Το ποδόσφαιρο, ως παιχνίδι και ως άθλημα που εμφανίστηκε σε κοινωνία του δυτικού πολιτισμού και διαδόθηκε σε όλη την υφήλιο μέσα σε λίγες δεκαετίες, είναι μια έκφραση της λατρείας της διείσδυσης που προέρχεται από τον πόλεμο (διείσδυση = φόνος, κατάκτηση, νίκη) και επεκτάθηκε όπου επεκτάθηκε και ο πόλεμος, δηλαδή σε όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά πεδία: στις σχέσεις του Κυρίου με τη φύση και με τον υποτελή παραγωγό του κοινωνικού πλούτου.
Σύμφωνα με τις αρχές της λατρείας της διείσδυσης, όποιος επιτυγχάνει τη διείσδυση είναι νικητής, ισχυρός, άξιος, δυνατός, κυρίαρχος. Αντιθέτως, όποιος υφίσταται την διείσδυση είναι χαμένος, ανίσχυρος, ανάξιος, αδύναμος, υποτελής, άξιος χλευασμού, περιφρόνησης και ταπείνωσης.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πολλά ομαδικά αθλήματα στα οποία η νίκη εξασφαλίζεται με τη διείσδυση της μπάλας σε ένα συγκεκριμένο, καλά φρουρούμενο χώρο της επικράτειας των αντιπάλων (αθλητισμός της διείσδυσης). Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, τα μόνα αθλήματα (παιχνίδια) που υπάρχουν και είναι τα πλέον δημοφιλή είναι τα αθλήματα διείσδυσης. Μέχρι την κατασκευή των πυροβόλων όπλων ήταν ελάχιστα. Από τα εκατοντάδες που παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπήρχε ούτε ένα παιχνίδι διείσδυσης. Τα παιχνίδια διείσδυσης κυριαρχούν στο βαθμό που βελτιώνεται η αποδοτικότητα των πυροβόλων όπλων (δεύτερο μισό του 19ου αι.)
Το γεγονός ότι ένα παιχνίδι διείσδυσης γίνεται άθλημα, το οποίο εξ ορισμού είναι θεσμοποιημένη στρατιωτική άσκηση (αγώνες ταχύτητας, ακοντισμός, τοξοβολία, σκοποβολή με πυροβόλα, κλπ) ή αναπαράσταση της μάχης (πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο, κλπ) δείχνει ότι αποτελεί συμβολική αναπαράσταση της μάχης.
Εκ των πραγμάτων, σε ένα πρώτο επίπεδο, η μπάλα είναι βλήμα: ένα δυνατό σουτ (πυροβολισμός) από κοντινή απόσταση είναι δυνατόν να σκοτώσει ένα παιδί. Μεταξύ των ποδοσφαιριστών τα πλήγματα από το βλήμα αυτό δεν είναι θανατηφόρα αλλά όλοι προσπαθούν να τα αποφύγουν. Ελαφροί και σοβαρότεροι τραυματισμοί είναι στην ημερήσια διάταξη. Η διείσδυση είναι συμβολική βία. Είναι αδύνατον να υπάρξει ποδόσφαιρο χωρίς άσκηση πραγματικής και συμβολικής βίας.
Ποδόσφαιρο σημαίνει διεκδίκηση της μπάλας, αρπαγή της από τον αντίπαλο, κατοχή και υπεράσπισή της. Οι μεταβιβάσεις της μπάλας, οι πάσες, γίνονται για να αποτραπεί η εγγύτητα των αντιπάλων, δηλαδή η διεκδίκηση της μπάλας και, συνεπώς, η άσκηση βίας. Η πρόκριση της τεχνικής στο ποδόσφαιρο, των ακριβών μεταβιβάσεων της μπάλας, συνιστά ένα τρόπο περιορισμού της εγγενούς βίας που το χαρακτηρίζει. Η διεκδίκηση όμως της μπάλας είναι, εξ ορισμού, αδύνατον να αποφευχθεί.
Η κατοχή της μπάλας-βλήματος επιτυγχάνεται μόνο από τον παίκτη με την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, δηλαδή, από αυτόν που επιδεικνύει την μεγαλύτερη σκληρότητα τη στιγμή της διεκδίκησης της: από τον πιο αμείλικτο, από τον πιο αδίστακτο, από αυτόν που διακρίνεται για τους λιγότερους ενδοιασμούς και κρατήματα ως προς την άσκηση βίας. Η βία της μπάλας-βλήματος προϋποθέτει την βία που εξασφαλίζει την κατοχή της.
Ο καλά φρουρούμενος χώρος των παιχνιδιών αυτών είναι μια τρύπα, κυκλική ή παραλληλόγραμμη. Εάν η μπάλα συμβολίζει το βλήμα, η εστία αναπαριστά το τραύμα και η διείσδυση το φόνο.
