in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

Γραμματική και Ιστορία

Γραμματική και Ιστορία

Κάποτε, θα το γνωρίζετε, οι ομιλητές της (αρχαίας) ελληνικής γλώσσας έλεγαν οι άνδρες και αι γυναίκες. Σήμερα, λέμε οι άνδρες και οι γυναίκες: το θηλυκού γένους άρθρο αι της ονομαστικής πληθυντικού παραχώρησε τη θέση του στο αντίστοιχο αρσενικού γένους οι. Το ζήτημα θεωρείται τόσο αυτονόητο που οι ευγενικές αναγνώστριες και οι ευγενικοί αναγνώστες θα παραξενευτούν όταν θα διαβάσουν τα ερωτήματα που θα διατυπώσουμε: γιατί η αλλαγή του άρθρου έγινε προς αυτή την κατεύθυνση και όχι προς την άλλη; Θα μπορούσαμε να λέμε αι [ε] άνδρες και όχι οι [ι]; Γιατί εξοβελίστηκε το θηλυκού γένους αι και όχι το αρσενικού γένους οι; Πότε έγινε αυτή η αλλαγή; Κάτω από ποιες συνθήκες; Μήπως η αλλαγή αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από μια καταγραφή της επιδείνωσης της κοινωνικής θέσης της γυναίκας μετά τους πρώτους τρεις χριστιανικούς αιώνες; (Στην Καινή Διαθήκη το αι υπάρχει ακόμα). Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η Γραμματική, με την ευρεία σημασία του όρου (μορφολογία, σύνταξη, σημασιολογία), ενσωματώνει ιστορικές αλλαγές; Μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτό το φαινόμενο Γραμματικοποίηση της Ιστορίας;


θα μπορούσαμε, εάν κάθε μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό φαινόμενο, κάθε κατάληξη, κάθε πτώση, κάθε έγκλιση, κάθε τρόπος σύνταξης κατέγραφαν κάποια κοινωνική κατάσταση του παρελθόντος. Εάν μπορούμε να αποδείξουμε κάτι τέτοιο, τότε θα ήταν παράλειψη πρώτου μεγέθους να μην εντάσσαμε την Γραμματική μεταξύ των ιστορικών πηγών, και μάλιστα μεταξύ των πιο πολύτιμων και αξιόπιστων. Η γλώσσα είναι αρχαιότερη από κάθε αρχαιολογικό εύρημα και θα μπορούσε, μέσω της Γραμματικής, να μας αποκαλύψει πτυχές του απώτατου κοινωνικού παρελθόντος που καμιά άλλη ιστορική πηγή δεν θα μπορούσε να το κάνει.

Λέμε: ο διεθνής, η διεθνής το διεθνές. Το επίθετο αυτό, και είναι πολλά σαν κι αυτό, χαρακτηρίζεται ως τριγενές και δικατάληκτο: μια κατάληξη για το αρσενικό και θηλυκό (το έμψυχο) και μια για το ουδέτερο (το άψυχο). Υπάρχουν και τα  τριγενή και τρικατάληκτα επίθετα- που είναι και τα περισσότερα: ο καλός, η καλή, το καλό. Γιατί άλλα επίθετα έχουν δυο καταλήξεις (μια για τα έμψυχα όντα και μια για τα άψυχα πράγματα) κι άλλα τρεις, μια για κάθε γένος; Γιατί οι πρόγονοί μας έλεγαν ο,η βελτίων, το βέλτιον; Υπάρχει κάποια εξήγηση; Ασφαλώς και υπάρχει. Κάποτε η ελληνική γλώσσα δεν έκανε διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού αλλά μόνο μεταξύ έμψυχου και άψυχου: όταν έλεγαν βους, ίππος ή θεός εννοούσαν και τα δύο γένη. Οι λέξεις αυτές είναι και αρσενικού και θηλυκού γένους. (Οι λέξεις θεά και θέαινα είναι πολύ μεταγενέστερες). Να υποθέσουμε ότι η απουσία γραμματικού γένους δεν είναι τίποτα άλλο από μια καταγραφή μιας πιο εξισωτικής σχέσης μεταξύ των φύλων που επικρατούσε σε κάποια πολύ μακρινή εποχή;

