τόν ἄρτον ἡμών τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον
Κατά Ματθαῖον, 6,11
Γιατί ο ζητιάνος μεταχειρίζεται Προστακτική όταν μας εκλιπαρεί; Πως είναι δυνατόν ο ενδεής πιστός να διατάζει τον Θεό όταν προσεύχεται και να του ζητάει ψωμί και μάλιστα επιτακτικά; (Δώσε μας σήμερα, τώρα) Πως είναι δυνατόν ο υπηρέτης ο αοιδός να διατάζει τη θεά να αφηγηθεί την τσαντίλα του Αχιλλέα; Μήνιν άειδε, θεά, . . . Γιατί δεν υπάρχει μια Ικετευτική έγκλιση;
Μεταχειριζόμαστε λοιπόν την Προστακτική και για να διατάξουμε και για να ικετεύσουμε. Υπάρχουν τρεις τρόποι να εκφράσουμε την ικεσία: η ευχή, η προσδοκία και η διαταγή. Θα στρέψουμε, προς το παρόν, την προσοχή μας στον τρίτο τρόπο, την διαταγή, και επιφυλασσόμαστε να καταπιαστούμε με την ευχή και την προσδοκία μόλις μας δοθεί η ευκαιρία. Στο σημερινό σημείωμα θα ασχοληθούμε με δυο παράδοξα. Γιατί εκφράσουμε την ικεσία με διαταγή; Πως ανέχεται ο Κύριος να τον διατάζουμε;
Διαθέτουμε δυο απαντήσεις για το δεύτερο ερώτημα. Η πρώτη: το ανέχεται διότι χαίρεται να μας ακούει και να μας βλέπει να τον μιμούμαστε. Και όχι μόνο το ανέχεται αλλά μας παροτρύνει να τον διατάξουμε, να τον διατάζουμε. Αυτό το κάνουμε και μεταξύ μας: λέμε, λόγου χάριν, καλώς ορίσατε, που σημαίνει, περιμένουμε από σας καλές διαταγές. Ένας πολιτικός ζητάει από το λαό νωπή εντολή, δηλαδή επανάληψη της διαταγής. Νωπή εντολή σημαίνει: διατάξτε με και πάλι να σας διατάζω. Η παρότρυνση του Κυρίου να τον διατάζει ο αρχόμενος είναι μια από τις πολλές πτυχές ενός τρόπου διαιώνισης, αναπαραγωγής και ενίσχυσης της Κυριαρχίας, ενός τρόπου που αποκαλούμε μίμηση του Κυρίου.
Για να εντοπίσουμε την δεύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί ο Κύριος ανέχεται, ευαρεστείται να τον διατάζουμε, θα πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα ποιος είναι ο ενδεής στη σχέση Κυριαρχίας. Κάθε σχέση είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης συσχέτισης κάποιας ένδειας με κάποια ισχύ. Η γονική σχέση, η σχέση μαθητείας, η ερωτική σχέση, η σχέση ασθενούς γιατρού είναι μια προσωρινή συνύπαρξη μεταξύ ενός ισχυρού και ενός ανίσχυρου, ενδεούς. Ο ισχυρός διαθέτει εξουσία, η οποία όμως αυτοϋπονομεύεται. Η εξουσία που δεν αυτοϋπονομεύεται γίνεται Κυριαρχία. Έτσι, όπως ορίζεται εδώ η εξουσία, είναι καθαρή ανοησία να είναι κανείς αντιεξουσιαστής μιας και δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς εξουσία, χωρίς σχέσεις, χωρίς την σύμπλευση της ένδειας με την ισχύ.
