Πίσω από τις εκφράσεις είναι χρυσός άνθρωπος ή έχει χρυσή καρδιά και άλλες πολλές, που επιβεβαιώνουν ότι το χρυσάφι είναι ένα, από τα πολλά και πολύ συχνά χρησιμοποιούμενα, δυτικό μέτρο αξιολόγησης, λανθάνει η λατρεία του χρυσού. Γιατί ο δυτικός πολιτισμός λατρεύει το χρυσάφι; Πότε και από ποιους συγκροτήθηκε αυτή η λατρεία; Γιατί επιβιώνει χιλιάδες χρόνια τώρα; Για να δώσουμε μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να καταφύγουμε στην αρχαϊκή γραμματεία, από την Ιλιάδα μέχρι τον Πίνδαρο, τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Από όλα αυτά τα κείμενα, το πιο σημαντικό για να κατανοήσουμε τη σημασία της λατρείας του χρυσού είναι οι Επίνικοι του Πινδάρου. Ποια είναι η σχέση του χρυσού με τη διάκριση, την υπεροχή, τη νίκη; Την απάντηση θα μας τη δώσει μια ερευνητική ανάγνωση των Επινίκων με οδηγό το χρυσάφι. Την φέραμε σε πέρας και εκθέτουμε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε.
Η λατρεία του χρυσού στον δυτικό πολιτισμό αποτελεί σημείο σύγκλισης τριών πρωτογενών λατρειών: της λάμψης, της αφθαρσίας και της σπανιότητας. Οι ιδιότητες αυτές εκλαμβάνονται ως εκδηλώσεις ισχύος όπου κι αν εμφανίζονται, στη φύση ή στα προϊόντα του ανθρώπου, ενώ τα αντικείμενα που τις διαθέτουν ως σύμβολα ισχύος. Πίσω από κάθε εκδήλωση ισχύος, πίσω από κάθε σύμβολο ισχύος, υπάρχει μια επιθυμία αύξησης της υπάρχουσας κοινωνικής ισχύος. Ο ήλιος, π.χ., εκλαμβάνεται ως εκδήλωση ισχύος επειδή πολύ θα ήθελε ο Κύριος (ο Φαραώ, ο Ίνκα, ο Φίλιππος της Μακεδονίας, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ και άλλοι πολλοί ) να είναι αήττητος όπως ο ήλιος: να βρίσκεται τόσο ψηλά (ύψος), να είναι ένας (σπανιότητα), να είναι αθάνατος (αφθαρσία), να τυφλώνει τον αντίπαλο με τα ακαταμάχητα βλήματά του, τις ακτίνες (λάμψη) και να τον θέτει εκτός μάχης. Κάθε παράσταση του ήλιου, κάθε αντικείμενο που την διαθέτει είναι ένα σύμβολο ισχύος. Η χρυσή λάρνακα με τον ήλιο της Βεργίνας, οι ακτίνες του οποίου απεικονίζονται σαν αιχμηρά ξίφη, είναι ένα σύμβολο ισχύος, είναι η ίδια ένας ήλιος που λάμπει.
Ο χρυσός εκλαμβάνεται ως εκδήλωση ισχύος επειδή λάμπει, είναι σπάνιος και άφθαρτος, ενώ κάθε αντικείμενο από χρυσό χρησιμοποιείται ως σύμβολο ισχύος. Λατρεύουμε τη οποιαδήποτε λάμψη γιατί παραπέμπει στην πανίσχυρη και εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου· λατρεύουμε την αφθαρσία επειδή θα θέλαμε να ήμασταν άφθαρτοι: αήττητοι, άτρωτοι και αθάνατοι· λατρεύουμε την σπανιότητα διότι η ίδια η ισχύς είναι σπάνια: ένας Φαραώ υπάρχει, ένας Ίνκα, ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, μια σταρ εκτυφλωτικής ομορφιάς. Τον χρυσό δεν τον λάτρεψαν μόνο οι ισχυροί του κόσμου τούτου αλλά ο πάσα εις που διέθετε, ή θα ήθελε να διαθέτει, κάποια ισχύ. Τον λάτρεψαν φυσικά και πολλοί ποιητές της ποιμενικής και της δυτικής γραμματείας: τον ύμνησαν, πόθησαν την κατοχή του, τον αποθήκευσαν, τον επέδειξαν: η Ιλιάδα και το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν λάμπουν με το χρυσάφι τους. Στην πρώτη, όλα τα αντικείμενα των θεών είναι χρυσά, ενώ στο δεύτερο διαβάζουμε συχνά: “Α! Πόσο αστραφτερό χρυσάφι έλαμπε πάνω στ’ άλογα” (περιπέτεια ένατη, 570).
