in διήγημα

ζωντανοί νεκροί

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.

Θα έχουμε καύσωνα το σαββατοκύριακο, καιρός είναι να απομακρυνθούμε από την πολιτική (αποκαλώ πολιτικίτιδα την διαρκή, άρα διαστροφική, ενασχόληση με αυτήν) και προτείνω να δροσίσουμε το κορμί μας, το μυαλό μας και τη ψυχή μας με άλλες μορφές έκφρασης. Θα σας χαρίσω ένα διήγημα, από μια αδημοσίευτη συλλογή με τίτλο ‘συναντήσεις’ και μια σύντομη εισαγωγή στη Διανεμητική, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη των θεσμών, των αντιλήψεων και του πλουσιότατου λεξιλογίου που προήλθαν από την διανομή της πολεμικής λείας – της λείας που εξασφάλιζε, και συνεχίζει να εξασφαλίζει ( κέρδος, τόκος), τον πλούτο, την ισχύ και τη φήμη του ήρωα/ποιμένα/πολεμιστή, του αρχαϊκού Κυρίου, του πρόγονου του Κυρίου καπιταλιστή της παραγωγής και του χρήματος.

Σας εύχομαι υγεία και χαρά,

θα είμαστε μαζί τη Δευτέρα, στις δέκα και μισή το βράδυ – μέχρι στις μία.

ζωντανοί νεκροί

Α

Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Τα φώτα έχουν κάνει τη νύχτα μέρα. Έχει νυχτώσει. Πεζοί δεν περπατούν μπροστά από τη τζαμαρία. Παραγγέλνουν και οι τρεις καπουτσίνο.

«Κάρλ», λέει ο Φρίντριχ, «αυτός ο συγγραφέας είναι μοχθηρός και χαιρέκακος».

«Γιατί Φρίντριχ, τι σου έκανε; Είναι οικοδόμος, καλό παλικάρι».

Ο Φρίντριχ πίνει μια γουλιά καφέ και με το μουστάκι βουτηγμένο στο αφρόγαλο λέει:

«Τώρα βρήκε να μας αναστήσει; Εδώ; »

Ούτε ο Καρλ, ούτε ο Βάλτερ του απαντά.  Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Πεζοί δεν περπατούν μπροστά από τη τζαμαρία, βλέπουν καθαρά το δρόμο. Τα φώτα έχουν κάνει τη νύχτα μέρα. Ο δρόμος είναι πεντακάθαρος, το έρημο πεζοδρόμιο είναι πεντακάθαρο.

«Φρίντριχ, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό», σχολιάζει ο Βάλτερ.

Ένα πρεζόνι, γυναίκα, νέα γυναίκα με άσπρα μαλλιά και χαλασμένα δόντια σταματά μπροστά στη τζαμαρία και τους κοιτάζει με βλέμμα απλανές. Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Το πρεζόνι τους χαμογελά. Ο Κάρλ χαμογελά· ο Φρίντριχ χαμογελά· ο Βάλτερ χαμογελά. Η κοκαλιάρα γυναίκα κάνει μια ντάγκλα, ας τη πούμε μετάνοια, και το κεφάλι της ακουμπά στο τζάμι. Μένει εκεί· ακίνητη. Ένα περιπολικό της Αστυνομίας σταματά στο δρόμο, δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί κατεβαίνουν.  Δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί οδηγούν τη γυναίκα στο περιπολικό. Μόλις είχε προλάβει να σβήσει το τσιγάρο στον αριστερό πήχη, λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα. Το περιπολικό απομακρύνεται. Αργά.

«Βάλτερ, τη βλέπεις εκείνη τη κολόνα», ρωτάει ο Κάρλ.

«Τη βλέπω, Κάρλ».

«Τι είναι αυτό που κινείται συνεχώς αριστερά-δεξιά, πάνω κάτω;»

«Δε βλέπω καλά, Καρλ. Φωτογραφική μηχανή μου φαίνεται».

