in κόκκινο βελούδο

Κύριε, Κύριε!

Θα ήταν μια μέρα  ή του Δεκεμβρίου του 1966 ή του Ιανουαρίου του 1967, δεν θυμάμαι ακριβώς. Πήγαινα στη Τρίτη Δημοτικού, στους Πετράδες, παραποτάμιο χωριό του Έβρου, κοντά στο Διδυμότειχο. Θυμάμαι όμως ότι είχε πολύ χιόνι και ότι έκανε πάρα πολύ κρύο. Οι κάτοικοι άνοιγαν διαδρόμους ανάμεσα στο χιόνι (για να πάνε στο γείτονα, για να ποτίσουν τα ζώα στις κοινόχρηστες κρήνες, για να πάμε στο σχολείο) και μου είχε κάνει εντύπωση που το χιόνι με ξεπερνούσε, θα ήταν πάνω από ένα μέτρο. Για να μη κρυώνω, η μάνα μου μού φόρεσε δυο παντελόνια. Το καλό από πάνω, αυτό που δεν έπρεπε να φαίνεται από κάτω. Δεν έπρεπε να φαίνεται λόγω του υφάσματος και του χρώματος: ήταν από φούστα της αμερικάνικης βοήθειας, κάποιοι από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες θα την θυμούνται, βελούδο, κόκκινο της φωτιάς. Δεν θυμάμαι να τη φόρεσε ποτέ. Τη πήρε, τη πήγε σε μια γειτόνισσα και την έκανε παντελόνι για το γιο της, να μη κρυώνει.

Αφιερώνω αυτό το σημείωμα στη μνήμη της.

Εκείνη τη μέρα έφαγα πολύ ξύλο από το δάσκαλο. Δε θυμάμαι γιατί. Ένα από τα λίγα που θυμάμαι είναι ότι κάθε Δευτέρα δεν του πήγαινα βέργες, τις έσπαγε πάνω μας και ξέμενε. Οι συμμαθητές μου του πήγαιναν βέργες από κυδωνιά, που δε σπάνε και πονάνε, τσούζουν πολύ. Τις σκάλιζαν μάλιστα με το σουγιά – η φλούδα της κυδωνιάς χαράζεται και βγαίνει πολύ εύκολα. Άρχισε λοιπόν να με χτυπάει με τη βέργα στα μπούτια κι εγώ έπρεπε να χοροπηδήσω από το πόνο. Και χοροπήδησα. Δεν ήμουν όμως πειστικός – με τα δυο παντελόνια δεν πονούσα πολύ. Το πήρε χαμπάρι, με διέταξε να βγάλω το αποπάνω παντελόνι και μετά χοροπήδησα κανονικά, όπως έπρεπε να χοροπηδήσω. Επειδή έσπαγαν οι βέργες, πήρε τη μασιά.

Μετά από λίγους μήνες, στις 21 Απριλίου,  έγινε το στρατιωτικό  πραξικόπημα. Πριν από αυτό, είχε γίνει ένα άλλο πραξικόπημα, αυτό μέσα στο μυαλό μου και τη ψυχή μου. Θα ήθελα να σας το περιγράψω.