Εάν δίνουμε στους τρεις πρώτους νικητές των αθλητικών αγώνων χρυσάφι, ασήμι και χαλκό είναι γιατί αυτά τα μέταλλα δεν αλλοιώνονται, καθιστώντας με αυτό το τρόπο αθάνατη τη μνήμη της σπάνιας νίκης. Ο πρώτος νικητής θα πάρει το χρυσάφι: και ο μεν και το δε υπερέχουν σαφώς των άλλων και η διάκριση αυτή πρέπει να επιδειχθεί με τη λάμψη και τη σπανιότητα. Η συσχέτιση του χρυσού με την αθλητική νίκη μας παροτρύνει να στρέψουμε τη προσοχή μας σε ένα κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο όχι μόνο αποτελεί έναν ύμνο στη νίκη, την υπεροχή και τη διάκριση αλλά θεωρεί επίσης ότι η επίδειξη της φυσικής και κοινωνικής ισχύος αποτελεί ένα μέσον αύξησης της ίδιας της ισχύος. Πρόκειται για τους Επίνικους ύμνους του Πινδάρου που συντέθηκαν, κατά παραγγελία και επ’ αμοιβή εκ μέρους των νικητών, για να υμνήσουν τη νίκη τους σε κάποιον από τους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Οι νικητές σε αυτούς τους αγώνες προέρχονταν από την τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων και εικάζουμε ότι θα απαιτούσαν από τον ποιητή να μην περιοριστεί στην εξύμνηση της νίκης αλλά να επεκταθεί και στην εξύμνηση της οικογένειας του νικητή, του πλούτου της, της ιστορίας της, της φήμης της, των ηθικών και ψυχικών προτερημάτων της. Ο Πίνδαρος ήταν και ο ίδιος αριστοκράτης γαιοκτήμονας, αν και όχι πολύ πλούσιος, και είμαστε βέβαιοι ότι μοιραζόταν με τους άλλους αριστοκράτες τις ίδιες αξίες, τον ίδιο κώδικα συμπεριφοράς, τις ίδιες λατρείες. Και εύλογα τίθεται το ερώτημα: πως έβλεπε ο ποιητής το χρυσάφι;
Την απάντηση θα μας τη δώσει μια ερευνητική ανάγνωση των Επίνικων του Πινδάρου με οδηγό τη λατρεία του χρυσού. Με την ανάγνωση των πρώτων κιόλας Ολυμπιόνικων σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο Πίνδαρος, ως γνήσιος αριστοκράτης, έχει συνεχώς στο μυαλό του το χρυσάφι. Η εργασία του ποιητή, μας λέει στον έβδομο Νεμεόνικο (78), μοιάζει με την εργασία του χρυσοχόου. Η σύνθεση ενός ύμνου, η συναρμογή και συμπλοκή των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του νικητή σε αθλητικούς αγώνες, μοιάζει με την ένθεση ελεφαντόδοντου και κοραλλιού, που το πήρε η Μούσα από τη δροσιά της θάλασσας, μέσα σε χρυσό (Μοισα τοι κολλα χρυσόν εν τε λευκόν ελέφανθ’ αμα και λείριον ανθεμον ποντίας υφελοισ’ εέρσας).
Από όλα τα πράγματα, μας λέει ο Πίνδαρος στον πρώτο Ολυμπιόνικο, που περιτριγυρίζουν τον Έλληνα αριστοκράτη της πρώιμης κλασικής εποχής (500-450 π.Χ.), από τον Εύξεινο Πόντο και τη Κύπρο μέχρι τις ιβηρικές ακτές, το πιο πολύτιμο είναι το νερό (αριστον μεν υδωρ, 1). Μετά είναι το χρυσάφι που ξεχωρίζει (ο δε χρυσός διαπρέπει έξοχα, 1-2) από τον υπόλοιπο περήφανο πλούτο (μεγάνορος πλούτου, 2) όπως μια λαμπερή φωτιά μέσα στη νύχτα (αιθόμενον πυρ ατε νυκτί)*. Η ίδια αντίληψη διατυπώνεται ξανά στον τρίτο Ολυμπιόνικο (42): το νερό είναι μεν το πιο πολύτιμο (αριστεύει μεν ύδωρ) αλλά αυτό που δίνει στον κάτοχό του τη μεγαλύτερη τιμή, πιο πολύ από όλα τα κτέανα, την περιουσία, είναι το χρυσάφι (χρυσός αιδοιέστατος). Από τον 10ο Ισθμιόνικο (20) μαθαίνουμε ότι τα σπίτια τους οι πλούσιοι αριστοκράτες τα διακοσμούσαν με χρυσά κρασοπότηρα (εκόσμησαν δόμον . . . φιάλαισι χρυσού). Ένα τέτοιο χρυσοσκάλιστο κρασοπότηρο δίνει ο Τελαμώνας στον Ηρακλή για να τελέσει σπονδή, στον 6ο Ισθμιόνικο. (οινοδόκον φιάλαν χρυσω πεφρικυιαν). Στον 8ο Νεμεόνικο (37), ο ποιητής μας λέει ότι μετά το νερό και το χρυσάφι τρίτη σε αξία έρχεται η απόκτηση απέραντου κάμπου: χρυσόν ευχονται, πεδίον δ’ ετεροι απέραντον.