Κανένα άλλο ομαδικό παιχνίδι δεν είναι τόσο γρήγορο και κανένα άλλο δεν επιτυγχάνει τόσο δυνατή διείσδυση της μπάλας. Και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά προέρχονται από το χώρο του πολέμου, γεγονός που εξασφαλίζει στο άθλημα αυτό την προτίμηση ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού και το καθιστά το πιο δημοφιλές από όλα τα ομαδικά παιχνίδια διείσδυσης και αναπαράστασης της μάχης.
Το ποδόσφαιρο είναι το μόνο ομαδικό άθλημα (παιχνίδι) στο οποίο η διείσδυση επιτυγχάνεται με το πόδι, το οποίο ο παγκοσμίων πια διαστάσεων δυτικός πολιτισμός λατρεύει ως σύμβολο ισχύος.
Το ποδόσφαιρο, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μετεξελίχθηκε από παιχνίδι που παιζόταν ανάμεσα σε χωριά και ενορίες σε άθλημα που παίζεται από λίγους ερασιτέχνες αθλητές και αργότερα από επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Οι υπόλοιποι εξορίστηκαν πάνω στις κερκίδες και μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Οι θεατές των γηπέδων και της τηλεόρασης είναι παίκτες που αποκλείσθηκαν από το παιχνίδι. Υπάρχουν δυο τρόποι να επιστρέψουν: ο ένας από αυτούς είναι να εισβάλουν στο γήπεδο, είτε για να ασκήσουν βία είτε για να πανηγυρίσουν το θρίαμβο της ομάδας τους.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα βίαιο άθλημα: η νίκη εξασφαλίζεται μόνο με άσκηση βίας, πραγματική και συμβολική. Λιγότερο βίαιο το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να είναι: ο περιορισμός της εγγενούς βίας του έχει αγγίξει τα όρια του.
Η δομική βία ενός βίαιου παιχνιδιού, όπως του μεσαιωνικού footeball, δεν μπορεί να εξαφανισθεί. Όταν περιορίζεται, μετατοπίζεται, εμφανίζεται κάπου αλλού. Μεταξύ των ποδοσφαιριστών παίρνει τη μορφή άλλοτε της καλυμμένης βίας, ένα μέρος μόνο της οποίας μπορούν να παρατηρήσουν οι διαιτητές, και άλλοτε της απροκάλυπτης, εκτός παιχνιδιού, άσκησης βίας που πολλές φορές κλιμακώνεται σε ομαδικό ξυλοδαρμό.
Οι θεατές στα γήπεδα, από τη στιγμή που έχουν διωχθεί από το παιχνίδι και δεν μπορούν ακόμα κι αυτή την ελάχιστη πολυπόθητη βία του αθλήματος να ασκήσουν, επιστρέφουν σε αυτό μέσω της άσκησης βίας πάνω στις κερκίδες, μέσα και έξω από το γήπεδο (“Όχι βία στα γήπεδα, τόσο χώρο έχει έξω”). Οι συγκρούσεις μεταξύ οπαδών και μεταξύ οπαδών και αστυνομικών δυνάμεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά (και) η επιστροφή της βίας του παιχνιδιού που απομακρύνθηκε με διοικητικά μέτρα (κανονισμοί και τιμωρίες).
Όσο θα υπάρχει ποδόσφαιρο, θα υπάρχει και ποδοσφαιρική βία, μέσα και έξω από τα γήπεδα. Κανείς δεν μπορεί να την εξαλείψει. Επομένως, ο μόνος τρόπος να εξαλειφθεί η βία είναι να καταργηθεί το ποδόσφαιρο ως άθλημα, ερασιτεχνικό ή επαγγελματικό και να γίνει παιχνίδι που να παίζεται από όλους. Μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες είναι ακραιφνείς καπιταλιστικές κερδοφόρες επιχειρήσεις ενώ το ποδόσφαιρο ως θέαμα που καταναλώνεται χρησιμοποιείται για την αύξηση της κατανάλωσης (τηλεόραση, εφημερίδες, διαφήμιση, αξεσουάρ) και την επιβολή της αστικής-καπιταλιστικής ιδεολογίας (κράτος).
Από τη στιγμή που η επίτευξη της διείσδυσης του βλήματος στο σώμα του αντιπάλου είναι ταυτόσημη με την κυριαρχία, δεν είναι καθόλου παράξενο που μέσα στα πλαίσια της δυτικής πατριαρχίας ο άνδρας εκλαμβάνει το πέος που διεισδύει ως βλήμα πολέμου.