Ένα ασθενοφόρο διασχίζει ουρλιάζοντας το δρόμο. Ένας σκύλος περνάει από μπροστά τους. Κοντοστέκεται. Κοιτάζει τον Βάλτερ, κοιτάζει τον Καρλ, κοιτάζει τον Φρίντριχ. Μια μικρή κλούβα της Δημοτικής Αστυνομίας σταματά μπροστά τους. Ένας ευγενέστατος αστυνομικός βγαίνει από τη θέση του συνοδηγού με καραμπίνα στα χέρια. Παίρνει θέση. Σκοπεύει. Πολύ καλός στο σημάδι. Ο σκύλος τινάζεται, σαν κάτι να τον τσίμπησε, παραπατάει και πέφτει κάτω. Το υπνωτικό φτάνει ταχύτατα εκεί που έπρεπε να φτάσει. Δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί του Δήμου βάζουν το σκύλο στη κλούβα. Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Τα φώτα έχουν κάνει τη νύχτα μέρα. Το πεζοδρόμιο είναι πεντακάθαρο. Πεζοί δεν περνούν από μπροστά τους. Το πεζοδρόμιο είναι πεντακάθαρο.

«Φρίντριχ, έχω την αίσθηση ότι μπορώ να προβλέψω το μέλλον», είπε ο Καρλ.

«Κι εγώ, Καρλ»

«Κι εγώ», πρόσθεσε ο Βάλτερ. «Σε λίγο ένα ασθενοφόρο θα διασχίσει ουρλιάζοντας το δρόμο».

Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Τα φώτα έχουν κάνει τη νύχτα μέρα. Ένας γενειοφόρος άνδρας, ρακένδυτος, περνάει από μπροστά τους. Χαρτόκουτο στο ένα χέρι, κονσέρβα, με ζωγραφιά σκύλου, στο άλλο. Ανοίγει το χαρτόκουτο, το στρώνει στο πεζοδρόμιο, κάθεται, ανοίγει την κονσέρβα. Μια κλούβα της Αστυνομίας σταματάει. Κατεβαίνουν δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί. Σηκώνουν τον ρακένδυτο άνδρα, παίρνουν το χαρτόκουτο. Η κλούβα απομακρύνεται. Τα φώτα είχαν κάνει τη νύχτα μέρα.

«Ούτε να φας δε σ΄ αφήνουν», παρατηρεί ο Καρλ.

Ένας μεθυσμένος περνάει από μπροστά τους. Μπαίνει στο καφέ. Πλησιάζει τον Φρίντριχ, πλησιάζει τον Καρλ, πλησιάζει τον Βάλτερ. Παίρνει μια καρέκλα, κάθεται κοντά στον Βάλτερ.

«Είμαι ο Τσουρούκ. . . τρία χρόνια στη Γερμανία είχα μάθει μόνο τη λέξη τσουρούκ. . . Είμαι από τη Θεσσαλονίκη. . . Χτες η μάνα μου πούλησε τα χρυσαφικά του γάμου της. . .»

Ένα περιπολικό σταματάει έξω από το καφέ Vienna. Δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί κατεβαίνουν. Μπαίνουν στο καφέ. Ένα ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Η νύχτα έχει γίνει μέρα. Ο τόπος εξορίας των πεζών άβροτος ερημία, πεντακάθαρος. Ο Τσουρούκ φιλάει τον Βάλτερ στο μέτωπο.

«Zurück, zurück»,  Zurück spricht. «Auf wiedersehen»!

Ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας. Το περιπολικό φεύγει. Περιπολικό σταματάει έξω από το καφέ Vienna. Δυο αστυνομικοί, με Καλάσνικωφ (;) στα χέρια μπαίνουν μέσα. Κοιτάζουν προς τη τζαμαρία. Πλησιάζουν το μπαρ. Ο ένας λέει στον μπάρμαν:

«Σε εκείνο το τραπέζι κάθονταν τρεις άνδρες. Που πήγαν; »

Ο μπάρμαν απαντάει:

«Κανείς δεν κάθισε σε κείνο το τραπέζι εδώ και δυο ώρες».