Ο Πίνδαρος λέει στους αριστοκράτες πελάτες του, στον 2ο Ολυμπιόνικο, ότι όταν θα πεθάνουν, όσοι βέβαια ακολούθησαν Διός οδόν, δηλαδή το δρόμο της δίκαιης ισχύος, το δρόμο του πλουτισμού από την εργασία των δούλων και όχι της αρπαγής του πλούτου του άλλου γαιοκτήμονα, θα πάνε στο νησί των μακάρων όπου από παντού φυσάνε δροσερές αύρες από τη θάλασσα και λαμποκοπάνε χρυσαφένια λουλούδια (ανθεμα δέ χρυσοῦ φλέγει) πάνω σε λαμπερά δένδρα (επ’ αγλαων δενδρέων). Το πολύ χρυσάφι το ρίχνει ο Ζεύς ως βροχή (Ολ. 7, 50) ή ως χιόνι (Ι. 7. 5): όσο πιο ισχυρός είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ χρυσάφι έχει στην κατοχή του. Και όχι απλά το ρίχνει, ο ίδιος είναι (γίνεται) καθαρός χρυσός: μεταμορφώνεται σε χρυσή βροχή για να σμίξει με τη Δανάη. Από αυτό τη χρυσή συνουσία γεννήθηκε ο Περσεύς (από χρυσού φαμέν αυτορύτου εμμεναι, Π. 12. 17), ο ισχυρός αυτός άνδρας που αποκεφάλισε τη Μέδουσα. Το όνομά του σημαίνει “εκπορθητής, κατακτητής, καταστροφέας” (πέρθω > πέρσας, μετοχή αορίστου α΄): ο χρυσός παράγει ισχύ, η ισχύς χρυσό. Ο χρυσός, όπως και το χαλινάρι, είναι ένα μέσο δαμασμού και καθυπόταξης (χρυσόν δαμασίφρονα, Ο. 13. 78.). Οι άνθρωποι, λέει ο Πίνδαρος, θεώρησαν το χρυσάφι πανίσχυρο (και μεγασθενή νόμισαν χρυσόν άνθρωποι) και πιο ψηλά από όλα τα άλλα πράγματα (περιώσιον άλλων) χάριν της μητέρας του Ήλιου, επειδή δηλαδή μοιάζει με τον Ήλιο (σέο έκατι ματερ Αελίου): σημεία σύγκρισης η σπανιότητα, η αφθαρσία και η λάμψη (Ι. 5. 3).
Είναι τόσο μεγάλος ο πόθος του αριστοκράτη για να αποκτήσει χρυσάφι που δεν μπορεί τίποτα να τον σταματήσει. Ο Ασκληπιός, λέει ο Πίνδαρος, είχε κάνει τόσο μεγάλα βήματα στην ιατρική ώστε έφτασε στο σημείο να ανασταίνει και νεκρούς (ανδρ’ εκ θανάτου κομίσαι ηδη αλωκότα), με το αζημίωτο βέβαια: δώστε μου χρυσάφι (χρυσός εν χερσίν φανείς), να σας αναστήσω. Ο ποιητής δεν επιπλήττει τον πόθο για χρυσάφι αλλά την επιθυμία της αθανασίας: μη ζητάς να γίνεις αθάνατος (μη βίον αθάνατον σπευδε) αλλά στρέψε τη προσοχή σου σε αυτά που μπορείς να πράξεις (ταν εμπρακτον αντλει μαχανάν)****. Οι σωστές σκέψεις, το σωστό μυαλό δοκιμάζονται στην εμπρακτον μηχανήν και λάμπουν όπως δοκιμάζεται και λάμπει το χρυσάφι στη σκληρή πέτρα (χρυσός εν βασάνω πρέπει και νόος ορθός)***** και στη φωτιά (ο χρυσός εψόμενος αυγάς έδειξεν απάσας, Ν 4. 82). (Να σημειώσουμε ότι η έκφραση νόος ορθός είναι από αυτές που θα προετοιμάσουν τον σχηματισμό της έκφρασης ορθός λόγος από τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα)*
