μένα. Ο ένας, Γερμανός, κάηκε μέσα στη Πόρσε του. Ο άλλος, Έλληνας, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά, εάν ζει, θα είναι πολύ γέρος. Εάν δεν ζει, θα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα. Όλοι οι άλλοι και όλες οι άλλες γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι ότι θα πεθάνουμε. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. ‘Οταν είναι παιδί δεν το γνωρίζει και μας επιτρέπεται να ισχυριστούμε ότι τα παιδιά είναι πιο κοντά στα ζώα παρά στον άνθρωπο. Άνθρωπος γίνεται όταν θα μάθει και θα συνειδητοποιήσει ότι θα πεθάνει. Αργούμε να αποκτήσουμε αυτή τη γνώση, την επίγνωση θα έλεγα, και δεν την αποκτούμε αιφνίδια και ακαριαία αλλά αργά και σταδιακά. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για μια οδυνηρή εμπειρία (ωρίμανση). Το ότι τα παιδιά μοιάζουν με τα ζώα σε αυτό το σημείο φαίνεται από το γεγονός της υποκατάστασης των παιδιών από τα ζώα – τα οποία παραμένουν πάντα παιδιά μιας και δεν αποκτούν ποτέ την επίγνωση ότι θα πεθάνουν. (Η διαίσθηση ότι θα πεθάνουν λίγο πριν συμβεί δεν είναι επίγνωση θανάτου). Είχα γνωρίσει ένα ζευγάρι, που ζούσε σε ένα σπίτι με 30 δωμάτια και 9 μπάνια που έπασχε από κατάθλιψη και ο ψυχίατρος τους συνέστησε να πάρουν κάποια σκυλιά ή γάτες για συντροφιά. Εγείρεται λοιπόν ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: πως αποκτήσαμε την επίγνωση του θανάτου, πως μάθαμε ότι θα πεθάνουμε; Προφανώς δεν ήμασταν άνθρωποι όταν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε. Υπάρχει συνείδηση χωρίς την επίγνωση του θανάτου;

Αναπτύχθηκε η σκέψη μας τόσο, λόγω της εργασίας όπως διατείνονται πολλοί ανθρωπολόγοι (και οι μαρξιστές), που καταφέραμε να αντιληφθούμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι μια μέρα θα πεθάνουμε; Όλες οι γνώσεις προέρχονται από τη σκέψη ή από άλλες γνώσεις; Ας υποθέσουμε, προς ώρας,  ότι είναι έτσι, κι ας στρέψουμε τη προσοχή μας σε μια άλλη ριζική διαφορά που έχουμε με τα ζώα: τον πόλεμο. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που πολεμάει – κανένα ζώο δεν πολεμάει, δεν οργανώνεται συλλογικά για να απομακρύνει, αντιμετωπίσει, τραυματίσει ή θανατώσει με όπλα κάποιους άλλους από το είδος του που είναι κι αυτοί οργανωμένοι συλλογικά και οπλισμένοι. Προφανώς δεν ήμασταν άνθρωποι όταν δεν πολεμούσαμε. Η διεκδίκηση ανάμεσα σε μέλη του ίδιου είδους, για χώρο, τροφή ή σεξουαλικό ταίρι, δεν είναι πόλεμος – νομίζω πως αυτό είναι σαφές. Και γεννάται το μείζον ερώτημα: πως καταλήξαμε στο σημείο να αρχίσουμε να πολεμάμε; Γιατί να θέλουμε να σκοτώσουμε συλλογικά κάποιους άλλους; Γιατί αυτή η πρακτική διαιωνίστηκε; Γιατί ο άνθρωπος είναι ( ή μπορεί να γίνει) το πιο βίαιο, το πιο βάναυσο, το πιο σκληρό ζώο;


Και τώρα έρχομαι να θέσω ένα άλλο ερώτημα. Κατά τη διάρκεια της γένεσης του πολέμου, γνωρίζαμε ήδη ότι θα πεθάνουμε;  Εάν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε, θα είχαμε εξαφανιστεί λόγω του ανεξέλεγκτου πολέμου. Η μελέτη του DNA (μας) έδειξε ότι το ανθρώπινο είδος κινδύνεψε πράγματι κάποτε να εξαφανιστεί, αλλά δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο. Διατυπώνονται κάποιες υποθέσεις αλλά δεν υπάρχει μια γενικά αποδεκτή άποψη. Είναι γεγονός ότι δεν εξαφανιστήκαμε – έχουμε γίνει 7 δισεκατομμύρια. Εάν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε, λόγω της ανάπτυξης της σκέψης  που προκλήθηκε από την εργασία, γιατί το πρόβλημα που επιχειρήθηκε να λυθεί με τον πόλεμο δεν το λύσαμε με τη σκέψη; Πως μπορούμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα;