Ασθενοφόρο διασχίζει το δρόμο ουρλιάζοντας.

Β

«Τοξικομανής, γυναίκα, στην οδό Καρλ Μαρξ», ψιθύρισε χαμηλόφωνα ο Τζέρεμι στο μικρόφωνο. «Βρίσκεται κοντά στο υπ’ αριθμόν 12.409 δένδρο.»

Στην υπ’ αριθμόν 734 οθόνη, μια γυναίκα περπατάει καπνίζοντας στο πεζοδρόμιο. Κοιτάζει τη βιτρίνα ενός καταστήματος ρούχων. Σταματάει στην επόμενη βιτρίνα. Φαρμακείο. Σταματάει στην επόμενη βιτρίνα. Αναπηρικά αμαξίδια. Με ταχύτητες και φλας. Σταματάει στην επόμενη τζαμαρία. Καφέ-Vienna. Πλησιάζει τη τζαμαρία. Πίσω από τη τζαμαρία τρεις άνδρες πίνουν καφέ. Ο Τζέρεμι ζουμάρει. Ο ένας είναι γενειοφόρος, ο άλλος με παχύ μουστάκι, ο τρίτος με γυαλιά μυωπίας. Περίεργοι τύποι. Τι ρούχα φοράνε; Η γυναίκα σκύβει το κεφάλι. Το ακουμπάει πάνω στο τζάμι. Ένα περιπολικό της Αστυνομίας σταματάει, κατεβαίνουν δυο αστυνομικοί. Η γυναίκα σβήνει το τσιγάρο στο πήχη του αριστερού χεριού της, λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα. Ο Τζέρεμι πίνει μια γουλιά καφέ.

«Ρούντολφ, το είδες αυτό;»

«Τι έγινε; »

«Έσβησε το τσιγάρο πάνω στο χέρι της!»

«Δεν το έχεις ξαναδεί;»

«Όχι!»

«Ομοιοπαθητική. Αντιμετώπιση του έντονου ψυχικού πόνου με έντονο σωματικό.»

Ο Ρούντολφ γέρνει προς τα πίσω, σαν να θέλει να ξαπλώσει. Ο Τζέρεμι τον μιμείται. Τον θαυμάζει.

«Τζέρεμι, ένα σκυλί», λέει ο Ρούντολφ δείχνοντας μια οθόνη.

Ο Τζέρεμι ανασηκώνεται και πλησιάζει το μικρόφωνο.

«Σκύλος στην οδό Φρίντριχ Νίτσε. Στρίβει στην οδό Καρλ Μαρξ.»

Στην οθόνη ένας σκύλος σηκώνει το πίσω πόδι και κατουράει στο υπ’ αριθμόν 12.398 δέντρο. Περπατάει. Φτάνει στο καφέ-Vienna. Κοιτάζει τη τζαμαρία. Μια μικρή κλούβα της Δημοτικής Αστυνομίας σταματάει έξω από το καφέ. Ένας αστυνομικός με καραμπίνα στα χέρια βγαίνει από το αυτοκίνητο. Παίρνει θέση και σημαδεύει το σκύλο. Ο σκύλος σωριάζεται.

«Ρούλντορφ, ο Ζίγκι είναι αυτός»; »

«Ναι, Τζέρεμι, αυτός είναι».

«Έμαθα ότι παντρεύτηκε με τον Χανς».

«Ναι, μας κάλεσαν στο γάμο τους».

«Επαίτης στην οδό Βάλτερ Μπένγιαμιν», ψιθύρισε χαμηλόφωνα ο Τζέρεμι στο μικρόφωνο. «Στρίβει προς την οδό Καρλ Μαρξ.»

Στην οθόνη ένας ρακένδυτος άνδρας με ένα χαρτόκουτο στο ένα χέρι και μια κονσέρβα στο άλλο. Ανοίγει το χαρτόκουτο κοντά στη τζαμαρία του καφέ-Vienna. Μια μικρή κλούβα της Αστυνομίας σταματάει έξω από το καφέ. Κατεβαίνουν δυο αστυνομικοί. Σηκώνουν τον άστεγο, παίρνουν το χαρτόκουτο από το πεζοδρόμιο και κατευθύνονται προς την κλούβα.

