in ποιμενισμός

τι αγαπά ο Κύριος;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα!

Έχω διατυπώσει την άποψη ότι τόσο η μορφολογία και η σημασία μιας λέξης όσο και ο τρόπος σύνταξης του λόγου μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής καταγράφουν κοινωνικές σχέσεις, άρα κωδικοποιούν την Ιστορία. Γιατί η λέξη ουρανός, για παράδειγμα, να είναι αρσενικού γένους και η  γη θηλυκού; Μήπως επειδή ο ουρανός είναι επάνω (άνδρας) και η γη κάτω (γυναίκα); Το επάνω και το κάτω δεν παραπέμπουν στη θέση των σωμάτων κατά την ερωτική συνεύρεση αλλά εκφράζουν μέτρα αξιολόγησης: όποιος είναι επάνω, ψηλά είναι Κύριος (Θεός), όποιος είναι κάτω, είναι υποτελής. Το γεγονός ότι λέμε ο,η διεθνής, το διεθνές, αποτελεί μια ένδειξη περί της μη διάκρισης μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Πρόκειται για ένα γλωσσικό απολίθωμα που μας λέει ότι κάποτε υπήρχε μόνο η διάκριση μεταξύ εμψύχου και αψύχου και έμμεσα δηλώνει ότι οι σχέσεις μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας ήταν ισότιμες. Άλλο ένα παράδειγμα: το ρήμα ειμί ήταν ενεργητικής φωνής αλλά έγινε μέσης, είμαι. Πότε έγινε αυτό και γιατί; Η αλλαγή έγινε με την ολοκληρωτική γενίκευση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, κατά τον οποίο οι πλειονότητα των ανθρώπων, οι υποτελείς Παραγωγοί, ζούσαν εκτελώντας διαταγές, παθητικά. Στο σημερινό μας σημείωμα θα καταπιαστούμε με τη λέξη αγαπάω. Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτήν; Έχει κάποια σχέση με τον Κύριο και την επιθυμία της αύξησης της ισχύος του;

Φίλες και φίλοι, έχουμε την εντύπωση ότι το ρήμα αγαπάω προέρχεται από το ουσιαστικό αγάπη. Είναι λάθος! Η αγάπη προέρχεται από το αγαπάω. Η λέξη αγάπη πλάστηκε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ενώ οι αρχαιότερες μαρτυρίες του ρήματος αγαπάω (και αγαπάζω) ανάγονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Θα διαβάσουμε το ρήμα μια φορά στην Ιλιάδα ( Ω 464, αγαπαζέμεν), ενώ στην Οδύσσεια 7 φορές (η 33  π 17  ρ 35  φ 224, 289   χ 499  ψ 214). Μια φορά στην Ιλιάδα (Π 192)  και μια στην Οδύσσεια (ξ 381)  θα συναντήσουμε  και το ρήμα αμφαγαπάζω, με επιτατική σημασία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα ρήματα αναφέρονται σε πρόσωπα και  σημαίνει ‘υποδέχομαι φιλικά, αγκαλιάζω, περιποιούμαι κάποιον’. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε και το επίθετο αγαπήνωρ, με δεύτερο συνθετικό τη λέξη ηνορέη, που είναι η ανδρεία. Αγαπήνωρ είναι αυτός που επιθυμεί την ανδρεία, ο ανδρείος, ο πολεμικός, ο πολεμοχαρής, ο φιλοπόλεμος. Η λέξη αυτή και μεταγενέστερες μαρτυρίες δείχνουν ότι όταν το ρήμα αναφέρεται σε πράγματα σημαίνει ‘είμαι πολύ ευχαριστημένος, είμαι πολύ ικανοποιημένος με κάτι’. Ποια να ήταν άραγε η αρχική σημασία της λέξης; Αναφερόταν σε πράγματα ή σε πρόσωπα;

Δεν το γνωρίζουμε! Θα επιχειρήσουμε όμως να το μάθουμε. Μήπως μπορεί να μας βοηθήσει η ετυμολογία της λέξης; Δυστυχώς, δεν υπάρχει μια απο όλους αποδεκτή ετυμολογία της λέξης. Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι σηκώνουν τα χέρια δηλώνοντας inconnue (άγνωστη, P. Ghantraine) ή  dunkel (σκοτεινή, H. Frisk). Γιατί; Μήπως είναι κάποια ξένη λέξη; Όχι! Υπάρχει μια κατηγορία λέξεων που είναι τόσο αρχαίες που έχει λησμονηθεί τόσο η αρχική τους σημασία όσο και η προέλευσή τους. Οι λέξεις αγαθός, θεός, άνθρωπος, για να περιοριστώ σε αυτές, είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Έχουν βέβαια διατυπωθεί κάποιες προτάσεις αλλά είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν υπάρχει προς το παρόν ομοφωνία.