Η σχέση του υποτελούς με τον Κύριο δεν είναι μια σχέση εξουσίας αλλά μια σχέση Κυριαρχίας. Και ως σχέση, θα υπάρχει ένας ενδεής και ένας ισχυρός. Ποιος είναι ο ενδεής και ποιος ο ισχυρός; Στην περίπτωση αυτή, ισχυρός είναι αυτός που μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον, αυτός που δεν εξαρτάται από τον άλλον. Εάν ρωτούσαμε τον Χέγκελ ή τον Μαρξ θα μας απαντούσαν ότι ενδεής είναι ο Κύριος. Δεν είναι ενδεής ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Ο Κύριος όμως είναι και ισχυρός, ως κάτοχος ισχυρότερων όπλων, επομένως και ο υποτελής παραγωγός είναι και ενδεής, υπό την απειλή των όπλων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Κύριος είναι ένας ένοπλος ενδεής. Γνωρίζουμε κάποιον άλλον ένοπλο ενδεή;
Ναι, γνωρίζουμε, τον ληστή της τράπεζας. Με την κοντόκανη στο χέρι, ο ένοπλος ενδεής διατάζει: βάλε τα λεφτά στο σάκο. Και στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναρωτηθούμε: τι είναι η προσταγή; Γιατί δεν μπορούμε να διατάξουμε μη βάλε, μη τρέχα, μη πίνε; Γιατί η προσταγή δεν σηκώνει άρνηση; Διότι η προσταγή είναι μια θετική εκδήλωση της βούλησης. Η απαγόρευση είναι αρνητική εκδήλωση, γι αυτό μεταχειριζόμαστε Υποτακτική για να απαγορεύσουμε. Μη πατάς τον συναγερμό! Η θετική εκδήλωση της βούλησης δεν σηκώνει άρνηση, θα ήταν αντίφαση εν τοις όροις. Η ικεσία (η ευχή, η προσδοκία, κλπ) είναι θετική ή αρνητική εκδήλωση της βούλησης. Είναι θετική, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ως θετική λοιπόν εκδήλωση της βούλησης μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή της προσταγής.
Κάθε φορά που ικετεύουμε, μιμούμαστε τον Κύριο. Κάθε φορά που ο Κύριος διατάζει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκλιπαρεί. Κάθε φορά που ικετεύουμε, πέφτουμε χαμηλά, ξεπέφτουμε, γινόμαστε Κύριοι. Κάθε φορά που ο Κύριος διατάζει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επεκτείνει την ένδεια. Εμείς τι ρόλο παίζουμε, ρωτάει ο Εστραγκόν τον Βλαδίμηρο στο Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σ. Μπέκετ (Πρώτη πράξη, μετ. Α. Παπαθανασοπούλου). Να η συνέχεια του διαλόγου.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Τι ρόλο παίζουμε;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Μη βιάζεσαι, με την ησυχία σου
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Τι ρόλο παίζουμε; Το ρόλο του ικέτη.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Έχουμε ξεπέσει ως εκεί;
Σε μια σχέση εξουσίας, ο ισχυρός (ο γονιός, ο δάσκαλος, ο γιατρός) ορίζει όχι τι να κάνουμε αλλά τι να μην κάνουμε. Απαγορεύει, δεν διατάζει. Αυτός που θέλει, αυτός που διατάζει, είναι ο αδύναμος. Σε μια σχέση Κυριαρχίας, ο Κύριος και απαγορεύει και διατάζει. Απαγορεύει διότι είναι ισχυρός (ένοπλος). Και διατάζει, ικετεύει, διότι είναι ενδεής: χωρίς την εργασία των δούλων, των δουλοπάροικων, των μισθωτών σκλάβων ο Κύριος θα πεθάνει της πείνας, θα τον φάει η βρόμα. Ο Κύριος είναι δούλος του δούλου του, ισχυρίζεται στη Φαινομενολογία του Πνεύματος ο Χέγκελ – θα αφιερώσουμε μερικά σημειώματα, δίκην οδηγού ανάγνωσης και εισαγωγής, γι αυτό το μεγαλειώδες έργο. Ο Υποτελής επίσης μπορεί και να απαγορέψει, διότι, ως παραγωγός του κοινωνικού πλούτου, είναι ισχυρός, και να διατάξει, να ικετεύσει, διότι είναι ενδεής (άοπλος, με την ευρύτερη σημασία του όρου “όπλο”). Ο Υποτελής είναι Κύριος του Κυρίου του.
Μετά από όλα αυτά, ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε: ποια μέσα χρησιμοποιεί ο ενδεής ισχυρός, ο Υποτελής, στη προσευχή του για να αναγκάσει τον ένοπλο ζητιάνο, τον Κύριο, για να αποσπάσει αυτό που χρειάζεται; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε στο προσεχές σημείωμά μας. Μέχρι τότε, μην ξεχνάτε ότι η σκέψη είναι ποίηση και η ποίηση δημιουργία.
Σχολιάστε ελεύθερα!