φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ο πάτος της κοινωνίας, αν και αχανής, είναι μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα, είναι αθέατη, άγνωστη, απλησίαστη, σκληρή και τρυφερή, βάναυση, ανελέητη και συμπονετική, αχάριστη και χαριστική. Είναι η χώρα των φτωχών των πόλεων, που τρώνε μια μακαρόνια και μια ρύζι, των φτωχοσυνταξιούχων, των ανειδίκευτων εργατών των εργοστασίων, των τρελαμένων εφήβων, των μεταναστών, παράνομων και μη, των εργατών γης, των φτωχών γύφτων, των φυλακισμένων, των πρεζονιών, των τρελών, των αναπήρων, των πορνών, των τραβεστί πορνών. Όταν καμιά φορά, εσείς που δεν ζείτε στον πάτο της κοινωνίας, πιάνετε πάτο, πατώνετε, όταν δεν μπορείτε να κατατρακυλίσετε πιο κάτω, σας δίνετε μια μοναδική ευκαιρία να εικάσετε κάπως πώς ζουν οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα της ένδειας, της δυστυχίας, της απελπισίας και της απόγνωσης. Όταν πατώνετε, όταν πιάνετε πάτο, μόνο προς τα πάνω μπορείτε να κοιτάξετε, ποτέ προς τα κάτω. Όταν όμως η χώρα του πάτου της κοινωνίας είναι η μόνιμη κατοικία μας, είναι το ενδιαίτημά μας, αυτό το πλεονέκτημα δεν το έχουμε. Εκεί, στον πάτο της κοινωνίας δεν μπορείς να κοιτάξεις ψηλά, μόνο δίπλα. Και δίπλα βρίσκεται κάποιος σαν κι εσένα: αβοήθητος, μόνος, απελπισμένος, μπατίρης, ξεμείνης. Είναι η παρηγοριά σου. Είσαι η παρηγοριά του. Εάν δεν είσαι, οι μέρες σου, εάν δεν θα είναι μετρημένες, θα είναι πολύ δύσκολες.