«Πήγατε;» ρώτησε ο Τζέρεμι.

«Μόνος μου. Ο Γιόχαν ήταν λίγο αδιάθετος.»

Ο Ρούντολφ αφήνει το φλιτζάνι του καφέ πάνω στο γραφείο του. Ένα κόκκινο λαμπάκι ανάβει στη κονσόλα. Ο Ρούντολφ φοράει τα ακουστικά του και το μικρόφωνο. Ακούει με προσοχή. Τα βγάζει.

«Ζούμαρε στη τζαμαρία του καφέ-Vienna», προστάζει τον Τζέρεμι.

«Τι έγινε;»

«Ένας από τους τρεις είπε: “ούτε να φάμε δε μας αφήνουν”.»

«Πουλάκι μου!» αναφωνεί ο Τζέρεμι. «Που ήσουνα κρυμμένο;»

Ο Τζέρεμι ζουμάρει, φωτογραφίζει, στέλνει τη πληροφορία για ταυτοποίηση. Έρχεται η απάντηση.

«Επείγον. Τρεις άγνωστοι στο καφέ-Vienna», ψιθυρίζει στο μικρόφωνο.

«Μεθυσμένος στην οδό Καρλ Μαρξ. Πλησιάζει το καφέ-Vienna», ψιθυρίζει πάλι ο Τζέρεμι.

Στην οθόνη ένας μεθυσμένος περπατάει τρικλίζοντας. Μπαίνει στο καφέ. Πλησιάζει τους τρεις άνδρες. Παίρνει μια καρέκλα και κάθεται κοντά τους. Ένα περιπολικό σταματάει έξω από το καφέ. Δυο αστυνομικοί μπαίνουν μέσα. Ο μεθυσμένος φιλάει τον έναν από τους τρεις στο μέτωπο. Τον βάζουν στο περιπολικό.

«Θα πάμε για ψάρεμα το Σάββατο;» ρωτάει ο Ρούντολφ.

« Όχι αυτό, το επόμενο. Θέλει να έρθει και ο Ντέτλεφ.»

«Πως τα πάτε;»

«Καλά, καλά.»

Ένα περιπολικό σταματάει έξω από το καφέ. Κατεβαίνουν δυο αστυνομικοί με αυτόματα στα χέρια. Μπαίνουν μέσα. Κοιτάζουν προς τη τζαμαρία. Μιλάνε με τον μπάρμαν. Το κόκκινο λαμπάκι ανάβει. Ο Ρούντολφ φοράει τα ακουστικά και το μικρόφωνο.

«Εκεί είναι, τους βλέπουμε», ψιθυρίζει στο μικροσκοπικό μικρόφωνο.

Ο Ρούντολφ ακούει με προσοχή. Κοιτάζει την οθόνη. Οι τρεις άνδρες πίνουν καφέ.

«Εκεί είναι», ψιθυρίζει και πάλι.

Ο Ρούντολφ ακούει με προσοχή.

«Λένε ότι δεν είναι εκεί», λέει στον Τζέρεμι.

Ο Τζέρεμι ζουμάρει. Ο άνδρας με τη γενειάδα λέει κάτι στους άλλους και χαμογελάει. Ο άνδρας με το παχύ μουστάκι χαμογελάει. Ο άνδρας με τα γυαλιά μυωπίας χαμογελάει.

«Επιμένουν ότι δεν είναι εκεί», λέει ο Ρούντολφ.

«Τους βλέπουμε, Ρούντολφ, δεν τους βλέπουμε»;

«Τους βλέπουμε, Τζέρεμι, αλλά δεν είναι εκεί.»

Ο Τζέρεμι και ο Ρούντολφ κοιτάζονται στα μάτια.

«Τι κάνουμε τώρα, Ρούντολφ;»


Σχολιάστε ελεύθερα!