Η μεταγενέστερη εξέλιξη μετατρέπει την υπόθεση σε βεβαιότητα. Κάποτε η μη διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού στο επίπεδο της γραμματικής έληξε. Ακόμα και σήμερα εντοπίζουμε λείψανα αυτής της μη διάκρισης, όπως είδαμε με τα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα (ο,η ασφαλής, το ασφαλές). Οι μαρτυρίες που πας παρέχει η Γραμματική δείχνουν πως η μετάβαση από το ένα γραμματικό καθεστώς στο άλλο θα πρέπει να ήταν πραγματικά οδυνηρό. Πολλά, τα περισσότερα άψυχα πράγματα χαρακτηρίστηκαν ως έμψυχα, άλλοτε αρσενικού γένους κι άλλοτε θηλυκού. Πως είναι δυνατόν ο ουρανός να είναι αρσενικού γένος και η γη θηλυκού; Πως είναι δυνατόν να λέμε η οδός και ο πους; Γιατί ο ήλιος να είναι αρσενικού γένους και η σελήνη θηλυκού; Το γεγονός ότι ο ουρανός είναι πιο ψηλά (άρα πιο ισχυρός) και η γη πιο χαμηλά έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόδοση του αρσενικού ή του θηλυκού γένους; Η απόδοση αυτή δεν καταγράφει μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών που επικρατούσε για μια μεγάλη χρονική περίοδο; Ο πους είναι από πάνω, πατάει, πιέζει ενώ η οδός είναι από κάτω, πατιέται, υφίσταται την πίεση του ποδιού. Ο πους είναι ο άνδρας και η οδός είναι η γυναίκα; Εάν η κοινωνία δεν θεωρούσε τον άνδρα πιο σημαντικό από τη γυναίκα, θα λέγαμε ο ήλιος και η σελήνη; Κατά τη γνώμη μου, όχι! Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως πρωταγωνιστής της με αυτό το τρόπο απόδοσης του γένους στα άψυχα αντικείμενα θα πρέπει να ήταν ο άνδρας, θα πρέπει δηλαδή να επικρατούσε μια κοινωνική κατάσταση κατά την οποία ο άνδρας ήταν ο κυρίαρχος. Η πατριαρχική κοινωνία είχε ήδη διαμορφωθεί. Κι όταν η κοινωνική θέση της γυναίκας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερα, όταν την αγόραζαν ή την πουλούσαν στην αγορά ως δούλα, η γυναίκα εκλήφθηκε ως άψυχο πράγμα: η γυνή έγινε γύναιον και σήμερα το γυναικάκι. Ο παις έγινε το παιδίον και σήμερα παιδί. Η κόρη έγινε κορίτσι (τό). Το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε με τον οριστικό εκτοπισμό του θηλυκού αι από το αρσενικό οι.

Εάν απομακρυνθούμε, προς το παρόν, από την επικράτεια της μορφολογίας και βρεθούμε σε αυτήν του Συντακτικού, θα δούμε ακόμα πιο καθαρά πως η Γραμματική καταγράφει τις κοινωνικές αλλαγές και την Ιστορία. Θα γνωρίζετε ότι κάποτε η ελληνική γλώσσα δεν διέθετε δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσεις· έτσι, δεν υπήρχαν και κύριες Εάν δεν υπάρξει υποτελής, εάν δεν υπάρξει εξάρτηση, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ο Κύριος ούτε η Κυριαρχία. Οι προτάσεις ήταν ισότιμες μεταξύ τους. Η κατάσταση αυτή, η κατά παράταξη σύνταξη,  επιβιώνει μεν  στην Ιλιάδα αλλά παρατηρούμε στο κείμενο αυτό την εν τη γενέσει επέλαση της καθ’ υπόταξη σύνταξης. Γνωρίζουμε ότι στα δημοτικά τραγούδια, στη ποίηση, στη νεωτερική λογοτεχνία η καθ΄ υπόταξη σύνταξη υποχωρεί έναντι της κατά παράταξη: η εξάρτηση υποχωρεί έναντι της αυτονομίας. Η επιστημονική γλώσσα, ο λόγος της Κυριαρχίας, αποθεώνει την εξάρτηση και τις δευτερεύουσες. Διαβάστε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, μια κριτική, ένα άρθρο και θα το επιβεβαιώσετε.

Η μετάβαση από την μια μορφή σύνταξης στην άλλη, από την ισότιμη συνύπαρξη των προτάσεων στην εμπέδωση της εξάρτησης των μεν από τις δε, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο όσα αναφέραμε παραπάνω. Η Γραμματική μας πληροφορεί ότι δεν άλλαξαν μόνο οι σχέσεις μεταξύ των γυναικών και ανδρών – σε βάρος των πρώτων –  αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των  ανδρών. Οι σχέσεις μεταξύ των προτάσεων εκφράζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανδρών, που δεν ήταν παρά δεσπότες, ιδιοκτήτες δούλων, και πολεμιστές. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαία η ορολογία που έχει επινοηθεί. Οι πιο σημαντικοί όροι προέρχονται από το   στρατιωτικό λεξιλόγιο της αρχαίας Αθήνας: σύνταξις, παράταξις, υπόταξις. Οι επινοητές αυτών των όρων, οι αλεξανδρινοί γραμματικοί, εξέλαβαν το λόγο ως στράτευμα: οι στρατιώτες συντάσσονται, παρατάσσονται και υποτάσσονται υπό τις διαταγές του στρατηγού, του Κυρίου. Έτσι ακριβώς συντάσσονται, παρατάσσονται και υποτάσσονται και οι προτάσεις.

Θα επανέλθουμε για να καταπιαστούμε με την ιστορικότητα του άρθρου: πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η ελληνική γλώσσα απόκτησε άρθρο;

Αθ.Δρατζίδης

Σχολιάστε ελεύθερα!