Έχει προταθεί λοιπόν (J.B. Hofmann, I. Σταματάκος)  ότι το ρήμα αγαπάω είναι ένα σύνθετο ρήμα, με πρώτο συνθετικό το επίρρημα άγαν, που σημαίνει πολύ, παρά πολύ. Γνωρίζουμε πολλές λέξεις με πρώτο συνθετικό το επίρρημα άγαν. Προφανώς, υπήρχε μια περίοδος που το μηδέν άγαν δεν ήταν σε μεγάλη υπόληψη. Το μηδέν άγαν υπαινίσσεται ότι η μεγάλη, η απεριόριστη  ισχύς είναι ανεπίτρεπτη, καταστροφική και πρέπει να αποφεύγεται η επιδίωξή της. Το μηδέν άγαν όμως προϋποθέτει το άγαν, μιας και είναι η άρνησή του. Η γλώσσα μας λέει ότι υπήρχε μια περίοδος που το άγαν, το πολύ,  ήταν η βασική επιδίωξη του ήρωα, ότι ήταν κριτήριο αξιολόγησης επειδή ήταν κάτι που το εκτιμούσαν. Έτσι, έχουν πλαστεί πολλά ανδρικά ονόματα με πρώτο συνθετικό το άγαν, με τον Αγαμέμνονα να ξεχωρίζει. Ο Αγαμέμνων πρόερχεται από το άγα(ν) μέδμων, όπου το μέδμων προέρχεται από το ρήμα μέδω, κυβερνώ. Αγαμέμνων λοιπόν σημαίνει ‘αυτός που κυβερνά με πυγμή, με δύναμη.’ Αγαμέμνων είναι ο ισχυρός Κύριος. Αγαθός (από το ‘άγαν θοός’, πολύ γρήγορος) είναι ο ισχυρός, μιας και όποιος είναι ταχύς είναι και ισχυρός. Καλός καγαθός σημαίνει να προέρχεσαι από την τάξη των ελευθέρων, των κατακτητών, και να είσαι ισχυρός (πιο γρήγορος).

Ποιο είναι όμως το δεύτερο συνθετικό; Ο Hofmann δεν προτείνει κάτι. Ο Σταματάκος ακολουθεί τον Prellwitz (Etymologisches Worterbuch der griech. Sprache, Gottingen, 1892),  ο οποίος προτείνει τη ρίζα πα- που εντοπίζουμε στο ρήμα πάομαι που σημαίνει ‘αποκτώ, αρπάζω’. Από αυτή τη ρίζα προέρχεται το επίθετο πολυπάμων που διαβάζουμε στην Ιλιάδα (Δ 433)  και δηλώνει τον πλούσιο: πολυπάμων είναι αυτός που κατέχει πολλά επειδή έχει αρπάξει πολλά. Σημαίνει δηλαδή ό,τι και το επίθετο πολυκτήμων. Γνωρίζουμε ότι το ρήμα κτάομαι (κτώμαι) και το κτείνω προέρχονται από την ίδια ρίζα: σε ποιμενικά συμφραζόμενα, δεν μπορείς να αρπάξεις εάν δεν σκοτώσεις! Στη δωρική διάλεκτο της Κρήτης ο Κύριος λεγόταν πάστας. Εάν λοιπόν το δεύτερο συνθετικό είναι η ρίζα πα-, τότε αρχικά το ρήμα θα δήλωνε το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από την κατοχή πολλής λείας, αποτέλεσμα μεγάλης αρπαγής. Αργότερα, η σημασία του ρήματος περιορίστηκε και άρχισε να δηλώνει το ευχάριστο συναίθημα που έχουμε όταν βλέπουμε κάποιον (Ιλιάδα και Οδύσσεια) ή και την ικανοποίηση που νιώθουμε για την κατοχή κάποιου πράγματος ή ικανότητας.

Γιατί υπήρξε αυτός ο σημασιολογικός περιορισμός της σημασίας του ρήματος αγαπάω; Η σημασιολογική  εξέλιξη του εν λόγω ρήματος είναι μια ακόμα ένδειξη της ευρύτερης σημασιολογικής εξέλιξης της πλειονότητας των λέξεων της αρχαίας ελληνικής λέξης που εκτυλίχθηκε κατά την αρχαϊκή εποχή εξ αιτίας της στροφής από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης, της εγκατάλειψης του ποιμενικού τρόπου παραγωγής και της γένεσης του δουλοκτητικού. Στον ποιμενικό τρόπο παραγωγής η ισχύς εξασφαλίζεται από την μεγαλύτερη το συνατόν ισχύ, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδίωξη ή την εξόντωση του γειτονικού ποιμενικού γένους. Στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής όμως ο γείτονας είναι σύμμαχος για την αντιμετώπιση του πλήθους των δούλων, ενώ η εξόντωση των δούλων θα μείωνε τον πλούτο άρα και την ισχύ του δουλοκτήτη Κυρίου. Έτσι η ύβρις, η άσκηση υπερβολικής βίας που εξασφαλίζει την Κυριαρχία, έγινε ύβρις, δηλαδή αλαζονεία που βασίζεται στη μεγἀλη δύναμη. Ενώ το άγαν ήταν ένδειξη ισχύος, τώρα προκαλούσε την αυτοκαταστροφή και την μείωση της ισχύος.

Τάσσομαι ανεπιφύλακτα με αυτή την άποψη. Η αρχαία ελληνική λέξη διαθέτει ένα πλουσιότατο λεξιλόγιο με το οποίο δηλώνεται η ισχύς που αποκτάται ως αποτέλεσμα αρπαγής, ένοπλης ή μη. Το ρήμα αγαπάω ανήκει σε αυτό το λεξιλόγιο. Στο λεξιλόγιο αυτό ανήκει και η λέξη Κύριος. Θα τη μελετήσουμε διεξοδικά σε ένα από τα επόμενα σημειώματά μας.

Σχολιάστε ελεύθερα!