Οι θεοί στον Πίνδαρο, όπως και στην Ιλιάδα, κολυμπούν στο χρυσάφι. Και κολυμπούν διότι οι ίδιοι οι αριστοκράτες θα ήθελαν κάτι τέτοιο. Οι θεοί δεν είναι άλλοι από τους ίδιους τους αριστοκράτες, είναι αυτό που θα ήθελαν να ήταν οι ίδιοι: ισχυροί, αθάνατοι, πλούσιοι, να έχουν πολύ χρυσάφι. Οι θεοί είναι το πλάσμα της φαντασίας που καταγράφει ένα corpus επιθυμιών, αυτό του αριστοκράτη, του γαιοκτήμονα δουλοκτήτη. Λατρεία του θεού δεν σημαίνει παρά λατρεία των επιθυμιών ισχύος και ισχυροποίησης. Και το χρυσάφι μας κάνει πιο ισχυρούς: επιδεικνύει την ισχύ μας και έτσι την αυξάνει. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που όλα τα αντικείμενα των θεών στους Επίνικους είναι χρυσά. Οι ρόκες, πάνω στις οποίες οι θεές τοποθετούν το μαλλί για να το κάνουν νήμα, είναι χρυσές*. Τα μαλλιά, οι κοτσίδες και οι κορδέλες των μαλλιών τους είναι κι αυτά χρυσά.* Τα χαλινάρια των αλόγων*, τα σπαθιά*, τα άρματα*, οι ασπίδες*, τα ανάκτορα και οι κίονες, οι φόρμιγγες, τα τόξα και τα βέλη, τα τραπέζια, οι τρίποδες, οι θρόνοι, τα σύννεφα του Ολύμπου, τα άλογα, τα στεφάνια, τα ρούχα, τα παιδιά της Θέμιτος, η Μούσα, οι Νηρηΐδες, η Νίκη, η υγεία, όλα αυτά είναι χρυσά. Και είναι χρυσά όχι μόνο γιατί οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες έχουν το μυαλό τους συνεχώς στο χρυσάφι αλλά και γιατί θέλουν διακαώς να το αποκτήσουν σε μεγάλες ποσότητες. Η κατοχή του χρυσού είναι προϋπόθεση και συνέπεια της στρατιωτικής και κοινωνικής ισχύος. Σε ένα απόσπασμα (222.1) ο ποιητής θεωρεί τον χρυσό παιδί του Δία, δηλαδή της ισχύος.
Η λατρεία του χρυσού επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Η κατοχή του αναλλοίωτου χρυσού είναι ένα μέσον αποίκισης και ελέγχου του μέλλοντος. Κατά συνέπεια, όσο θα υπάρχει μέλλον, θα υπάρχει και η λατρεία του χρυσού. Και δεν είναι το μόνο μέσον: η κατάρτιση σχεδίων που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον, η τάξη και η πειθαρχία που εξοβελίζουν το απρόβλεπτο, δηλαδή την ανησυχία του Κυρίου, η επιθυμία που θα εκπληρωθεί στο βάθος του χρόνου, η πρόβλεψη και η διορατικότητα που προστατεύει έναντι των μελλοντικών κινδύνων, ο νόμος που ελέγχει την μελλοντική συμπεριφορά, η επιθυμία της σωματικής αθανασίας που θα σηματοδοτήσει τον απόλυτο έλεγχο του μέλλοντος, το χρήμα, ως μέσον ελέγχου των μελλοντικών ανταλλαγών και πληρωμών αλλά και ως μέσον αρπαγής του μελλοντικού χρόνου (δανεισμός) είναι μερικά από τα πιο σημαντικά. Εάν κάθε λατρεία μας εφοδιάζει με ένα μέτρο αξιολόγησης, δεν είναι καθόλου περίεργο που ο χρυσός ήταν, είναι και θα είναι ένα από αυτά. Εάν κάποιος είναι χρυσό παιδί ή παιδί μάλαμα, εάν κάποιος άλλος είναι χρυσοχέρης, εάν ευχόμαστε πέτρα να πιάνεις, μάλαμα να γίνεται, εάν ο Γιώργος είναι χρυσός άνθρωπος και η γυναίκα του έχει χρυσή καρδιά, εάν ο αδερφός της έχει χρυσό λαρύγγι και κάνει χρυσές δουλειές, εάν υπάρχουν χρυσοί κανόνες και χρυσές τομές, εάν έχεις ξανθά μαλλιά σα χρυσάφι, είναι γιατί η λατρεία του χρυσού συνεχίζει να επιβιώνει και θα επιβιώνει όσο το χρυσάφι θα έχει τις ιδιότητες που έχει ή θα ήθελε να έχει και ο κάτοχος της ισχύος: σπανιότητα, αφθαρσία και λάμψη.
Σχολιάστε ελεύθερα!