Πρόκειται για μια πνευματική περιπέτεια που ξεκίνησε εκείνη τη μέρα, που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται μέχρι το τέλος. Ποιος με έδερνε; Ο Κύριος. Κύριε, Κύριε! Από τότε, κάθε φορά που ακούω τη προσφώνηση “Κύριος”, νιώθω στα μπούτια μου το πόνο της μασιάς. Δεν μπορώ να απευθυνθώ σε κάποιον και να τον αποκαλέσω Κύριο, δεν μπορώ να ακούω να με αποκαλούν Κύριο. Το “μαλάκα” το ανέχομαι, το “Κύριε” όχι. Αυτός είναι ο λόγος που είμαι οικοδόμος. Ο Κύριος λοιπόν με έδερνε. Τι κάνει ο Κύριος; Δέρνει. Αυτή είναι η απάντησή μου. Ό,τι και να μου πείτε, στο τοίχο να με στήσετε, δεν θα με πείσετε, ο πόνος στα μπούτια δε με αφήνει. Και γδέρνει. (Το δέρνω και το γδέρνω προέρχονται από την ίδιο ρήμα, το δέρω – σημαίνει γδέρνω) Ο Απόλλωνας έγδαρε ζωντανό τον Μαρσύα διότι τόλμησε να ισχυριστεί ότι είναι καλύτερος στον αυλό. Έπαιξαν, αποδείχτηκε ότι ο Απόλλωνας ήταν καλύτερος, τον έδεσε σε ένα δέντρο και τον έγδαρε ζωντανό. Μύθος; Ναι, μύθος, δηλαδή συμπύκνωση της ιστορίας! Αναρίθμητα παρόμοια περιστατικά που παρουσιάζονται ως ένα, αυτός είναι ο μύθος. Το γεγονός ότι ο Απόλλωνας έγδαρε ζωντανό τον Μαρσύα συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι δεν έπαιζε καλύτερα αυλό. Ο Μαρσύας ήταν καλύτερος κι γι αυτό τον έγδαρε. Ο θεός, ο κατά φαντασίαν ισχυρός Κύριος δηλαδή,  είναι φθονερός διότι πάντοτε υστερεί, ως εξαρτώμενος, του Υποτελούς του. Και χαιρέκακος, εννοείται.

Εμένα γιατί με έδερνε ο δάσκαλος; Επειδή ήμουν καλύτερος δάσκαλος. Γελάτε, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κλαίτε. Από εκείνη τη μέρα και μέχρι σήμερα, μέχρι να αρχίζω να βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, με ενδιαφέρουν δυο ζητήματα: του Κυρίου και του δασκάλου. Σε όλη μου τη ζωή δεν κάνω τίποτα άλλο από το να ζητώ να μάθω ποιος είναι ο Κύριος και ποιος ο δάσκαλος. Το θέμα δεν είναι τι έμαθα, αλλά πως.

Από εκείνη τη μέρα εγώ δεν ξαναπήγα σχολείο. Πήγα, αλλά δεν ήμουν εκεί. Ουδέποτε ήμουν. Ο μεγάλος μου πόθος ήταν μια μέρα να σταματήσω το σχολείο. Από την άλλη ήθελα να μάθω για τον Κύριο και τον δάσκαλο – και θα το μάθαινα κοντά στον Κύριο και κοντά στο δάσκαλο. Το δίλημμα λύθηκε το 1977, όταν εγκατέλειψα τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στην οποία είχα περάσει το 1976. Ακόμα θυμάμαι το θέμα της Έκθεσης : “Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρνητική κριτική για να είναι εποικοδομητική πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς. Συμφωνείτε ναι ή όχι και γιατί.”

Υποστήριξα μια εκδοχή γιατί με έδερνε ο δάσκαλος που έγινε Κύριος: γιατί ήμουν καλύτερος από αυτόν. Δεν γνώριζα περισσότερα από αυτόν, ούτε γνώριζα τη μέθοδο να τα μάθω. Δάσκαλος δεν είναι αυτός που γνωρίζει περισσότερα ή τη μέθοδο που θα τα μεταδώσει. Δάσκαλος είναι αυτός που δεν σταματάει ποτέ να ρωτάει, που δεν σταματάει ποτέ να μαθαίνει. Ο δάσκαλος είναι μαθητής του μαθητή του. Ο δάσκαλος που με έδερνε δεν ήθελε να είναι μαθητής μου. Ο μαθητής, το παιδί, εγώ, εσύ, το παιδί σου, από τη φύση του ρωτάει για να μάθει, δεν τον ενδιαφέρει το πόσο και το πως. Ο μαθητής, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το επιδιώκει,  είναι δάσκαλος του δασκάλου του. Δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερος δάσκαλος από τον μαθητή.