Θα θέσουμε άλλο ένα ερώτημα και θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε. Σε ποιο πρόβλημα ήταν λύση ο πόλεμος; Γιατί η διεκδίκηση να μετεξελισθεί σε πόλεμο στον άνθρωπο (ή προάνθρωπο); Κάθε ιδιαίτερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι λύση σε κάποιο πρόβλημα, σε κάποια δυσχέρεια που αντιμετωπίζαμε. Η όρθια στάση είναι λύση σε κάποιο πρόβλημα, όπως και η απώλεια του οίστρου στα θηλυκά, η παράταση της παιδικής ηλικίας, το γέλιο, το κλάμα, η σκέψη, η φαντασία, η φαντασίωση και άλλα. Το ίδιο ισχύει για την επίγνωση του θανάτου και τον πόλεμο. Σε ποιο πρόβλημα ήταν λύση η επίγνωση του θανάτου; Σε ποιο ο πόλεμος;

Τη λύση σε αυτά τα ερωτήματα θα μας τα δώσει η κατάσταση του παιδιού. Το παιδί είναι ένα άγριο θηρίο και ταυτόχρονα πολύ αδύναμο και πολύ φοβισμένο. Το παιδί, το βρέφος, το νήπιο,  δαγκώνει και χτυπάει αλλά αγνοεί το χάδι και το φιλί. Δαγκώνουν και χτυπάνε όχι σα παιχνίδι αλλά πραγματικά. Τα ζώα παίζουν, τις ελέγχουν αυτές τις συμπεριφορές, τα μωρά όχι. Ο γιός μου με χτύπησε στο μάτι με τον αναπτήρα, καθώς είχα κλείσει τα μάτια να ξεκουραστώ, και μου κάρφωσε με πολλή δύναμη μηχανικό μολύβι στο χέρι – κάθε γονιός μπορεί να επιβεβαιώσει τέτοια περιστατικά. Φτύνουμε αίμα για να θέσουν όρια στη βία τους, για να τα μάθουμε να χαϊδεύουν και να φιλάνε. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Πρωταρχικό στον άνθρωπο είναι το δάγκωμα και το χτύπημα. Όχι το χάδι και το φιλί, ούτε η σκέψη και η  επίγνωση του θανάτου. Εάν θεωρησουμε ότι η ατομική μας εξέλιξη (οντογένεση) επαναλαμβάνει την εξέλιξη του είδους μας (φυλογένεση), τότε η κατάσταση της παιδικής ηλικίας μας δίνει πολλές απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουμε θέσει. Εάν το παιδί είναι βίαιο και δεν έχει επίγνωση του θανάτου (συνείδηση), τότε και η μετεξέλιξη της διεκδίκησης σε πόλεμο έγινε πριν την απόκτηση της γνώσης του θανάτου. Η βία έχει εγγραφεί μέσα μας, όχι όμως και η επίγνωση του θανάτου. Χωρίς τους άλλους παραμένουμε βίαιοι αλλά χωρίς τους άλλους δεν μπορούμε να αποκτήσουμε τη γνώση του θανάτου. Άρα η γνώση αυτή είναι μια κοινωνική εμπειρία που έγινε γνώση. Πως συνέβη αυτό;