Από τη στιγμή που η μπάλα του ποδοσφαίρου είναι βλήμα, πραγματικό και συμβολικό, δεν είναι καθόλου παράξενο που εκλαμβάνεται από τον θεατή ως πέος.
Αφού η διείσδυση του βλήματος είναι ταυτόσημη με την κυριαρχία, η επίτευξη της διείσδυσης της μπάλας σε ποδοσφαιρικό αγώνα εκπληρώνει τις αξιώσεις κυριαρχίας του ενός άνδρα πάνω στον άλλον. Έτσι, αναπόφευκτα, η εστία αναπαριστά τον πρωκτό του αντιπάλου και η διείσδυση το γαμήσι, δηλαδή, τον εξευτελισμό του αντιπάλου.
Το γεγονός ότι οι ποδοσφαιρόφιλοι προτιμούν να επιτύχουν περισσότερα γκολ από το να δεχτούν (6-2) παρά να βάλουν λίγα και να μην δεχτούν κανένα (1-0) σημαίνει ότι το ποδόσφαιρο είναι ο κυριότερος τρόπος ικανοποίησης της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας.
Ο παίκτης που κατέχει τη μπάλα, και μαζί με αυτόν όλη η ομάδα, έχει πέος. Όταν την χάνει, χάνει και το πέος, υποβιβάζεται στην κατάσταση του άνδρα-χωρίς-πέος, δηλαδή στην κατάσταση της γυναίκας. Η ομάδα που υφίσταται την διείσδυση την υφίσταται και ως άνδρας-χωρίς-πέος και ως γυναίκα.
Η γυναίκα, σύμφωνα με τις αρχές της πατριαρχίας και της λατρείας της διείσδυσης, δεν έχει πέος, άρα δεν μπορεί να διεισδύσει. Συνεπώς, δεν μπορεί να νικήσει, να κυριαρχήσει. Είναι καταδικασμένη να γαμιέται, να ηττάται δηλαδή, ες αεί.
Το ποδόσφαιρο παίζεται μόνο από αυτούς που διαθέτουν πέος, που είναι σε θέση να διεισδύσουν. Έτσι, δε μπορεί παρά να είναι ανδρικό άθλημα. Πέρα από μια μικρή μειοψηφία, οι γυναίκες πάντα θα αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο, τόσο το ανδρικό όσο και το γυναικείο. Οι προσπάθειες καθήλωσης των γυναικών μπροστά στις τηλεοράσεις είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν.
Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει γυναικείο ποδόσφαιρο. Κι αυτό που υπάρχει είναι πανταχού απόν, κανείς δεν ασχολείται με αυτό μιας και μόνο τον χλευασμό και τον σαρκασμό των ανδρών μπορεί να προκαλέσει.
Οι γυναίκες που αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο είναι μια ισχυρή κοινωνική δύναμη που θα συμβάλλει στην κατάργηση αυτού του κοινωνικού προβλήματος που διαιωνίζει και ενισχύει την εκμετάλλευση και την καταπίεση των υποτελών παραγωγών του κοινωνικού πλούτου.
Η δεύτερη κοινωνική δύναμη είναι οι άνδρες της ευρύτερης Αριστεράς. Δυστυχώς, θα πρέπει να περιμένουμε πολύ. . .
Ο κατηγορηματικός ορισμός του άντρα είναι.
Άντρας είναι αυτός που τον έχει φάει και δεν του αρέσει.
Άρα βάση αυτού του ορισμού όποιος δεν τον έχει δοκιμάσει δεν
μπορεί να υπαινιχθεί ότι είναι κατηγορηματικός άντρας.
Γνωρίζει κάποιος να μας πει αν υπάρχει έστω και ένας άντρας που να μην τον έχει βιάσει έστω και συμβολικά ο πατέρας αφέντης ο δάσκαλος ο λοχίας ο εργοδότης η ο κομισάριος;
Μήπως είμαστε όλοι ομοφυλόφιλοι με ποσοστιαίες διαφορές;
Έχεις δίκιο, Κώστα, έτσι είναι, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το παραδεχτούμε. Πιστεύω πως το κόλλημα των ανδρών με το (ανδρικό) ποδόσφαιρο είναι μια ένδειξη έμμεσης ικανοποίησης της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας. (Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο και ότι οι άνδρες χλευάζουν και περοφρονούν το γυναικείο). Όποιος παραδέχεται την (λανθάνουσα ή μη) ομοφυλοφιλία του και τη θεωρεί κάτι απολύτως φυσιολογικό, δεν συγκινείται και τόσο, αν συγκινείται καθόλου, με αυτό το θέαμα. Εμένα δε με συγκινεί καθόλου – μου αρέσει να παίζω εγώ ο ίδιος, όχι να βλέπω τους άλλους να παίζουν.