Η σχέση δασκάλου-μαθητή είναι μια σχέση εξάρτησης που σκοπό έχει να εξαλείψει αυτή την εξάρτηση μέσω της καθημερινής ενεργητικής αλληλεπίδρασης: αυτός είναι, σε τελική ανάλυση,  ο μόνος τρόπος ανάπτυξης των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του εγκεφάλου και της ψυχής. Μια μέρα, το εξαρτώμενο παιδί θα πάψει να εξαρτάται από τους γονείς του, ο μαθητής από το δάσκαλο, ο ασθενής από τον γιατρό: ο σκοπός του ισχυρού αυτής της σχέσης, (ο γονιός, ο δάσκαλος, ο γιατρός) είναι να ενισχύσει την αυτονομία του ανίσχυρου μέλους (παιδί, μαθητής, ασθενής). Εάν η σχέση αυτή είναι μια σχέση εξουσίας, τότε δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς εξουσία.    Η εξουσία μπορεί να γίνει Κυριαρχία, όταν σκοπός της σχέσης εξάρτησης δεν είναι η κατάλυσή της αλλά η διαιώνισή της. Σε αυτή την περίπτωση, ο ισχυρός γίνεται Άρχων, Αυθέντης, Κύριος, ενώ ο  ανίσχυρος γίνεται αρχόμενος, υποταγμένος, υποτελής. Και ενώ δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς εξουσία, θεωρώ ότι μπορεί να υπάρξει, διότι υπήρξε και υπάρχει – κοινωνία χωρίς Κυριαρχία. Μπορούμε να είμαστε αναρχικοί, αντιεξουσιαστές όμως όχι. Εκτός εάν ταυτίζουμε την εξουσία με την Κυριαρχία. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να βρούμε ένα άλλο όνομα γι αυτό που εγώ αποκαλώ εξουσία, σχέση εξάρτησης που αποσκοπεί στην κατάλυσή της.

Το προκείμενο σημείωμα είναι μια συμπύκνωση των ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Δεσμεύομαι λοιπόν να επανέλθω και θα αρχίσω με μια προσπάθεια να διατυπώσω μια απάντηση στο ερώτημα εάν η διαταγή είναι ικεσία.

Είναι βέβαιο ότι η ικεσία είναι διαταγή. Πως όμως ο Θεός ανέχεται να τον διατάζει ο ενδεής, φουκαράς και ταλαίπωρος προσευχόμενος; Γιατί όταν εκλιπαρούμε, διατάζουμε;

τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον (Ματθαίος 6,11)

Αθ. Δρατζίδης,  οικοδόμος (καλουπατζής)

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Μερικές σκέψεις:
    Οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου, δεν χωρίζονται σε καταπιεστές και καταπιεζομένους αλλά υπάρχει μια πυραμίδα όπου όλοι, εκτός αυτού που βρίσκεται στην κορυφή και αυτών που που βρίσκονται στη βάση καταπιέζονται από κάποιους και καταπιέζουν κάποιους άλλους. Επίσης, παρατηρώ ότι ο καταπιεσμένος όταν καταφέρει να ελευθερωθεί από την καταπιεστή καταλήγει, συνήθως, να γίνει και ο ίδιος καταπιεστής, με τον ίδιο τρόπο που τα κακοποιημένα παιδιά καταλήγουν να κακοποιούν και τα δικά τους παιδιά. Νομίζω, δηλαδή, ότι η ίδια η καταπιεστική συμπεριφορά είναι ένα είδος ασθένειας που εξαπλώνεται ίσως ανεξάρτητα από τη λογική και τη θέληση των ανθρώπων, έχει δηλαδή, βάσεις στα ένστικτα του ανθρώπου και θα πρέπει να εξεταστεί και με ψυχολογικούς όρους για να κατανοηθεί ο μηχανισμός της.

    Ένα άλλο σημείο που νομίζω πως βοηθάει να φωτιστεί το πρόβλημα, είναι το γεγονός ότι ο καταπιεζόμενος έχει κάποια παράπλευρα οφέλη από την κατάσταση αυτή που τον εμποδίζουν να βγει από αυτή την κατάσταση. Το ένα είναι ότι μπορεί να «φορτώνει» στον καταπιεστή του όλα του τα προβλήματα έτσι που να αναβάλει συνεχώς να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό άγχος που είναι, κατά τη γνώμη μου, σύμφυτο με την διεύρυνση της συνειδητότητας και δεύτερον ότι η αφαίμαξή του από τον καταπιεστή του, του δίνει την ικανότητα να καταναλώνει και περισσότερο χωρίς να «βαρυστομαχιάζει»