Εάν πολεμούσαμε χωρίς να έχουμε αποκτήσει την επίγνωση του θανάτου, τότε θα πολεμούσαμε χωρίς να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο της εξαφάνισής μας. Είναι βέβαιο ότι είχαμε αναπτύξει τη σκέψη όταν περάσαμε από την διεκδίκηση στον πόλεμο, δεν είχαμε όμως αποκτήσει τη γνώση του θανάτου. Μήπως την αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια του πολέμου; Σε ποιο πρόβλημα ήταν λύση; Σύμφωνα με αυτά που έχουμε υποστηρίξει, η επίγνωση του θανάτου θα ήταν η λύση στο πρόβλημα της αλληλοεξόντωσης και του ενδεχομένου της εξαφάνισης – το οποίο καταγράφηκε και στο γονιδίωμά μας! Ήταν δηλαδή το αποτέλεσμα μιας μεγάλης χρονικής περιόδου αλληλοσπάραξης: το καθεστώς του διαρκούς φόβου,  βοηθούσης ασφαλώς και της αναπτυγμένης σκέψης, το καθεστώς του φόνου και του θανάτου, το καθεστώς της διάχυτης και γενικευμένης παράνοιας, μας ανάγκασε να διαπιστώσουμε ότι ενδέχεται να σκοτωθούμε, ότι ενδέχεται να πεθάνουμε. Από το σημείο αυτό μέχρι το σημείο της επίγνωσης του θανάτου η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Η επίγνωση του θανάτου είναι συνέπεια μιας μεγάλης περιόδου αλληλοσπάραξης. Η επίγνωση αυτή, την στιγμή που προσεγγίζαμε το ενδεχόμενο της εξαφάνισης του είδους, αποδείχτηκε σωτήρια: εάν συνεχίσουμε να πολεμάμε, είναι βέβαιο ότι θα εξαφανιστούμε. Η επίγνωση του θανάτου έβαλε όρια στην επιθυμία και την ελευθερία της εξόντωσης του άλλου. Και έθεσε τα θεμέλια της μετεξέλιξης της ανεξέλεγκτης βίας – μιας βίας που δεν μπορέσαμε ποτέ να ξεριζώσουμε. Το τέρας μέσας μας δεν ξεριζώνεται – όποιος πάει να το ξεριζώσει γίνεται θύμα του. Το διατύπωσε με έξοχο και συγκλονιστικό τρόπο ο Ευριπίδης στις Βάκχες του. Όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε ότι είναι καλύτερα να το ταΐζουμε, σε συμβολικό επίπεδο παρά να επιχειρούμε να το εξαλείψουμε. Γι αυτό αρέσει στα παιδιά ο Χάνσελ και η Γκρέτελ!

Απομένει να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα γιατί οι προάνθρωποι να αρχίσουν να αλληλοεξοντώνονται. Για να απαντήσουμε όμως σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει πρώτα να στρέψουμε τη προσοχή μας στο γέλιο και τον έρωτα. Και θα το κάνουμε.


Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. είχα την εντύπωση ότι και τα μυρμήγκια πολεμάνε, οργανωμένα σχεδόν όπως και ο άνθρωπος…

  2. Ναι, greg, πολεμάνε, οργανωμένα σχεδόν όπως και ο άνθρωπος, δεν έχουν όμως όπλα, δεν γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, δεν έχασαν τον οίστρο τους, δεν παρατάθηκε η παιδική τους ηλικία, δεν γελάνε, δεν κλαίνε, δεν έχουν φαντασία, δεν φαντασιώνουν, επικοινωνούν αλλά δεν μιλάνε, δεν σκέφτονται, αγνοούν τον στοματικό έρωτα (γλειφομούνι, πίπα) και εδώ και εκατομμύρια έτη παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Κατά τη γνώμη μου, μόνο ο άνθρωπος πολεμάει. Εν τούτοις, ακόμα κι αν προσθέσουμε και τα μυρμήγκια, τα δεδομένα και τα πορίσματα της σκέψης μου παραμένουν τα ίδια και το ερώτημα ‘πως αποκτήσαμε την επίγνωση του θανάτου’ παραμένει προς διερεύνηση. Ποια είναι η δική σου άποψη;

  3. καλά, δε εννοούσα ότι δε στέκει το άρθρο επειδή πολεμάνε τα μυρμήγκια…
    όσο για την επίγνωση του θανάτου, φαντάζομαι ότι βασίζεται στην ευφυΐα. εγώ πάντως την απέκτησα γύρω στα 7-8 χρονών.

  4. !!!!!!!!!!!
    Καλημέρα…
    Τί καλά να σε διάβαζα και σε βιβλίο..
    (εκτός μερικών λέξεων :/ )… Το ξέρω πως είμαι σπαστικιά και παράξενη..Δεν είμαι σεμνότυφη αλλά ίσως και να έχω λάθος απόψεις για μερικά πραγματα που δεν τις άλλάζω 🙂

  5. Καλημέρα, Ελίτσα. Θα με διαβάσεις, όχι νωρίτερα από δυο χρόνια.Αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης – οικογένεια, παιδιά, δύσκολο το μεροκάματο. Όσο για τα άλλα, Ελίτσα, το μόνο που έχει σημασία είναι να είμαστε γεροί και χαρούμενοι να απολαμβάνουμε τη συζήτηση και την καλή παρέα. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι γνωρίζει την αλήθεια;

  6. Τα δυο βασικά ένστικτα του ανθρώπου είναι το γαμήσι και να καταστρέψει τον άλλον.
    Σπέρμα και αίμα.
    Εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες πιο επικρατεί.